Ένας βρετανός πράκτορας της ΜΙ5 οφείλει να είναι ευειδής, να ντύνεται αναλόγως, να ξέρει να πίνει τα σωστά ποτά, να καπνίζει μυστηριωδώς, να γνωρίζει την τέχνη της αποπλάνησης των γυναικών και στο τέλος να βγαίνει πάντα νικητής. Σας έρχεται κάποιος στο μυαλό; Μα φυσικά ο Τζέιμς Μποντ.
Μόνο που όλοι οι επινοημένοι πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών δεν είναι σαν το… πρότυπο. Από τη «μήτρα» έχουν βγει και κάποια κακοφορμισμένα, αλλά εξίσου ενδιαφέροντα, μοντέλα. Σαν αυτά που παρακολουθούμε στην κατασκοπευτική σειρά «Slow Horses» που προβάλλει το συνδρομητικό κανάλι Apple TV+.
H σειρά έφτασε ήδη στην 4η σεζόν της (ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες) και στηρίζεται στα βιβλία του Mick Heron. Αν μη τι άλλο έχει πολλά που μπορούν να σε τραβήξουν σ’ αυτή τη σειρά: από το τραγούδι της αρχής που έχει γράψει ο «πολύς» Μικ Τζάγκερ (με στίχους που λένε: «είμαστε χαμένοι, απροσάρμοστοι και μεθύστακες», έως την αντισυμβατικότητα των χαρακτήρων της.
Οι τρεις προηγούμενοι κύκλοι γνώρισαν παγκόσμια αναγνώριση από τους κριτικούς, ενώ και οι θεατές της επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. Μάλιστα, η τρίτη σεζόν του έχει προταθεί για πολλά βραβεία Emmy του επόμενου Σαββατοκύριακου, ενώ η πέμπτη έχει ήδη γυριστεί. Σαν να λέμε: η βρετανικότητα ακόμα πουλάει.
Στο «Slow Horses» οι πράκτορες της ΜΙ5 είναι ολότελα αποτυχημένοι. Το παρατσούκλι τους είναι Slough House. Βρίσκονται εκεί μέσα και εκτίουν την «ποινή» της αναγκαστικής εφεδρείας. Είναι κάτι σαν φυλακή.
Όλοι τους είτε τα έκαναν μαντάρα σε μια αποστολή είτε παλεύουν με έναν εθισμό (ποτό, ναρκωτικά ή τζόγος). Είναι απλούστατα αντιπαθητικοί, κανείς δεν θα τους ήθελε για παρέα, είναι αδιάφοροι για τα πάντα και, τέλος πάντων, ουδείς τους δίνει ένα δράμι ελπίδας.
Φυσικά, θέλουν απεγνωσμένα να επιστρέψουν στο “The Park”, όπως είναι γνωστό το φανταστικό αρχηγείο της MI5 στο Regent’s Park του Λονδίνου, αν και κανείς δεν έχει επιστρέψει ποτέ. Είναι δουλειά του Τζάκσον Λαμπ (Γκάρι Όλντμαν), ο οποίος είναι υπεύθυνος του Slough House, να προσπαθήσει να κάνει αυτούς που απορρίπτονται από την MI5 να παραιτηθούν. Η υπηρεσία θα το προτιμούσε από το να τους απολύσει.
Μόνο που ο Τζάκσον Λαμπ δεν είναι καμία φιγούρα που σε προδιαθέτει ευχάριστα. Τα μπερδεμένα, αραιά μαλλιά του, ανέγγιχτα από το χέρι ενός κουρέα, δεν έχουν πλυθεί εδώ και μήνες, ίσως και ποτέ. Τα ρούχα του μοιάζουν σαν να συγκρατούνται από τους λεκέδες τους.
Οι κάλτσες του είναι πιο τρύπες παρά λάστιχα. Με περηφάνια αφήνει ελεύθερο τον μετεωρισμό του, ενώ το να τον βλέπεις να τρώει σημαίνει να βιώνεις μια ανατριχιαστική κοσμική φρίκη. Καπνίζει ασταμάτητα, πίνει πολύ, ενώ η μυρωδιά του είναι να σε κάνει να τρέχεις μακριά.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν χαρακτήρα που να απέχει τόσο από τον εμβληματικό κατάσκοπο 007 που είναι, ως γνωστόν, έξυπνος, σοφιστικέ και ακαταμάχητος με τις γυναίκες. Δεν είναι, φυσικά, ούτε σαν τον Τζορτζ Σμάιλι – τον ήσυχο αρχικατάσκοπο του Τζον Λε Καρέ που υποδύθηκε ο Όλντμαν σε μια αριστοκρατική κινηματογραφική μεταφορά του 2011 του «Tinker, Tailor, Soldier, Spy».
