Η πρώτη πράξη τη Βαλκυρίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ θα παρουσιαστεί στις 3 και 4 Αυγούστου από τον σκηνοθέτη Θέμελη Γλυνάτση (Φωτογραφία: Patroklos Skafidas).

Στις 3 και 4 Αυγούστου ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης θα παρουσιάσει στο Αρχαίο Θέατρο Μεγαλόπολης τη νέα σκηνοθετική του πρόταση, την πρώτη πράξη τη Βαλκυρίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Θα ερμηνεύσουν ο τενόρος Χρήστος Κεχρής (Ζίγκμουντ), η σοπράνο Αφροδίτη Πατουλίδου (Ζιγκλίντε), ο μπάσος Τάσος Αποστόλου (Χούντινγκ), και στον ρόλο του Βόταν ο ηθοποιός Παναγιώτης Ευαγγελίδης, ενώ πιάνο θα παίξει η Σοφία Ταμβακοπούλου. Η παράσταση πραγματοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού “Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός” 2021, με ελεύθερη είσοδο.

Το φιλόμουσο κοινό γνωρίζει τον Θέμελη Γλυνάτση για τις ανατρεπτικές του σκηνοθεσίες στο λυρικό και το μουσικό θέατρο: Cendrillon, όπερα δωματίου της Pauline Viardot (Skrow Theater, 2014), Ταξίδι το χειμώνα, βασισμένο στο Winterreise του Franz Schubert (Θέατρο Τέχνης, 2015), Alcina του Χέντελ (Θέατρο Οδού Κυκλάδων, 2016), Λευκό Ρόδο του Ούντο Τσίμερμαν (πανελλήνια πρεμιέρα, Εθνική Λυρική Σκηνή, 2018). Τον Φεβρουάριο 2020 παρουσίασε την μουσική παράσταση Recomposing Hildegard στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και τον Δεκέμβριο 2020 παρουσιάστηκε διαδικτυακά η σκηνοθεσία του της δραματοποίησης της Εξαϋλωμένης Νύχτας του Άρνολντ Σένμπεργκ από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

«Η Γερμανική μουσική, και συγκεκριμένα η Γερμανόφωνη όπερα, θεωρώ πως εξέλιξε τη μουσική και το θέατρο».

Ήταν μια ευκαιρία να συζητήσουμε με  τον σκηνοθέτη την ως τώρα πορεία του στο μουσικό θέατρο και  την επερχόμενη βαγκνερική επέλαση.

«Η ενασχόλησή μου με τον Γερμανικό Ρομαντισμό, τόσο στη μουσική, όσο και στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, μου άνοιξε ένα ευρύτατο πεδίο έμπνευσης».

Από την αρχή η δραστηριότητά σας στην Ελλάδα στράφηκε εξίσου με το πεζό θέατρο στην όπερα και τη δραματοποίηση έργων κλασικής μουσικής (με τραγούδι ή συνοδευτικό κείμενο). Τι δημιούργησε αυτό το ενδιαφέρον;

Νομίζω πως ακόμα κι όταν σκηνοθετούσα θεατρικές παραστάσεις, ο ήχος, η μουσική και ο λόγος ως ηχητική διάσταση ήταν πάντα θεμελιακής σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζα τα κείμενα. Πολλές φορές, με απασχολούσε περισσότερο πώς ακούγεται κάτι, παρά το τι λέγεται. Χωρίς να απαρνούμαι την σημασία του νοήματος, με τραβούσε πάντα ο ήχος ως μέθοδος επικοινωνίας, συναισθηματικής φόρτισης και δραματουργικής κατεύθυνσης. Από μικρή ηλικία, η μουσική (κι ο ήχος εν γένει) μου φάνταζαν καθοριστικά στοιχεία τόσο στην τέχνη, όσο και στην καθημερινότητα. Όσο μεγάλωνα, κι άκουγα περισσότερη μουσική από μια ευρεία γκάμα ειδών, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσα πως η μουσική κι ο ήχος, τόσο ως εμπειρία, όσο κι ως καλλιτεχνική διαδικασία, έχουν μια αμεσότητα, μια ανεξαρτησία από συγκεκριμένα νοήματα, μια φόρτιση, και τη δυνατότητα να διαφοροποιούν την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, και συνεπώς, την αίσθηση της σωματικής και ψυχικής αντίληψης, και επίγνωσης.

