Στο «Μην Ανησυχείς Αγάπη μου» ταξιδεύουμε στο μεταίχμιο των δεκαετιών των ’50 και ’60.

Ο πληθωρισμός, όχι μόνο στο χρήμα αλλά και στα υπάρχοντα, πολλές φορές, πληγιάζει το σώμα, σκοτεινιάζει το μυαλό και στομώνει την ευαισθησία. Φαίνεται ότι το επιλεγμένο, το λιτό και το διαλεχτό είναι αυτό που ξυπνά τις αισθήσεις, τροχίζει το νου, ταξιδεύει τα συναισθήματα, γοητεύει, στα αλήθεια, τον άνθρωπο. Δείγμα ισορροπίας μιας κοινωνίας δεν είναι να προσθέτει στα ήδη υπάρχοντα, σ’ αυτούς που ήδη έχουν και κατέχουν αλλά να αποταμιεύει γι αυτούς που εναγώνια προσπαθούν να επιβιώσουν.

Γιατί γνωρίζουμε ότι η αφθονία είναι ένα παχύδερμο που μένει ασάλευτο και  δεν κουνάει ρούπι. Ενώ η ανάγκη  περιπλανιέται σαν τρελή, σαν αφηνιασμένη μέχρι να βρει κάπου ν’ ακουμπήσει κάπου να σταθεί και να ημερέψει.

Στο «Μην Ανησυχείς Αγάπη μου» ταξιδεύουμε στο μεταίχμιο των δεκαετιών των ’50 και ’60 λίγο μετά τον εφιάλτη του πολέμου, λίγο πριν το όνειρο της απόλυτης κατανάλωσης και ανάμεσα στα σαρδάμ της ιστορίας και την παγωνιά του ψυχρού πολέμου δυο νέοι η Άλις (Φλόρενς Πιου) και ο Τζακ (Χάρι Στάιλς) παρέα με άλλα ζευγάρια, ζουν έναν επίγειο παράδεισο.

Όλα στην ταινία γίνονται λίγο άτσαλα, απρόσεκτα, επιτηδευμένα και με τρόπο όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο.

Στο Παλμ Σπρίνγκς όλα είναι φτιαγμένα μαγικά και απόλυτα καταναλωτικά για τους κατοίκους της κοινότητας. Οι άνδρες εργάζονται σε ένα απόρρητο σχέδιο, μεγάλης σπουδαιότητας,  απόλυτα κρυφό και εξαιρετικής σημασίας. Η επωνυμία του μυστηριώδους και αδιαφανούς πρότζεκτ είναι «ανάπτυξη προοδευτικών υλικών», αλλά πια τα έχουμε μάθει αυτά, από τότε που εφευρέθηκε η «προοδευτικότητα», ως έννοια, χάθηκε και το φιλότιμο και η σαφήνεια και οι στόχοι και οι μέθοδοι επίτευξής τους.

Η ταινία έχει προσελκύσει περισσότερη δημοσιότητα για το κουτσομπολιό σχετικά με τις σχέσεις των πρωταγωνιστών στα παρασκήνια.

Τώρα ενώ ο ανδρικός πληθυσμός «προοδεύει» την κοινωνία, οι κυρίες χασκογελούν, κάτω από τον καυτό ήλιο, κουτσομπολεύουν, ανάμεσα στις πισίνες, ζουν ανερυθρίαστα και ανυποψίαστα πολυτελώς, καταναλώνοντας πρώτα την καθημερινότητά τους, μετά τον χρόνο τους και ύστερα ό,τι βρεθεί εμπρός τους.

Δυο νέοι η Άλις (Φλόρενς Πιου) και ο Τζακ (Χάρι Στάιλς) παρέα με άλλα ζευγάρια, ζουν έναν επίγειο παράδεισο.

Η φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού επιπλέει πάνω από την αμπαλαρισμένη ρουτινιάρικη ανυπαρξία τους, κάτι σαν πρόσχημα, δικαιολογία ή επεξήγηση της πολυτελούς  διαβίωσης τους. Οι εφιάλτες συχνά πυκνά αρχίζουν να ξυπνούν από τον λήθαργο και την αφασία την Άλις. Ο Τζακ βουτηγμένος στην καλοπέραση και στην ευκολία, την καθησυχάζει με όλους τους δυνατούς τρόπους, γιατί ούτε διανοείται να απολέσει την ουτοπία της ευμάρειας και τον παράδεισο της κατανάλωσης, που του έχει με μαγικό τρόπο προσφερθεί.

Ο Τζακ γνωρίζει ότι όποιος καταπατά τους κανόνες, τον τρώει το σκοτάδι, η γειτόνισσα έχασε το παιδί της, χωρίς να ξέρει κανείς πώς, γιατί δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις και τους άτεγκτους κανόνες της πάναγνης και ολίγον απαιτητικής εταιρείας. Όσο ρωτά και προσπαθεί να τρυπήσει το κουκούλι της άγνοιας η Άλις, τόσο οι υπόλοιποι ένοικοι κλείνονται στο καβούκι τους, προσπαθώντας να διαφυλάξουν την λιπαρή τελειότητα της ζωής τους και την απαστράπτουσα καθημερινότητά τους.

