Στη Φάλαινα ένας παχύσαρκος μέχρι νοσηρότητας καθηγητής αγγλικών ο Τσάρλι παραδίδει διαδικτυακά μαθήματα δοκιμίου και συγγραφής (φωτογραφία: Α24).

Η παύση ανάμεσα στις λέξεις που εκφέρουμε πολλές φορές είναι πιο σημαντική από τα λόγια. Τη σιωπή του συνομιλητή μας πρέπει να καταλάβουμε, το κατέβασμα του κεφαλιού του, το στιγμιαίο του βλεφάρισμα, τη βαθιά και αμόλυντη σιωπή του, πρέπει να καταλάβουμε, για να αισθανθούμε τη οδυνηρή μοναξιά του και την επώδυνη απομόνωση του.

Τα πιο σημαντικά στις σχέσεις των ανθρώπων είναι αυτά που τα τυλίγει η σιωπή, η αναμονή και η προσδοκία.  Εξ άλλου ο αγώνας που καθημερινά καταβάλουμε, είναι να ψιθυρίσουμε στους γύρω μας τι και ποιοι  είμαστε, ποια είναι τα πράγματα που βάζουν φωτιά στην ύπαρξή μας και ποιες είναι οι σκέψεις που μπορούν να μας κάνουν να πετάξουμε πάνω από αυτή τη δύστροπη πραγματικότητα που ζούμε.

Το σπουδαίο έργο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ είναι αυτό που δίνει και τον τίτλο στην ταινία.

Στη Φάλαινα ένας παχύσαρκος μέχρι νοσηρότητας καθηγητής αγγλικών ο Τσάρλι ο οποίος διάγει τον βίο του στην αγκαλιά ενός καναπέ και στη συνέχεια πάνω στις ρόδες ενός αναπηρικού αμαξιδίου, παραδίδει διαδικτυακά μαθήματα δοκιμίου και συγγραφής κρατώντας την κάμερα πάντα απενεργοποιημένη για να μην αποκαλύψει στους μαθητές του την εμφάνισή του, το φουσκωμένο και παραμορφωμένο από το πάχος του πρόσωπο του.

Τον καθηγητή φροντίζει η Λιζ η νοσοκόμα και μοναδική του φίλη η οποία επίμονα τον προτρέπει να απευθυνθεί σε κάποιο νοσοκομείο καθώς διατρέχει σοβαρό κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. Κάθε βράδυ ο Τσάρλι παραγγέλνει την βαριά θερμιδοφόρα τροφή του, που συντηρούν τα πάνω από διακοσιαπενήντα κιλά του και την απομόνωση από τον έξω κόσμο.

Την παραγγελία του την υλοποιεί ο ίδιος ντελιβεράς ακολουθώντας την προσυνεννοημένη διαδικασία, ο υπάλληλος αφήνει την πίτσα στη βεράντα, παίρνει τα χρήματα από το γραμματοκιβώτιο και φεύγει χωρίς να έλθει σε επαφή, ποτέ, με τον Τσάρλι. Ένας νεαρός ευγενικός μεν, λίγο πιεστικός ιερέας κάποιας χριστιανικής αίρεσης, ο Τόμας, προσπαθεί να προσεγγίσει τον ακινητοποιημένο Τσάρλι και να τον οδηγήσει στον δρόμο της σωτηρίας και της λύτρωσης.

Ο Ντάρεν Αρονόφσκι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων (φωτογραφία: thefilmstage.com).

Το μυαλό του Τσάρλι όμως είναι σκαλωμένο στην Έλι την έφηβη κόρη του, την οποία έχει να δει κάμποσα χρόνια και ο παχύσαρκος μέχρι ασθενείας Τσάρλι λαχταρά να επανασυνδεθεί μαζί της με κάθε τρόπο. Η επιθυμία του Τσάρλι είναι τόσο μεγάλη που δίνει γη και ύδωρ για να βρεθεί λίγο κοντά στη νεαρή,  υπόσχεται τα πάντα στη 17χρονη, θυμωμένη με τα πάντα, κόρη του.

Προσφέρει όλα τα χρήματα από τον τραπεζικό του λογαριασμό για να πείσει την Έλι να περάσει χρόνο μαζί του εν αγνοία της μητέρας της. Η Έλι συμφωνεί, αλλά μόνο αν ο Τσάρλι τη βοηθήσει να ξαναγράψει ένα δοκίμιο για το σχολείο. Ο καημένος ο Τσάρλι αποδέχεται όλες τις πιεστικές απαιτήσεις της αγριεμένης με τα πάντα έφηβης. Σε αντάλλαγμα ζητά από την Έλι να γράψει κάποιες σκέψεις πρώτα πάνω σε ένα ποίημα του Γουίτμαν και αργότερα, όταν βλέπει πως εκείνη είναι αρνητική σ’ αυτή την πρόταση, σε οποιοδήποτε θέμα επιλέξει η ίδια.

Η ιστορία του πρωταγωνιστή λέγεται πίσω από κλειστές πόρτες. Είναι ένα φως στο σκοτάδι.