– Έχοντας παρακολουθήσει όλες σας τις δουλειές στο μουσικό θέατρο, τολμώ να πω ότι είστε ο πιο καθαρόαιμος εκφραστής του regietheater στην Ελλάδα (και ίσως όχι μόνο…). Προσυπογράφετε; 

Δεν ξέρω πόσο καθαρόαιμος είμαι, αλλά δεν είναι υπάρχει αμφιβολία πως η ερμηνευτική και ερευνητική ελευθερία του Regietheater είναι αναπόσπαστα κομμάτια της δουλειάς μου. Ταυτίζομαι επίσης στον τρόπο με το οποίο το Regietheater επαναπροσεγγίζει την έννοια του κλασσικού, πολλές φορές με επιθετικό τρόπο. Όπως και η σημασία που δίνει το Regietheater στη δραματουργία είναι σημαντική για μένα, που ουσιαστικά επιτρέπει μια μεθοδική μεταγραφή του πρωτότυπου «κειμένου» σε ένα παραστασιακό συμβάν που ενώ διατηρεί σαφείς δεσμούς με το αρχικό έργο, καταφέρνει να το «ξαναδιαβάσει», να το «ανακατασκευάσει» και να «αποκαλύψει» μια νέα πραγματικότητα του έργου αυτού, και όλο αυτό μέσω του συνδυασμού έρευνας, κριτικής στάσης, και συναισθηματικής και ψυχικής επένδυσης.

«Εμπνευση για μένα αποτελεί οτιδήποτε εμφανίζεται ως γεγονός που αποκαλύπτει μια ελευθερία, μια εκφραστική πολυπλοκότητα, και κάτι μυστηριακό». Στη φωτογραφία εικονίζονται Χρήστος Κεχρής και Αφροδίτη Πατουλίδου (Φωτογραφία: Patroklos Skafidas).

«Με έχουν επηρεάσει εξίσου οι ταινίες του Κιούμπρικ και του Μπέργκμαν, όσο η μουσική του Βάγκνερ και του Σένμπεργκ, ο Στρίντμπεργκ και ο Μπίχνερ».

– Είστε λίγο «Γερμανός» σκηνοθετικά για άνθρωπος που σπούδασε στη Βρετανία.

Είναι περίεργο γιατί όσο ήμουν στην Αγγλία ήμουν φανατικός οπαδός της Γαλλικής πρωτοπορίας στο θέατρο, αλλά σιγά-σιγά, η ενασχόλησή μου με τον Γερμανικό Ρομαντισμό, τόσο στη μουσική, όσο και στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, μου άνοιξε ένα ευρύτατο πεδίο έμπνευσης, εργασίας, κι εμμονής. Αυτό που με έλκει περισσότερο απ’ όλα στο Γερμανικό πολιτισμό είναι η εξαιρετικά ευαίσθητη και συχνά τραυματική – άρα ενδιαφέρουσα – συσχέτιση της έννοιας του κλασσικού με την έννοια του μοντέρνου (άρα μιλάμε για το έργο τέχνης ως ιστορική διαλεκτική). Επίσης, η φόρτιση που πυροδοτεί η Γερμανική τέχνη στη συσχέτιση μεταξύ μεθόδου και δημιουργικής φαντασίας, και η σχεδόν εκρηκτική προσέγγιση στην ίδια την έννοια της αναπαράστασης είναι στοιχεία που με επηρέασαν πολύ. Όπως επίσης, η Γερμανική μουσική, και συγκεκριμένα η Γερμανόφωνη όπερα, θεωρώ πως εξέλιξε τη μουσική και το θέατρο με έναν ουσιαστικό τρόπο, και εξερεύνησε ενδελεχώς τα «ρήγματα» της εκφραστικής ορμής, της ψυχολογικής ανατομίας και της μορφολογίας ενός έργου που ακόμα μας απασχολούν.