Από την άλλη, ο Τζάκσον Λαμπ είναι ένας ελκυστικός χαρακτήρας, καθώς τα βάζει με τα αφεντικά του και δεν κωλώνει (γενικώς). Σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται, είναι σκληρός, έξυπνος και εξαιρετικά ικανός.
Ο Χέρον είπε γι ‘αυτόν ότι «κάποια στιγμή στην καριέρα του πρέπει να ήταν ένας Μποντ. Ένας χαμογελαστός και ηρωικός τύπος, αλλά τα έχει δει όλα, με αποτέλεσμα να αντιδράσει και για να γίνει αυτό που είναι τώρα. Απλώς πέρασε στην άλλη πλευρά».
Το αφεντικό του, η Νταϊάνα Τάβερνερ (Κρίστιν Σκοτ Τόμας), η ατσάλινη αναπληρώτρια επικεφαλής της MI5, είναι περιποιημένη σε αντίθεση με τον Λαμπ που είναι μόνιμα ατημέλητος, ωστόσο τρέφει έναν περίεργο σεβασμό για εκείνον.
Ο Λαμπ βασανίζει το προσωπικό του με ακραίες, σαρκαστικές υποθέσεις και τους θεωρεί άχρηστους ηλίθιους. Τι τον κάνει τόσο ελκυστικό; Ότι ενώ είναι καλός σε αυτό που κάνει, βρίσκεται παγιδευμένος σε μια γελοία γραφειοκρατία που τα χαλάει όλα.
Το «Slow Horses» συνδυάζει το γέλιο, τη μαύρη κωμωδία, τα συναρπαστικά δράματα, αλλά και τις δυνατές σεκάνς δράσης. Στο μεταξύ: η αντισυμβατικότητα της σειράς έγκειται και στο γεγονός ότι δεν είσαι σίγουρος πως οι πρωταγωνιστές θα σωθούν.
Η τέταρτη σεζόν δεν αποτελεί εξαίρεση. Το εναρκτήριο επεισόδιο είναι ένα από τα καλύτερα της σειράς μέχρι στιγμής, με μια τρομοκρατική επίθεση και μια σοκαριστική δολοφονία.
Ο Χέρον δεν ήταν ποτέ κατάσκοπος, αλλά ο κόσμος που δημιούργησε έχει βάθος και αισθάνεται απολύτως εύλογος, με τρομοκράτες που επιδιώκουν προσωπικές βεντέτες και επιχειρήσεις που διακυβεύονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς.
Ακόμη και η ορολογία είναι αληθινή: οι βάναυσοι λειτουργοί εσωτερικής ασφάλειας της MI5 είναι «τα σκυλιά». Ο αναπληρωτής αρχηγός της υπηρεσίας είναι «δεύτερο γραφείο»· οι πράκτορες πεδίου είναι «joes», ένας όρος που δανείστηκε από τον Le Carré.
Ένας άλλος λόγος της επιτυχίας της σειράς είναι η προθυμία του Apple TV+ να ξοδέψει χρήματα. Την ίδια στιγμή, σε ευρύτερο πλάνο, η σειρά είναι και μια κριτική στο κράτος της Βρετανίας και σίγουρα κάτι είναι σάπιο σε αυτό το κράτος. Το Slow Horses εκτυλίσσεται σε ένα Λονδίνο με γεύματα σε πακέτο, καταθλιπτικές παμπ και σακούλες γεμάτες σκουπίδια σε όλους τους δρόμους. Η Βρετανία του Χέρον είναι βαθιά δυσλειτουργική. Υπάρχει ανικανότητα, εξτρεμισμός και, παντού, η δυσοσμία της αποτυχίας.
Στους υπέροχα αποτυχημένους κατασκόπους του, ο συγγραφέας δραματοποιεί τα συναισθήματα τόσων ουσιαστικά αξιοπρεπών, εξαιρετικά απογοητευμένων συνηθισμένων Βρετανών που αισθάνονται ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις μηχανορραφίες μιας χλευαστικής και σχεδόν ανέγγιχτης ελίτ. Αυτό κι αν είναι επιτυχία.
Διαβάστε ακόμα: Έτσι γεννήθηκε η ταινία «Dr. No» και ο μύθος του James Bond.