Ανάμεσα στην πρωτοπορία, που διευρύνει τα όρια της Τέχνης θέτοντας κυρίως υποθήκες για το μέλλον, και τον θνησιγενή συντηρητισμό, υπάρχουν ορισμένοι μουσουργοί οι οποίοι καταφέρνουν να γράψουν έργα απόλυτης συγχρονικότητας, δηλαδή έργα τα οποία χρησιμοποιούν την τρέχουσα προχωρημένη μουσική γλώσσα με τρόπο όμως που να δημιουργούν κάτι άμεσα αντιληπτό από τις σημερινές προσλαμβάνουσες του ακροατηρίου. Σε αυτή την κατηγορία πιστεύω ότι εντάσσονται και τα δύο (εντελώς διαφορετικά) έργα που ακούσαμε σε πανελλήνια πρώτη εκτέλεση στο Ωδείο Αθηνών (Αίθουσα Ιωάννη Δεσποτόπουλου) από τη Χορωδία της ΕΡΤ και διεύθυνση Μιχάλη Παπαπέτρου τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024.
Ο αμερικανός με το σκανδιναβικό όνομα Μόρτεν Λάουριδσεν (Morten Johannes Lauridsen *1943) είναι μάλλον ο πιο διάσημος συνθέτης χορωδιακής μουσικής της εποχής μας και ένας “σύγχρονος μυστικιστής” σύμφωνα με πολλούς θαυμαστές του. Η τέχνη της μουσικής υπήρξε για αιώνες συνδεδεμένη με τη χριστιανική θρησκεία και τα εκκλησιαστικό άσματα και παραμένει έτσι στις προτεσταντικές χώρες, αυτές που έχουν μία ζώσα παράδοση τραγουδιού. Το Lux Aeterna (1997), πενταμερές έργο χωρίς παύση, μελοποιεί λατινικά θρησκευτικά κείμενα, μεταξύ των οποίων επιλογές από το Requiem, τη νεκρώσιμη ακολουθία, όμως η έμφαση βρίσκεται στο φως, έννοια που κυριαρχεί στα επιλεγμένα κείμενα. Όπως έχει ειπωθεί, εάν το φως μπορούσε να μελοποιηθεί, θα ήταν το Lux Aeterna του Morten Lauridsen (Timothy W. Sharp).*
Γραμμένο αρχικά για χορωδία και ορχήστρα δωματίου, η εκδοχή για χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο προέρχεται από τον ίδιο τον συνθέτη, και εντέλει μπορεί να προτιμηθεί για την καθαρότητα του χορωδιακού τραγουδιού. Εναλλάσσοντας ομοφωνικά μέρη και πολυφωνία, το Lux Aeterna είναι ένα μεγάλο και φιλόδοξο έργο εντυπωσιακής δεξιοτεχνίας που διαρκεί γύρω στα τριάντα λεπτά. Αρμονικά θα μπορούσε να είχε γραφτεί και τη δεκαετία του 1930, όμως έχει έναν ξεκάθαρα σύγχρονο χαρακτήρα. Όπως η μεσαιωνική πολυφωνία αντήχησε κάποτε στους γοτθικούς ναούς, είναι ένας ηχητικός καθεδρικός συνεχούς πνευματικής εξύψωσης, Θα το χαρακτήριζα american gothic, καθώς ως αίσθηση παραπἐμπει και στον γνωστό πίνακα (1930) του Grant Wood.
Αν θα έπρεπε να βρούμε μία εικαστική αναφορά και για το The Last Anthem του Δημήτρη Σκύλλα, αυτή μάλλον θα ήταν τα εκλεκτικιστικά κολάζ από τους Πεπτωκότες Αγγέλους (Fallen Angels) του Άνσελμ Κίφερ (Anselm Kiefer *1945) που το περασμένο καλοκαίρι εκτέθηκαν στο Palazzo Strozzi της Φλωρεντίας, ως εικαστικός αναστοχασμός επάνω στην ταυτότητα και την ιστορία.
Αντίστοιχα θέματα πραγματεύεται μουσικά το έργο του Δημήτρη Σκύλλα, που γράφτηκε για να μνημονεύσει την εκατοστή επέτειο από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Αποτελεί συνανάθεση του Φεστιβάλ Μουσικής Κωνσταντινούπολης 2024 – Ιδρύματος Τεχνών και Πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης [IKSV] και του χορωδιακού συνόλου Cappella Romana των ΗΠΑ, το οποίο έχει προγραμματίσει την αμερικάνικη πρεμιέρα για το 2025. Το έργο παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη στις 11 Ιουνίου 2024 στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολις στα πλαίσια του Φεστιβάλ Μουσικής. Η διευθύντρια αυτού, Efruz Çakırkaya, που είχε και την πρωτοβουλία της ανάθεσης, παρακολούθησε και την ελληνική πρώτη εκτέλεση με ιδιαίτερη συγκίνηση, καθώς και η ίδια προέρχεται από οικογένεια που εγκατέλειψε την Ελλάδα για την Τουρκία με την ανταλλαγή πληθυσμών που ρύθμισε η σχετική Σύμβαση της Λωζάνης (Ιανουάριος 1923).
Το The Last Anthem είναι ένα κολάζ από διαφορετικά κείμενα, γλώσσες και μουσικά ακούσματα. Ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη (Όταν άνθη εδένατε… ) σε αγγλική μετάφραση, βυζαντινοί ψαλμοί (η ελληνορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία), στίχοι του Τούρκου μυστικιστή ποιητή Yunus Emre και ανώνυμα τουρκικά μοιρολόγια, glissandi (γλυστρίματα) στο τρομπόνι που μιμούνται τις πολεμικές σειρήνες, κρουστά και μπαγιάν, όλα αυτά συνυπάρχουν χάρις σε μια εσωτερική συνοχή και δημιουργούν ένα έργο το οποίο προϋποθέτει αλλά και εκμαιεύει υψηλή συναισθηματική εμπλοκή. Για την περίσταση ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου επιμελήθηκε σκηνοθετικά την παρουσίαση ραίνοντας το έδαφος με λουλούδια και ζητώντας από τους τραγουδιστές προς το τέλος του έργου να κρατήσουν ο καθένας την εικόνα ενός προσώπου.
Και στα δύο έργα η Χορωδία της ΕΡΤ σε διεύθυνση Μιχάλη Παπαπέτρου ανταπεξήλθε πολύ καλά, ερμηνεύοντας με πολύ συναίσθημα το δεύτερο έργο και ικανοποιητική ακρίβεια το πρώτο. Τη χορωδία συνόδευσαν με επιτυχία οι μουσικοί Θάνος Μαργέτης (εκκλησιαστικό όργανο) και Μαρία Δελή (μπαγιάν), Γιάννης Καΐκης (τρομπόνι), Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά). Με δύο επιτυχείς πανελλήνιες πρώτες εκτελέσεις μεγάλων και απαιτητικών έργων σε μία βραδιά, ήταν μια αναμφισβήτητα σημαντική στιγμή για το ελληνικό χορωδιακό τραγούδι.
* Timothy W. Sharp, “Morten Lauridsen’s “Lux Aeterna” — A Conductor’s Considerations” The Choral Journal, Vol. 43, No. 7 (FEBRUARY 2003).
Διαβάστε ακόμα: Το μουσικό «εργοτάξιο» του Βάιμπλιγκεν, μια μικρή πόλη που φτιάχνει τραγουδιστές.