– Ποιες είναι οι πηγές της έμπνευσής σας και η μέθοδος της εργασίας σας;

Οι πηγές έμπνευσης είναι πολλές και διαφορετικές – θεωρώ πως με έχουν επηρεάσει εξίσου οι ταινίες του Κιούμπρικ και του Μπέργκμαν, όσο η μουσική του Βάγκνερ και του Σένμπεργκ, ο Στρίντμπεργκ και ο Μπίχνερ, η λογοτεχνία του 19ου αιώνα αλλά και τα μοντερνιστικά μυθιστορήματα των αρχών του 20ου αιώνα. Αλλά κα η καθημερινότητα είναι συχνά από τις πιο πλούσιες πηγές έμπνευσης – πάντα θεωρούσα πως η καθημερινότητα είναι ένας σύνθετος συνδυασμός οικειότητας και ανοίκειου, και οι διαχωριστικές γραμμές, όπως και οι κανόνες λειτουργίας μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου, είναι δυσδιάκριτες και περίπλοκες. Με λίγα λόγια, έμπνευση για μένα αποτελεί οτιδήποτε εμφανίζεται ως γεγονός που αποκαλύπτει μια ελευθερία, μια εκφραστική πολυπλοκότητα, και κάτι μυστηριακό, χωρίς όμως να χάνει τη μορφή του σε τέτοιο βαθμό που να χάνει την ιδιαιτερότητά του.

– Και η μορφή; 

Η μορφή παραμένει (έστω και ως ανάμνηση) όχι μόνο για να ορίζει μια παρουσία στο χώρο και στον χρόνο, αλλά και για να διαδραματίζονται στην επιφάνειά της οι εντάσεις που δέχεται, εντάσεις που εν δυνάμει θα μπορούσαν να συνθλίψουν τη αρχική μορφή. Θεωρώ πως η πιο σημαντική στιγμή είναι εκείνη όπου η φόρμα ταυτόχρονα υπάρχει αντανακλώντας την ολοκληρωτική της διάλυση, και ταυτόχρονα την παρουσία της. Πάνω σε αυτέςτις αρχές δουλεύω – ξεκινώ πάντα με μια μακρά μελέτη του έργου, η οποία μου επιτρέπει – τις περισσότερες φορές – να έρθω σε επαφή τόσο με τη δομή, όσο και με τον μηχανισμό του έργου. Διαβάζω πολύ γύρω από το έργο, και παράλληλα ξεκινώ τα σχεδιάσματα – όταν ξεκινώ τις πρόβες, θέλω πάντα να υπάρχει ένα σχεδίασμα, το οποίο, φυσικά, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται, και πολλές φορές αναιρείται. Αυτή η οργανικότητα της εξέλιξης έχει πολύ να κάνει με την «κατοίκηση» των σχεδιασμάτων αυτών από τους ερμηνευτές, οι οποίοι ναι μεν ακολουθούν το σχεδίασμα, αλλά φέρνουν εντός του μια σειρά από ιδιοσυγκρασιακά και ερμηνευτικά στοιχεία που επηρεάζουν το σχεδίασμα και το αλλάζουν.

«Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι ίσως από τις πιο βασικές επιρροές μου, γιατί θεωρώ πως έγραψε έργα που δεν μεταδίδουν συγκεκριμένους νοηματικούς κώδικες».

– Υπάρχουν πρότυπα που σας επηρέασαν ιδιαίτερα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως με έχουν επηρεάσει βαθιά οι παραστάσεις του Γουίλσον, του Καστελούτσι, του Μαρτάλερ, του Γκρούμπερ, του Βαρλικόφσκι, γιατί σε όλους διαπιστώνω μια εξαιρετική γνώση του έργου που τους επιτρέπει να το «αλλάζουν» μέσω μιας ρηξικέλευθης δραματουργίας, μιας συχνά άναρχης φαντασίας, μιας τάσης ανάπλασης της πραγματικότητας του έργου, και της δημιουργίας παραστασιακών δομών οι οποίες βρίσκονται συνέχεια σε κίνδυνο να γκρεμιστούν και να αποκαλύψουν ένα τρομακτικό χάος έκφρασης.

«Η Βαλκυρία είναι ένα έργο ερωτικό, πολιτικό, αναρχικό, και βαθιά μελαγχολικό».

