Ο Θέμης Ραγιάς συλλέγει από έργα τέχνης μέχρι καθημερινά αντικείμενα τα τελευταία 15 χρόνια.

Μπαίνοντας στο σπίτι του Θέμη Ραγιά είναι σαν να μπαίνεις σε ένα παλαιοπωλείο που ασφυκτιά από τα εμπορεύματά του. Κι όμως δεν έχει ούτε την ψυχρότητα ενός εμπορικού ούτε την οργάνωση ενός εμπόρου. Διατηρεί τη ζέση και τις εμμονές ενός εραστή της τέχνης. Η υπερχειλίζουσα του συλλογή σε ένα άνετο διαμέρισμα 200 τετραγωνικών στο κέντρο της πόλης, αποτελείται από εκατοντάδες έργα τέχνης αλλά και αντικείμενα λαϊκής χειροτεχνίας όπως και ευτελών αντικειμένων που το καθένα φέρει μια ιστορία και συχνά ένα ηχηρό όνομα να τα ταυτίσει ο κάτοχος τους.

Βρίσκεις λοιπόν ανάκατα έργα σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων με εκπληκτικά κεραμικά, που είναι και η μεγάλη αγάπη του συλλέκτη, εργόχειρα κεντήματα, χαρακτικά, πανηγυριώτικα περασμένων δεκαετιών, συριανά πιάτα διαφημιστικά και ταμπέλες, απίθανα σπάνια και ξεχασμένα από τον χρόνο αντικείμενα, τουριστικό κιτς, αυγουλάκια της Τήνου του 1950, χειροτεχνήματα φυλακισμένων, άπειρες σπάνιες εκδόσεις λογοτεχνίας και βιβλίων τέχνης. Η αισθητική πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας που θα μπορούσε να αποτελεί ένα μικρό μουσείο αν δεν αποτελούσε την προσωπική σκηνογραφία – καταφύγιο ενός ανθρώπου που μπορεί να αναπνέει μόνο μέσα σε αυτό.

Ένα κέντημα της Εθνικής Πρόνοιας σε σχέδιο του Τσαρούχη.

– Καταρχάς να ομολογήσω ότι είναι απίστευτη αυτή η μίξη τόσων ετερόκλητων αποκτημάτων. Σε σημείο παρεξήγησης!
Επειδή έχω μια μεγάλη συλλογή από έργα και βιβλία και του περασμένου αιώνα και του προπερασμένου αιώνα, έχω δικαίωμα από κει και πέρα να κάνω ό,τι θέλω. Οτιδήποτε «κακόγουστο» κιτς πράγμα βάλω μέσα στο σπίτι μου, δεν κλοτσάει και το αποδέχονται οι άνθρωποι που έρχονται, γιατί είναι πλαισιωμένο με γνώση και τέχνη. Έχω μια τεράστια συλλογή από κεραμικά που ήταν και τα πρώτα που με κατέβασαν στο Μοναστηράκι για να αγοράσω.

– Πότε ξεκίνησες να συλλέγεις συστηματικά;
Πριν 15 χρόνια.

– Κι όχι από παιδί;
Όχι, όχι.

– Δεν συνδέεσαι με την τέχνη από μικρός;
Ναι, στην αρχή με τον πατέρα μου αλλά ήδη από τα 15 μου ήξερα όλες τις γκαλερί της Αθήνας και έβλεπα εκθέσεις.

«Πολλά από αυτά που βλέπεις είχαν γίνει τουριστικά στην δεκαετία ‘60, είχαν πάψει να είναι χρηστικά. Τα τελευταία χρόνια τρελαίνομαι για τουριστικό κιτς».

– Συναναστράφηκες με κάποιους καλλιτέχνες;
Καταρχήν με τον Γιάννη Μιχαηλίδη που είχε ένα εξαιρετικό κατάστημα τουριστικών ειδών στην Σκιάθο και ζωγράφιζε και ο ίδιος για τις Νέες Μορφές. Πολύ συμπαθής, τον γνώριζα από την παιδική ηλικία και πήγαινα πάντα στο κατάστημα του όπου γνώρισα όλους τους φίλους του καλλιτέχνες. Το ίδιο γινόταν και με το μαγαζί του Μάρκου Μπότσαρη, δισέγγονου του ήρωα της επανάστασης, το «Αρχιπέλαγος», το ωραιότερο μαγαζί της Σκιάθου εκείνης της εποχής. Εκεί γνώρισα τον χαράκτη Γραμματικόπουλο, όπως και λαϊκούς ζωγράφους όπως τον Χριστοδουλίδη που ήταν ναυπηγός στον Βόλο. Με ανεχόντουσαν, ήμουν μικρό παιδί.

