Οι ηθοποιοί στο θέατρο ντύνονται περίεργα και μιλούν ακόμη πιο περίεργα (Nikos Libertas / SOOC).

Να ξεκαθαρίσω κατ’ αρχάς πως η σχέση μου με το θέατρο, για λόγους που ελπίζω πως θα γίνουν προφανείς στη συνέχεια, δεν είναι ακριβώς ερωτική. Δεν είναι ούτε καν πλατωνική.

Το παρακάτω γράφεται με αφορμή (την οποία αγωνιωδώς αναζητούσα καιρό τώρα) ένα πρόσφατο άρθρο εδώ στο Andro για τη σκοτεινή πλευρά των ηθοποιών με τίτλο «Τι γίνεται όταν σβήνουν τα φώτα;»

Η προτελευταία φορά λοιπόν που είχα βρεθεί σε θέατρο ήταν στο Λονδίνο, όταν με πήγαν να παρακολουθήσω το “The Caine Mutiny” με τον Charlton Heston. Ή μήπως ήταν το “The Heston Mutiny” με τον Michael Caine; Τελοσπάντων, δεν έχει και πολύ σημασία, γιατί δεν θυμάμαι και πολλά. Ενώ στην Ελλάδα, το τελευταίο θεατρικό έργο που είχα δει ήταν το “Sleuth”, με τον Δημήτρη Χορν και τον Αλέκο Αλεξανδράκη –όταν ζούσαν– σε κάποιο θέατρο της οδού Αμερικής, αν δεν κάνω λάθος. Με τη μητέρα μου. Όταν ακόμη και το θέατρο ήταν ασπρόμαυρο.

Ηθοποιός μπορεί να σημαίνει φως, αλλά για μένα θέατρο σημαίνει ηθοποιοί φωτισμένοι έντονα και μακιγιαρισμένοι υπερβολικά.

Για λόγους που ενδεχομένως να μη συμφωνούν με τη λογική, θεωρώ το θέατρο προσποιητό, κάτι που είναι αδύνατον να ξεπεράσω. Θέλω να πω, μου φαίνεται πολύ περίεργο να κάνει κάποιος το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ και να το κάνει εξίσου καλά κάθε φορά. Στο σινεμά είναι αλλιώς. Το κάνεις κειδαπέρα μια φορά, όσο καλύτερα μπορείς ή όσο καλύτερα κρίνει ο σκηνοθέτης ότι μπορείς, και αυτό ήταν, η παράσταση μένει στην αιωνιότητα αναλλοίωτη.

Ηθοποιός μπορεί να σημαίνει φως, όπως έγραψε ο κ. Μάνος και τραγούδησε ο προαναφερθείς κ. Δημήτρης, αλλά για μένα θέατρο σημαίνει ηθοποιοί φωτισμένοι έντονα και μακιγιαρισμένοι υπερβολικά, που μιλάνε αφύσικα φωναχτά, κοιτώντας στο υπερπέραν ή κάπου στο σκοτάδι πίσω μου, και συχνά πηγαινοέρχονται στη σκηνή βροντώντας τα πόδια τους.

Κι έπειτα είναι κι αυτοί οι περίτεχνοι διάλογοι… Διότι στο θέατρο κανείς δεν ρωτάει, για παράδειγμα, «Τι ώρα είναι;» Όχι. Η ερώτηση είναι: «Αναρωτιέμαι [περπατάει, φωτισμένος έντονα και μακιγιαρισμένος υπερβολικά, βροντώντας τα πόδια του στη σκηνή] θα ήταν άραγε αυτή η καλύτερη στιγμή να ρωτήσω τον Τζον (Στο θέατρο ο πρωταγωνιστής δεν λέγεται ποτέ Μήτσος, Αργύρης, Ιορδάνης εν ανάγκη. Είναι πάντα Τζον, Πίτερ, Ρόμπερτ) “τι ώρα είναι;” ή μήπως κινδυνεύω να χαρακτηριστώ παράτολμος; Ε, λοιπόν ναι, θα το αποτολμήσω! Τζον! Τι ώρα είναι, αλήθεια;»

Με την απάντηση του Τζον να μην είναι βέβαια απλώς «11 και 10» ή κάτι τέτοιο, αλλά «Μα την πίστη μου, Πίτερ! Θαρρώ πως είναι ήδη περασμένες 11, αγαπητέ μου φίλε. Μα και βέβαια! Είναι 11 και 10, μα τον Δία», ή κάπως έτσι. Άσε τα ίδια τα θέατρα… Γιατί άραγε κάποια απ’ αυτά πρέπει να ‘ναι στο ορθόν των Αθηνών; Αν δεν μπορούν να είναι στην οδό Αμερικής, χάθηκε ο κόσμος να είναι στη Γλυφάδα, στην Κηφισιά, στη Φιλοθέη; Εντάξει, όχι στη Φιλοθέη.

Σ’ ένα λοιπόν απ’ αυτά τα καινούργια θέατρα –καινούργια για μένα τουλάχιστον, αφού μπορεί και να βρίσκονται εκεί από την εποχή του Αισχύλου–, στο Αργώ, με το γύρω περιβάλλον να φέρνει στο Ελμπασάν, αλλά χωρίς την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, είχα βρεθεί πριν από κάμποσο καιρό, μετά από πρόσκληση της αγαπητής μου Χριστίνας Μητροπούλου που είχε γράψει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστούσε στο «Ανασφάλλω». [Με την ευκαιρία, αναζητήστε τη δική της πρόσφατη ταινία μικρού μήκους “Newstria”].