– Στις δικές σας  παραστάσεις, ποιοι είναι οι στόχοι σας;

Ως προς τους στόχους μου: τη δημιουργία παραστάσεων που επικοινωνούν με τους θεατές λες και προκύπτουν εκείνη τη στιγμή ως τυχαία συμβάντα, ασχέτως με την προετοιμασία που κρύβουν. Όπως επίσης, παραστάσεις που ταυτόχρονα κινητοποιούν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης αντίληψης. Τέλος, από τους βασικότερους στόχους μου είναι η εξέλιξη, η εμβάθυνση, η αναίρεση και η έρευνα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στη σχέση μου με τους συνεργάτες μου.

– Τι σας τράβηξε στη Βαλκυρία; Πώς θα τη σκηνοθετήσετε;

Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι ίσως από τις πιο βασικές επιρροές μου, γιατί θεωρώ πως έγραψε έργα που δεν μεταδίδουν συγκεκριμένους νοηματικούς κώδικες, αλλά συμπλέγματα συγκρουόμενων νοημάτων που δεν μας κάνουν τη χάρη να επιλυθούν. Ακόμα κι όταν φαινομενικά επιλύονται, η ανακούφιση που αισθανόμαστε είναι περιστασιακή και συμβατική – γιατί τα έργα αυτά είναι ασκήσεις μιας επίφοβης ισορροπίας, κι η τρομακτική αυτή ταλάντευση είναι που εν τέλει προσδίδει νόημα, συνοχή, και ομορφιά. Η Βαλκυρία είναι ένα έργο βαθιά συναισθηματικό, με υπέροχη μουσική, ένα έργο για την οικογένεια, για την εξουσία και την απληστία της δύναμης, αλλά και για την καταθλιπτική παραδοχή του εξουσιαστή πως η μόνη ουσιαστική πρόοδος είναι η κατάρρευση της εξουσίας που φέρει. Είναι ταυτόχρονα ένα έργο ερωτικό, πολιτικό, αναρχικό, και βαθιά μελαγχολικό. Και πάνω σε αυτές τις διαφορετικές πτυχές θα βασίσω τη σκηνοθεσία μου. Με άλλα λόγια, θέλω να σκηνοθετήσω τέσσερις διαφορετικές «βιογραφίες» των τεσσάρων χαρακτήρων της Πρώτης πράξης του έργου, οι οποίες συνυπάρχουν, αλληλοεπιδρούν, συγκρούονται, προβάλουν την διαφορετικότητά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά, δημιουργούν ένα απτό τοπίο δισεπίλυτων εντάσεων. Χρησιμοποιώ δηλαδή διαφορετικές «γλώσσες» για τον καθένα από τους χαρακτήρες, και λες και μιλάμε για κάποιο πείραμα χημείας, αφήνω αυτούς τους διαφορετικούς κώδικες να κάνουν τις αντιδράσεις τους.

«Η Βαλκυρία είναι ένα έργο βαθιά συναισθηματικό, με υπέροχη μουσική, ένα έργο για την οικογένεια, για την εξουσία και την απληστία της δύναμης». Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Τάσος Αποστόλου (Φωτογραφία: Patroklos Skafidas).

«Η διοίκηση της Λυρικής Σκηνής είναι δαιδαλώδης, και είχα δυσκολίες να μάθω τις ιδιαιτερότητες, το οργανόγραμμα, την ιεραρχία, τις διαδικασίες».

– Γιατί εμφανίζεται ο Βόταν, αφού δεν τραγουδά στην Α΄πράξη;

Παρότι ο Βάγκνερ προόριζε τη σύντομη εμφάνιση του Βόταν στην Α’ πράξη, άλλαξε γνώμη, και τον εμφανίζει στη Β και Γ πράξη – όμως ο Βόταν είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας χαρακτήρας, που ακόμα και όταν δεν υπάρχει επί σκηνής, είναι η βασική δυναμική ολόκληρης της Τετραλογίας (όπως και ο ανταγωνιστής του, ο Άλμπεριχ). Φαντάζομαι πως εάν μου δινόταν ποτέ η ευκαιρία να σκηνοθετήσω ολόκληρη την Τετραλογία, όλη η δράση θα εξελισσόταν σε ένα αχανές σπίτι, όπου ο Βόταν και ο Άλμπεριχ, αυτοί οι τόσο σημαντικοί φορείς ιστορικής συνείδησης, συναισθηματικής παράλυσης και πολιτικής απληστίας, θα στοίχειωναν με την παρουσία τους τα δωμάτια του σπιτιού αυτού, ακόμα κι αν η σκηνική τους παρουσία δεν υποδεικνύεται από το έργο.