Ο Στάιλς περιφέρει το αστραφτερό του πρόσωπο και τις αρμονικές του κινήσεις, σε έναν υποστηρικτικό ρόλο ήρεμης διεκπεραίωσης και ευσυνείδητης αποπεράτωσης.

Η ταινία «Don’t Worry Darling» είναι αλήθεια ότι έχει προσελκύσει περισσότερη δημοσιότητα για το κουτσομπολιό σχετικά με τις σχέσεις των πρωταγωνιστών στα παρασκήνια, παρά για το περιεχόμενο και την καλλιτεχνική αξία της.

Το «Don’t Worry Darling» επαναλαμβάνει όσα γνωστά και χιλιοειπωμένα γνωρίζουμε για τους σκοτεινούς και ασύμμετρους κόσμους, τους τυλιγμένους με τα αστραφτερά πρέπει.

Ο Χάρι Στάιλς και η Φλόρενς Πιου σκηνοθετούνται από την Ολίβια Γουάιλντ σε μια ταινία στην οποία η Πιου ρέπει κάποιες φορές προς την υπερβολή  και ο Στάιλς περιφέρει το αστραφτερό του πρόσωπο και τις αρμονικές του κινήσεις, σε έναν υποστηρικτικό ρόλο ήρεμης διεκπεραίωσης και ευσυνείδητης αποπεράτωσης.

Ο Χάρι Στάιλς, το 2017 είχε κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο του στην ταινία Dunkirk του Christopher Nolan, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις. Πρόσφατα, η τρίτη του δουλειά, που έχει τίτλο «Harry’s House», έγινε το πιο εμπορικό άλμπουμ το 2022 από την πρώτη κιόλας εβδομάδα κυκλοφορίας της. Πήγε απευθείας στο Νο1 σε Αμερική και Βρετανία. Στη Βρετανία, μάλιστα, τρία κομμάτια του είναι στις τρεις πρώτες θέσεις των τσαρτ, τα «As it was», «Late night talking» και «Music for a sushi restaurant» – τα οποία είναι και τα καλύτερα του νέου του δίσκου. Οι μόνοι που το έχουν καταφέρει αυτό είναι ο Ed Sheeran και ο Justin Bieber.

Στο Παλμ Σπρίνγκς όλα είναι φτιαγμένα μαγικά και απόλυτα καταναλωτικά για τους κατοίκους της κοινότητας.

Όμως η ταινία δεν στηρίζεται ούτε στην φωτογένεια του Χάρι Στάιλς, ούτε στις αρμονικές όλο χάρη κινήσεις του, όταν χορεύει για να διασκεδάσει εαυτόν και τους ανωτέρους του, η ταινία στηρίζεται στην ενέργεια, την δύναμη και την εκρηκτικότητα της Φλόρενς Πιου, η οποία είναι αλήθεια κάποιες στιγμές υπερβάλει για να καλύψει τα κενά και τις αμηχανίες ολόκληρου του εγχειρήματος.

Γοητευτήκαμε από το αστραφτερό δίδυμο, τον ρυθμό του φιλμ, καθώς και από τη λαμπερή και στη συνέχεια ζοφερή ατμόσφαιρα της ταινίας.

Το «Don’t Worry Darling» επαναλαμβάνει όσα γνωστά και χιλιοειπωμένα γνωρίζουμε για τους σκοτεινούς και ασύμμετρους κόσμους, τους τυλιγμένους με τα αστραφτερά πρέπει, τις απαστράπτουσες επιθυμίες και τις γυαλιστερές υποχρεώσεις. Τα θέματα τα οποία πραγματεύονται οι ταινίες πολλές φορές είναι τα ίδια, αυτό που τις διαφοροποιεί είναι η μέθοδος, ο τρόπος το πώς δηλαδή, ο δημιουργός ξετυλίγει την ιστορία του, αφηγείται την υπόθεση και αναπτύσσει την προβληματική του.

Η σκηνοθέτις Ολίβια Γουάιλντ αποφασίζει να ακολουθήσει την αγωνιώδη προσπάθεια της Άλις να βγει και να αναπνεύσει τον αέρα της αλήθειας, πριν οι διώκτες της την προλάβουν, πριν όλο το οικοδόμημα καταρρεύσει και την παρασύρει μαζί του. Όλα όμως γίνονται λίγο άτσαλα, απρόσεκτα, επιτηδευμένα και με τρόπο όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα γοητευτούμε από το αστραφτερό δίδυμο, από τον ρυθμό του φιλμ, από τη λαμπερή και στη συνέχεια ζοφερή ατμόσφαιρα της ταινίας, έτσι κι αλλιώς στη ζωή αυτή η τελειότητα δεν είναι ποτέ εφικτή, αλλά μόνο κυνηγώντας την τελειότητα μπορούμε να επιτύχουμε κάτι, να αποκτήσουμε λίγα και να χαρούμε κάμποσο.

 

Διαβάστε ακόμα: Είδαμε «Το τρίγωνο της θλίψης». Σάτιρα που κόβει σαν ξυράφι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top