Είναι η στιγμή που οι ηθοποιοί έχουν βγάλει τα ρούχα τους, έχουν μείνει με τα εσώρουχα και υποκλίνονται στο κοινό.

Έχοντας λοιπόν διασχίσει, πολύ προσεκτικά, το souk της Σωκράτους και την kasba της Κολωνού, έφτασα στο Μεταξουργείο και μπήκα στην Αργώ, όχι και με τόσο καλή διάθεση και με το αντίθετο της προσμονής, όπως κι αν λέγεται αυτό. Η θέση μου ήταν ευτυχώς βολική, κοντά δηλαδή στο διάδρομο. Διότι μετά τον εφιάλτη όπου βρίσκεσαι ολόγυμνος, αδιάβαστος και χωρίς στυλό στις Πανελλήνιες, ο χειρότερος δικός μου είναι να κάθομαι κάπου στη μέση και να μην μπορώ να σηκωθώ να φύγω. Θέατρο είναι αυτό; Σινεμά; Γήπεδο; Η Aegean; ΚΤΕΛ; Ξένο σπίτι; Οπουδήποτε.

Μόλις έσβησαν τα φώτα, η κυρία που καθόταν δίπλα μου μετακινήθηκε μια θέση πιο κει. Κίνηση που αρχικά με θορύβησε, αλλά την αποδίδω στην εκ μέρους της αναζήτηση περισσότερης άνεσης –άσε που ο κόσμος είναι και κουτσομπόλης– παρά στην εκ μέρους μου ανάγκη χρήσης ανθεκτικότερου αποσμητικού, ενώ λίγο αργότερα, κάποιος καθυστερημένος –μισώ τους καθυστερημένους στα θέατρα, τους θεατές ειδικά– κάθισε ακριβώς πίσω μου και φταρνίστηκε στον αυχένα μου σαν ηφαίστειο που ξυπνά.

Θεωρώ το θέατρο προσποιητό, κάτι που είναι αδύνατον να ξεπεράσω. Μου φαίνεται πολύ περίεργο να κάνει κάποιος το ίδιο πράγμα κάθε βράδυ και να το κάνει εξίσου καλά κάθε φορά.

Πέρασα όμως ωραιότατα, μα τον Δία! Μάλιστα, άκουσα και τα περισσότερα απ’ όσα φώναζε η Χριστίνα, περπατώντας ξυπόλητη και βροντώντας τα καλλίγραμμα πόδια της στη σκηνή. Μόνο αυτή πάντως μίλαγε, όλοι οι άλλοι χόρευαν. Και πόσο όμορφα! Όχι, αλήθεια. Οι χορογραφίες ήταν, για μένα τουλάχιστον, που στους χορούς έχω μείνει σ’ αυτόν του Ψαρόγιαννου, άντε και σ’ εκείνον του Alan Bates, ανάλογα πρωτότυποι, ευρηματικοί και αντάξιοι του κειμένου της Χριστίνας.

Εντάξει, οι ηθοποιοί έπεφταν κάτω συχνά –σκόπιμα ελπίζω– χωρίς να δείχνουν ότι πονάνε και χωρίς να ‘χουν γίνει μπλαβί απ’ το πέσιμο, υπήρχαν κάτι μυστήριες παύσεις και σκοτάδια, ύστερα βγήκε απ’ το πλάι μια μαυροφορεμένη κοπέλα με εξαιρετική φωνή και ανάλογα εξαιρετικό όνομα –Eova Crow, ή κάπως έτσι– που τραγούδησε ένα ωραίο κομμάτι a capella, μετά όλοι έβγαλαν τα ρούχα τους κι έμειναν με τα εσώρουχα, γεγονός που δεν με πολυχάλασε, γιατί τα κορίτσια ήταν όμορφα και με υπέροχα σώματα και τα αγόρια καλογραμμωμένα, με την καλή έννοια, και μετά άναψαν τα φώτα και βγήκε όλος ο θίασος επί σκηνής και χειροκροτήσαμε όλοι θερμά και παρατεταμένα.

Κι εκεί λοιπόν που σκεφτόμουν νωρίτερα πως το πιθανότερο θα ήταν να την έχω κάνει στο διάλειμμα, έχοντας μέχρι τότε ζήσει μια ακόμη εξωσωματική εμπειρία απ’ αυτές που ζω μεγαλώνοντας σ’ έναν κόσμο που παραμένει νέος, κάθισα και το είδα όλο το έργο. Ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Εκτός κι αν έφυγα στο διάλειμμα χωρίς να το καταλάβω.

Αλλά πάλι, στο “Sleuth”, δεν θυμάμαι να είχαν ανάψει στο διάλειμμα όλα τα φώτα, νά ‘χε βγει όλος ο θίασος στη σκηνή (εντάξει, ατυχές παράδειγμα, σ’ εκείνο μόνο ο Χορν και ο Αλεξανδράκης έπαιζαν), και να χειροκροτούσαμε όλοι θερμά και παρατεταμένα. Οπότε…

 

Διαβάστε ακόμα: Η σκοτεινή πλευρά των ηθοποιών: Τι γίνεται όταν σβήνουν τα φώτα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top