– Τι μπορούμε να πούμε για την ιδιοσυγκρασία του Βόταν; 

Ο Βόταν φέρει την ιδιάζουσα μελαγχολία του ηγέτη που διαισθάνεται το τέλος της τάξης πραγμάτων που εκπροσωπεί, και σε μεγάλο βαθμό, εκκινεί τη διαδικασία που θα επιφέρει το λυκόφως των θεών. Είναι ο εκπρόσωπος ενός πολιτισμού ο οποίος φανερώνεται ως μια ιστορική εξέλιξη προς το μηδέν – και ήθελα αυτή την εμπειρία επί σκηνής, όσο ο Ζίγκμουντ και η Ζιγκλίντε, οι αιμομίκτες-ήρωες της πρώτης πράξης, οι απόλυτα ελεύθεροι και βαθιά ερωτικοί χαρακτήρες, αποτινάσουν τον συντηρητισμό που τους περιβάλει, και παρασέρνονται στην έκσταση της ελευθερίας και της επιθυμίας τους. Ήθελα δηλαδή αυτή η βούληση για εξέγερση να είναι ένα θέαμα τόσο για το κοινό, όσο και για έναν μοναχικό μεσήλικα που ξέρει πως αυτή η εξέγερση θα συντρίψει τους εξεγερμένους, αλλά θα βάλει σε κίνηση της διάλυση της άρχουσας τάξης. Ταυτόχρονα, όμως, ο εκπρόσωπος αυτός της εξουσίας είναι και πατέρας, το οποίο σημαίνει πως η πολιτική του ταυτότητά συγκρούεται με την συναισθηματική του φύση – ο Βόταν είναι ένας τραγικός χαρακτήρας του 19ου αιώνα, και παρότι ενδεδυμένος με μυθολογικούς μανδύες, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα ιδεολογικά αδιέξοδα και τις πολιτικές αντιφάσεις του ίδιου του συνθέτη.

«Στις μέρες μας μια λύση θα ήταν η απόλυτη παύση καλλιτεχνικών συμβάντων για ένα διάστημα».

– Η παραγωγή έχει τρεις εξαιρετικούς μονωδούς με τους οποίους έχετε και προηγούμενη συνεργασία, αλλά από όσο ξέρω δεν κανείς τους δεν είναι «βαγκνερικός» τραγουδιστής. Είστε υπεύθυνος και για το μουσικό κομμάτι της παραγωγής;

Η επιλογή των τραγουδιστών ήταν δική μου, πράγματι. Είναι συνεργάτες που έχουμε δουλέψει στο παρελθόν, τους εμπιστεύομαι και τους θαυμάζω, και θεωρώ πως έχουν την εκφραστική δύναμη και τη συναισθηματική αντοχή να αποτυπώσουν τους χαρακτήρες αυτούς επί σκηνής. Πιστεύω πως έχουν τη σκηνική πραγματικότητα και τις φωνητικές υφές που απαιτούν οι χαρακτήρες αυτοί – και είμαι βέβαιος πως παρότι δεν τους έχουμε συνηθίσει στο ρεπερτόριο αυτό, θα δώσουν κάτι ιδιαίτερο, λεπτό και ειλικρινές.. Από κει και πέρα, στις πρόβες, πάντα προτείνω ιδέες για το μουσικό μέρος της πρόβας, αλλά με απόλυτο σεβασμό τόσο για τις απόψεις των τραγουδιστών, όσο και για τις απόψεις της Σοφίας Ταμβακοπούλου, που προετοιμάζει μουσικά τους τραγουδιστές, και θα ερμηνεύσει την πιανιστική μεταγραφή του έργου στην παράσταση.