– Σε έλκυε περισσότερο η λαϊκή τέχνη τότε;
Μ’ άρεσαν όλα, δίπλα στη ζωγραφική, στη λογοτεχνία και το θέατρο και τον κινηματογράφο και όλα αυτά. Και οι άνθρωποι που μπορούσαν να μιλάνε γι αυτά. Ναι, μ’ άρεσε και η λαϊκή τέχνη.

Η ηθοποιός Υβόν Σανσόν από τον Ντε Κίρικο.

– Εννοείς η ανώνυμη;
Η βαρβάτα ανώνυμη, όχι η αργυροχοΐα ας πούμε. Η ανώνυμη στα όρια της brutality. Τα σπάνια τεκμήρια… Έχω πάνω σε μια χαρτοπετσέτα τον Βελούδιο από έναν αυστριακό καλλιτέχνη φτιαγμένο το ’53. Αυτό δίπλα το είχε ο πατέρας μου, είναι ένα πορτρέτο της Υβόν Σανσόν από τον Ντε Κίρικο. Δεν είναι κάτι σπουδαίο. Ένα μικρό του Παπαλουκά που αντιγράφει Σίλε. Για μένα είναι πραγματικά πολύτιμο, μου ξεκλείδωσε τον Παπαλουκά, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν τυχαία ένας πολύ σπουδαίος ζωγράφος, είχε δει πολλά πράγματα.

– Πως ξεκίνησαν όλα;
Πήγαινα σχολείο στα Ανάβρυτα και κάποιες μέρες που δεν με έπαιρνε ο πατέρας μου να πάμε στον Πειραιά που μέναμε, με άφηνε το σχολικό στην Φιλελλήνων για να πάρω ταξί. Εγώ εκμεταλλευόμουν το κενό και έβλεπα όλες τις φωτογραφίες από τα καμπαρέ της πλατείας Συντάγματος. Εκεί στην οδό Νίκης υπήρχε και ένα παλαιοπωλείο όπου είχα καρφωθεί σε ένα πίνακα που τελικά ζήτησα από τον αγαπημένο μου νονό να μου το αγοράσει. Συνήθως μου έπαιρνε λευκώματα από τον Ελευθερουδάκη που για την Ελλάδα της εποχής ήταν πανάκριβα. Μιλάμε τώρα για δεκαετία ’60.

«Οτιδήποτε «κακόγουστο» κιτς πράγμα βάλω μέσα στο σπίτι μου, δεν κλοτσάει και το αποδέχονται οι άνθρωποι που έρχονται, γιατί είναι πλαισιωμένο με γνώση και τέχνη».

– Σου το πήρε;
Όχι, μου αγόρασε ένα βιβλίο. Το έργο ήταν του Περικλή Πανταζή. Είμαι πάρα πολύ τυχερός γιατί στο μεταξύ ο πατέρας μου αγόρασε έναν Πανταζή κι εγώ στη ζωή μου άλλους τέσσερις.

– Ήταν και ο πατέρας φιλότεχνος λοιπόν.
Δεν αγόραζε με μεγάλη συχνότητα, αλλά ήξερε ότι κι εμένα μου άρεσε.

– Μεγάλωσες σε ένα σπίτι με καλό γούστο…
Ναι, ο πατέρας μου είχε καλό γούστο. Επειδή δε ήταν ανασφαλής, δεν αγόραζε σύγχρονους του. Συνήθως αγόραζε παλιότερη ζωγραφική. Στα σκασιαρχεία λοιπόν πήγαινα στο Μοναστηράκι.

«Όταν παίρνω ένα πράγμα θέλω να το βλέπω. Κι αν μου αλλάξουν τη θέση κάποιου αντικειμένου δεν θα πάθω υστερία αλλά θα το επιστρέψω στη θέση του».

– Τι έψαχνες εκεί;
Παλιές εκδόσεις γιατί δεν έβρισκα αυτά που ήθελα να διαβάσω σε σύγχρονες εκδόσεις. Αν ήθελες να διαβάσεις Ζάρκο λ.χ., ο οποίος πέθανε στο τρελοκομείο, δεν υπήρχαν επανεκδόσεις των βιβλίων του. Αγόραζα όμως και μη σπάνιες εκδόσεις γιατί τα second hand ήταν φτηνότερα.

– Αυτό σε οδήγησε να γίνεις συλλέκτης σπάνιων εκδόσεων;
Ε, ναι, θεωρώ τον εαυτό μου ότι μου αρέσουν τα δεσίματα, η βιβλιοδεσία, τα εξώφυλλα. Βέβαια, δεν ήμουν πραγματικά πλούσιος, απλώς καλοστεκούμενος, για να αγόραζα πραγματικά σπάνιες εκδόσεις. Όλα αυτά είναι πολύ ακριβά πράγματα. Μια πρώτη έκδοση του Σεφέρη ήταν η χαρά μου. Αλλά και χειρόγραφες εκδόσεις του Βασιλείου και της Κατοχής.