Ο Σάμιουελ Χάντερ διασκεύασε το δικό του θεατρικό έργο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι (Ρέκβιεμ για ένα όνειρο, Μαύρος Κύκνος, Ο Παλαιστής, Μητέρα) για τη «Φάλαινα The Whale». Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Μπρένταν Φρέιζερ μίλησε για τον ρόλο, για τη δύναμη και τις αδυναμίες αυτών των ανθρώπων: «Με έκανε να εκτιμήσω τους ανθρώπους με τα αντίστοιχα σώματα. Έμαθα πως πρέπει να είσαι ασύλληπτα δυνατό άτομο, σωματικά και ψυχικά, για να κατοικήσεις αυτό το πλάσμα. Η σωματική κίνηση του Τσάρλι είναι περιορισμένη στο χώρο του σπιτιού του, στον καναπέ του. Η ιστορία του λέγεται πίσω από κλειστές πόρτες. Είναι ένα φως στο σκοτάδι. Το βρίσκω ποιητικό πως το τραύμα που κουβαλά, είναι μια διαμαρτυρία για το βάρος του σώματός του». Σημειώνει ο ηθοποιός ο οποίος μας χαρίζει μία σπαρακτική ερμηνεία.

Το σπουδαίο έργο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ το οποίο ο Τσάρλι ζητά να του διαβάζουν ξανά και ξανά για να ηρεμεί όταν πιέζεται από τα αδιέξοδά του κυρίως στην αρχή και στο τέλος του φιλμ, είναι αυτό που δίνει και τον τίτλο στην ταινία και στον απόηχό του συναντιέται με περίσσια κιλά του ήρωά μας.

Στο διασκευασμένο για τη μεγάλη οθόνη θεατρικό του Σάμιουελ Χάντερ το παιχνίδι είναι καθαρό από τον Ντάρεν Αρονόφσκι, ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να αποκρύψει ούτε την καταγωγή του σεναρίου του, ούτε με «εύκολα» εξωτερικά να δώσει την αίσθηση των ανοιχτών οριζόντων και του πολυποίκιλου τοπίου.

Ο Σάμιουελ Χάντερ διασκεύασε το δικό του θεατρικό έργο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι (φωτογραφία: Α24).

Η ταινία, η δράση και τα γεγονότα αναπτύσσονται στους τέσσερις τοίχους του σαλονιού του Τσάρλι και στις αφόρητες, πνιγηρές και κλειστοφοβικές σχέσεις των ηρώων με την πραγματικότητα, τη ζωή  και στις σχέσεις τους. Η χρήση του 4:3 φορμάτ επιτείνει την ασφυκτική κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι του ακραία και άρρωστα παχύσαρκου Τσάρλι.

Η ογκώδης παρουσία του Μπρένταν Φρέιζερ κάνει ακόμα πιο ασφυκτικό το χώρο και πιο βαριά τα προβλήματα που ταλανίζουν τον ήρωα.

Η ογκώδης παρουσία του Μπρένταν Φρέιζερ σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και αρκετών κιλών επιπλέον προσθετικών και η δύσκολη μετακίνησή του στο χώρο κάνει ακόμα πιο ασφυκτικό το χώρο και πιο βαριά τα προβλήματα που ταλανίζουν τον ήρωα.

Όλα όμως τα ζητήματα που βρίσκει εμπρός του ο Αρονόφσκι, τα λύνει με τους κανόνες της  κινηματογραφικής γλώσσας, αξιοποιώντας το πυκνό σενάριο, τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών του προεξάρχοντος βέβαια του Μπρένταν Φρέιζερ ο οποίος όσο πιο πολλά κιλά έχει φορτωθεί στο κορμί του, τόσο πιο λεπτεπίλεπτες και γεμάτες αποχρώσεις είναι οι ερμηνευτικές του «πτήσεις», ο Φρέιζερ έχει βάλει πλώρη για τα μεγάλα βραβεία και είναι το πρώτο οσκαρικό φαβορί με τη βοήθεια των άξιων συμπρωταγωνιστών του Χονγκ Τσάου, Σέιντι Σινκ, Σαμάνθα Μόρτον, Τάι Σίμπκινς.

Ο Μπρένταν Φρέιζερ χρειάστηκε να πάρει αρκετά κιλά για τις ανάγκες του ρόλου του (φωτογραφία: indiewire.com).

Ο Αρονόφσκι (αφού αποσπά άλλη μια καθηλωτική ερμηνεία, όπως συνηθίζει στις ταινίες του) και οι συνεργάτες του επιτυγχάνουν η «Φάλαινα» να γίνει ένα συγκινητικό, ευαίσθητο, αληθινά ανθρωποκεντρικό δράμα με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που βυθίζεται μέσα στα αδιέξοδα, τη συντριβή και τη φθορά των άστοχων κινήσεων, σαθρών συναισθηματικών περιπλανήσεων και των αβέβαιων στοχεύσεων του παρελθόντος του.

Η ταινία κινδυνεύει κάποιες φορές να ξεφύγει σε άγονους μελοδραματισμούς και μεταφυσικούς ακροβατισμούς, αλλά οι ερμηνείες, το σφιχτό σενάριο και η κινηματογραφική δεινότητα του Αρονόφσκι συγκρατούν τα πράγματα να μην ξεφύγουν και να έχουμε στο τέλος εμπρός μας μια ταινία για την οποία φαίνεται θα ξαναμιλήσουμε στα Όσκαρ, μια ταινία που μιλά για τους ανθρώπους, τους «εκπληκτικούς ανθρώπους» που δεν βρίσκονται κάπου μακριά, σε κάποιον άλλον πλανήτη, σε κάποιον άλλο κόσμο, τους εκπληκτικούς εκείνους ανθρώπους, που βρίσκονται γύρω μας και αγωνίζονται να λιώσουν τα λάθη τους, να τροχίσουν τα πάθη τους, να βρεθούν και να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους και την ασθμαίνουσα κοινωνία.

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε τον «Λευκό Θόρυβο». Ένα αποτυχημένο ντελίριο.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top