– Η σχέση σας με τη μουσική σκηνοθεσία σας οδήγησε και στη θέση του αντιπροέδρου της Εθνικής Λυρικής Σκηνή (ΕΛΣ) το 2018-2020. Πώς ήταν η εμπειρία;

Ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη για μένα – η διοίκηση ενός τόσο μεγάλου οργανισμού όπως η ΕΛΣ είναι δαιδαλώδης, και είχα δυσκολίες να μάθω τις ιδιαιτερότητες, το οργανόγραμμα, την ιεραρχία, τις διαδικασίες. Είναι σαν να μαθαίνεις μια καινούργια γλώσσα πάρα πολύ γρήγορα – και παρότι έμαθα πράγματα, δεν θεωρώ πως έχω την επάρκεια της γλώσσας αυτής. Αυτό όμως που σίγουρα έμαθα είναι ο λαβύρινθος διαδικασιών πίσω από τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τις δυσκολίες και δυσκαμψίες των διαδικασιών αυτών. Ήρθα όμως και σε επαφή με πανέξυπνους, ταλαντούχους ανθρώπους που καταφέρνουν να πλοηγήσουν το σύστημα αυτό, και να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί. Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία.

«Η επιλογή των τραγουδιστών ήταν δική μου. Είναι συνεργάτες που έχουμε δουλέψει στο παρελθόν, τους εμπιστεύομαι και τους θαυμάζω». Στη φωτογραφία εικονίζεται ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης (Φωτογραφία: Patroklos Skafidas).

– Πώς βλέπετε την καλλιτεχνική κατάσταση γενικώς… Τι σας λείπει,  θα προτείνατε κάτι;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι τέχνες παγκόσμια περνούν τεράστια κρίση, σε τέτοιο βαθμό που κάποιος θα μπορούσε να πει πως μια λύση θα ήταν η απόλυτη παύση καλλιτεχνικών συμβάντων για ένα διάστημα. Υπάρχει, θεωρώ, ανάγκη για αναστοχασμό. Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, οι καταιγιστικές ταχύτητες που απαιτούνται τόσο από τους καλλιτέχνες, όσο και από το κοινό, η ένδεια ιδεών και νοημάτων, η αλόγιστη κατανάλωση της τέχνης, τα identity politics των σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και κριτικής γλώσσας για την τέχνη, είναι στοιχεία που δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε άμεση ή ώριμη καλλιτεχνική «αναγέννηση». Νομίζω πως θα πρέπει να περιμένουμε πολύ μέχρι να γίνει η οποιαδήποτε σημαντική αναδιατύπωση, το επόμενο καθοριστικό βήμα.

– Αρα, επιμένετε… 

Μέχρι τότε, πρέπει να επιμείνουμε, σαν τον Βόταν, να είμαστε παρόντες, ακόμα και αν αυτή η παρουσία προλογίζει την μελλοντική μας εξαφάνιση. Αν μη τι άλλο, ας καταφέρουμε να μεταφράσουμε την παράλυση αυτή σε δονούμενα έργα τέχνης που προκαλούν σκέψη και συγκίνηση, και ας μοιραστούμε με γόνιμο, ειλικρινή και βαθύ τρόπο την αίσθηση αυτή. Και φυσικά, μέσα σε αυτή τη μελαγχολία της μη-εξέλιξης, να τολμούμε. Να έχουμε επίγνωση. Και να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε η νεότερη γενιά καλλιτεχνών να είναι όσο το δυνατόν πιο διαβασμένη, προβληματισμένη, και ελεύθερη.

Οι παραστάσεις θα δοθούν στο αρχαίο θέατρο Μεγαλόπολης. Το μεγαλύτερο θέατρο της αρχαιότητας. Χτισμένο λίγο μετά το 370 π.Χ. από τον Πολύκλειτο σε μια κατάφυτη πλαγιά της Αρκαδίας, κοντά στον Αλφειό ποταμό, είχε χωρητικότητα 18.000 θεατές. Ήταν καλλιτεχνικό κέντρο της Αρκαδίας κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

3 & 4 Αυγούστου 2021 στις 21:30
Αρχαίο Θέατρο Μεγαλόπολης
Αναλυτικό πρόγραμμα και προκρατήσεις θέσεων εδώ 

 

 

Διαβάστε ακόμα: Bartek Niziol – «Λατρεύω τους ελληνικούς μύθους».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top