Τρεις μεγάλες Ελληνίδες του θεάτρου μέσα από το βλέμμα του Γιάννη Τσαρούχη: Παπαδάκη, Κυβέλη, Κοτοπούλη.

– Έχεις σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Σου ξεκλείδωσε τα ενδιαφέροντα σου;
Τα ενδιαφέροντα μου ξεκλείδωσαν την αρχιτεκτονική! Όταν πήγα στην Βενετία ήμουν από τους πιο κακούς φοιτητές. Βαριόμουνα. Πήρα μια φορά το τρένο για Ρώμη για να δω μια έκθεση με ρώσικα κοστούμια. Σαν ψώνιο που ήμουν είχα αγοράσει το βιβλίο της έκθεσης για να προετοιμαστώ. Στο τρένο γνώρισα μία κυρία που ήταν φίλη του Κατσάρι, ενός διάσημου καθηγητή μας ο οποίος πολιτευόταν, έγινε και δήμαρχος της Βενετίας κάποια εποχή. Τελικά με γνώρισε σε εκείνον και οι δυο τους με θεώρησαν μια εξαίρεση από τους υπόλοιπους Έλληνες φοιτητές. Το ότι τελείωσα την αρχιτεκτονική το οφείλω ότι πήγα να δω αυτήν την έκθεση γιατί γνώρισα μερικούς από τους πιο σημαντικούς μου καθηγητές.

– Ποια ήταν τα ερεθίσματα της εποχής;
Στο Τορίνο είδα πρώτη φορά Χόκνεϊ . Πριν μερικά χρόνια έκανα ένα ταξίδι στην Βενετία που είχα χρόνια να πάω και συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που δεν είχα δει όσο ζούσα εκεί. Αν και έβλεπα όλες τις περιοδικές εκθέσεις. Είχα την ατυχία να έχει διακοπεί όσο βρισκόμουν εκεί, η Μπιενάλε. Γινόντουσαν βέβαια υπέροχες εκθέσεις σε παράλληλα προγράμματα. Γινόταν και ένα φεστιβάλ μπαλέτου όπου όλοι οι χορευτές και οι χορεύτριες γέμιζαν την πόλη.

«Τα τελευταία χρόνια τρελαίνομαι για τουριστικό κιτς» λέει ο Θέμης Ραγιάς.

– Υπήρχε και το περίφημο μουσείο της Πέγκυ Γκουγκενχάιμ.
Είχα πάει σε προσωπική της έκθεση και είχα αγοράσει ένα χαρακτικό της που δεν το βρίσκω.

– Σου το έκλεψαν;
Όχι, χάνονται πράγματα εδώ μέσα.

– Βρίσκεις άκρη μέσα σε αυτό το χάος;
Κατοικώ εδώ μέσα τα τελευταία 15 χρόνια. Όταν ήρθα προσπάθησα να κατατάξω τις λογοτεχνικές μου βιβλιοθήκες αλφαβητικά και το ψιλοκατάφερα.

Μερικά από τα κεραμικά που στολίζουν το σπίτι του Θέμη Ραγιά.

– Η αγάπη σου για την κεραμική πως άρχισε;
Μικρός πήγαινα στο Μαρούσι για ιππασία. Δίπλα ήταν το εργαστήρι της Ήρας Τριανταφυλλίδη αυτής της εκπληκτικής αγγειοπλάστριας. Δεν είχε μάθει ποτέ να κάνει τροχό, ήταν κεραμίστρια που έπλαθε με τα χέρια της τον πηλό. Μετά από χρόνια, οι μνήμες από εκείνο το μυθικό σπίτι που ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι του Άντερσεν, με έκαναν πριν 15 χρόνια να αρχίσω να μαζεύω κεραμικά.

– Ποιο είναι το κριτήριο σου;
Ό, τι μου κτυπήσει το μάτι. Στην αρχή αγόρασα μερικά της Ήρας Τριανταφυλλίδη σε ανάμνηση της γνωριμίας μας. Με ενδιέφερε και επειδή χρησιμοποιούσε μαρουσιώτικο χώμα. Επίσης της Βερναδάκη αλλά και σπουδαγμένων κεραμιστριών όπως της Χατζηνικολή που παρουσίαζε δουλειά της στις Νέες Μορφές. Ήταν δύσκολο βέβαια γιατί δεν είχα παραδείγματα, δεν υπήρχαν και βιβλία, τα μάθαινα εμπειρικά και το με το καλλιεργημένο μάτι.

Ο Σωτήρης Σπαθάρης από τον Γιάννη Τσαρούχη.

– Υπήρχε πάντα το Μοναστηράκι.
Εκεί έβρισκα ας πούμε μαρουσιώτικα, δηλαδή αιγαιοπελαγίτικα αφού οι περισσότεροι ήταν Σίφνιοι. Έχοντας αργότερα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου αγόρασα κεραμικά από την Αγιάσω τα οποία εκείνη την εποχή θεωρούνταν φοβερά κακόγουστα. Τα αγαπούσα γιατί ήταν πολύχρωμα. Τα έχω στην κρεβατοκάμαρα μου. Όλα αυτά που βλέπεις είχαν γίνει τουριστικά στην δεκαετία ‘60, είχαν πάψει να είναι χρηστικά. Τα τελευταία χρόνια τρελαίνομαι για τουριστικό κιτς.

«Ο πατέρας μου είχε καλό γούστο. Βέβαια δεν αγόραζε έργα με μεγάλη συχνότητα, αλλά ήξερε ότι κι εμένα μου άρεσε».

«Υπάρχουν αντικείμενα που δεν βρίσκω πια, κυριολεκτικά χάνονται εδώ μέσα».

– Πάντως η συλλογή σου Ελλήνων ζωγράφων, εν πολλοίς ξεχασμένους, έχει τρομερό ενδιαφέρον.
Συνεχίζω να έχω ιδιαίτερη αγάπη για τον Περικλή Πανταζή. Όσοι ζωγράφοι πέρασαν από τα λευκώματα της Μέλισσας τους θεωρούσα και τους θεωρώ αξιόλογους γι’αυτό και επιδίωξα να αποκτήσω έργα τους. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Παπαλουκάς, ο Μπουζιάνης, ο Συμεών Σαββίδης, έχω σχέδια του Εγγονόπουλου, θαλασσογραφίες του Χατζή, ακουαρέλες του Γαλάνη από περιοδικά στο Παρίσι, ένας Γκίκας. Αυτό που αναγνωρίζει κάποιος που μπαίνει πρώτη φορά είναι δυο Θεόφιλοι, όπως και το μεγαλύτερο τοπίο του Νικόλαου Λύτρα, που υπάρχει. Κι ένας προπολεμικός Βασιλείου. Ένας Άη-Γιώργης του Χαρίδημου, Μόραλης, πορτρέτα προσωπικοτήτων του Τσαρούχη, 4-5 πρώιμοι Κόντογλου.

– Σου ζητάνε σε εκθέσεις;
Επειδή είμαι πολύ φίλος του Ντένη Ζαχαρόπουλου μου ζητάει συχνά και δίνω. Η Αργυροπούλου μου έχει προτείνει να κάνουμε έκθεση στο Μπενάκη.

«Δεν ανησυχώ καθόλου για το τι θα γίνουν όλα αυτά τα αντικείμενα κάποια μέρα. Όπως τα βρήκα εγώ, έτσι, ακόμα και στα σκουπίδια να πάνε θα τα βρουν αυτοί που πρέπει όπως έγινε και με εμένα».

– Θα το έκανες;
Αν με άφηναν να κοιμηθώ μαζί τους.

– Δεν μπορείς να τα αποχωριστείς;
Αν πήγαινα ένα μακρινό ταξίδι ίσως.

– Η θέση τους εδώ μέσα έχει σημασία;
Εγώ τα έχω βάλει στη θέση που βρίσκονται. Όταν παίρνω ένα πράγμα θέλω να το βλέπω. Κι αν μου αλλάξουν τη θέση κάποιου αντικειμένου δεν θα πάθω υστερία αλλά θα το επιστρέψω στη θέση του. Το ίδιο και με τα βιβλία, αν και δεν ξέρω που βρίσκονται.

Αφιέρωση του Τσαρούχη στον Ζυλ Ντασέν.

– Ξεσκονίζονται συχνά όλα αυτά;
Ποτέ. Μόνο αν τύχει με μια μετακίνηση τους.

– Κάποια θα είναι μεγάλης αξίας.
Για μένα όλα έχουν την ίδια αξία. Αγόραζα πάντα ανάλογα της οικονομικής κατάστασης που είχα την στιγμή εκείνη. Τα περισσότερα όταν έβρισκα ευκαιρίες. Ίσως να πουλήσω κάτι τώρα για πρώτη φορά.

– Τι θα απογίνουν, μια μέρα, όλα αυτά;
Ίσως πάνε σε φίλους. Δεν ανησυχώ καθόλου. Όπως τα βρήκα εγώ, έτσι, ακόμα και στα σκουπίδια να πάνε θα τα βρουν αυτοί που πρέπει όπως έγινε και με εμένα.

Έργο του Γιάννη Μόραλη.

 

Διαβάστε ακόμα: Επικές φυσιογνωμίες – Minas και Coutayar σε μια συνεργασία που έπρεπε να γίνει

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top