Στη νέα του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ένα για τον δρόμο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο δημοσιογράφος Θεοδόσης Μίχος σερβίρει σφηνάκια από το μωσαικό των θαμώνων ενός μπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Με αυτήν την αφορμή μίλησε στο Andro για τα στέκια, το αλκοόλ και την περιπέτεια της γραφής.
Μεθυσμένες εξομολογήσεις πάνω από μία μπάρα, τσαμπουκάδες πνιγμένοι στο αλκοόλ, μονόλογοι που βυθίζονται σε ένα μισοάδειο ποτήρι. Μία σύναξη χαμένων ψυχών που αναμασάνε τις ήττες τους ή τους πρόσκαιρους θριάμβους τους με επίκεντρο ένα ανώνυμο μπαρ. Στο τρίτο του βιβλίο ο δημοσιογράφος του News 24/7 και ραδιοφωνικός παραγωγός στον σταθμό Best 92.6, Θεοδόσης Μίχος αποδεικνύει ότι ένα στέκι δεν προσφέρει μόνο θαλπωρή αλλά και έμπνευση για να καταγράψει με ένα προσωπικό μινιμαλιστικό ύφος την ανθρώπινη κατάσταση.
– Επέστρεψες ξανά στο διήγημα -γιατί;
Η ιδέα υπαγόρευσε τη μικρή φόρμα, δεν υπήρχε δηλαδή πλάνο μετά το προηγούμενο, δεύτερο βιβλίο μου, που ήταν μυθιστόρημα, να βρω πάση θυσία ένα τρόπο να επιστρέψω σε αυτή του πρώτου. Ήξερα μόνο ότι ήθελα να γράψω ξανά λογοτεχνία μετά από ένα μεγάλο διάστημα έρευνας για ένα non fiction βιβλίο που ευελπιστώ να εκδοθεί εν ευθέτω χρόνω. Είχα τρεις-τέσσερις ιδέες κατά νου, μικρής και μεγάλης φόρμας, κρατούσα χαοτικά σημειώσεις για όλες -ακόμη το κάνω για τις εναπομείνασες- και περίμενα να δω πού θα κάτσει η μπίλια για να το πάρω απόφαση.
– Και έκατσε.
Έκατσε, λοιπόν, στα διηγήματα του «Ένα για τον δρόμο» – όλα τους προφανώς αυτοτελή, γραμμένα επί τούτου για αυτή τη συλλογή (δεν πρόκειται δηλαδή για ανθολόγηση προϋπάρχοντος υλικού), με εντελώς διαφορετικούς ήρωες το καθένα από τα υπόλοιπα, φυσικά και εντελώς διαφορετική υπόθεση, παρ’ όλα αυτά όμως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω ακούσει μέχρι σήμερα για το βιβλίο είναι ότι αν δεν υπήρχε η λέξη «Διηγήματα» στο εξώφυλλο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Δεν το νομίζω αλλά δεν μου πέφτει και λόγος.
– Γιατί ο πυρήνας τους είναι ένα μπαρ του κέντρου της Αθήνας και μάλιστα στέκι της παλαί ποτέ ένδοξης lifestyle δημοσιογραφίας;
Ένα μπαρ που στο βιβλίο δεν ονοματίζεται -οπότε πού ξέρεις ότι είναι στέκι της πάλαι ποτέ ένδοξης lifestyle δημοσιογραφίας;- γιατί υπάρχει (όπου θέλει ο καθένας, εγώ επιλέγω το κέντρο της Αθήνας) αλλά και δεν υπάρχει. Δεν νομίζω δηλαδή ότι έχουν τόση σημασία το μπαρ και το ακριβές γεωγραφικό του στίγμα. Σημασία τουλάχιστον για μένα όσο καιρό έγραφα αυτό το βιβλίο είχε το μπαρ να λειτουργήσει κατά κύριο αν όχι μοναδικό λόγο ως εύρημα που εξυπηρετεί τον πηγαίο μου ψυχαναγκασμό της αναζήτησης πλαισίου. Σε κάποια από τα διηγήματα μάλιστα το μπαρ είναι σχεδόν άφαντο, η δράση εντός του περιορίζεται σε μια-δυο προτάσεις. Γενικά σε αυτά τα διηγήματα δεν υπάρχουν σαφείς χωροχρονικοί προσδιορισμοί, αναφορές σε μείζονος σημασίας κοινωνικοπολιτικά γεγονότα κλπ, γιατί ήθελα εξαρχής να είναι στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό άχωρο και άχρονο το βιβλίο, στραμμένο προς τα μέσα των ηρώων -όχι προς ό,τι συμβαίνει γύρω τους- που ψάχνουν το νόημα της ζωής. Όλοι αυτό ψάχνουμε, θα μου πεις, ακόμα κι αν δεν είμαστε όλοι σίγουροι ότι υπάρχει.
– Δεν είναι λίγο κουραστικό να περιφέρεσαι στα ίδια στέκια; Πως γνώρισες το Galaxy και γιατί δεν αναφέρεται ως όνομα ποτέ;
Τι να σου πω, εμένα μου φαίνονται ελαφρώς ανερμάτιστοι όσοι δεν έχουν στέκια, είμαι αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντί τους. Ανέκαθεν έτσι έβλεπα τα πράγματα -από μικρό δηλαδή με γοήτευε το να χρίσεις στέκι σου ένα μπαρ, να το τιμάς και να σε τιμάει, να θες να επιστρέφεις διαρκώς εκεί έχοντας την ψευδαίσθηση ότι πουθενά αλλού δεν θα σου συμβεί κάτι πιο συναρπαστικό- και τώρα περισσότερο από ποτέ γιατί, όπως ξέρεις καλά, μεγαλώνοντας βγαίνεις έξω τα βράδια ολοένα και πιο επιλεκτικά. Η πλάκα είναι ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί το σώμα δεν αντέχει όσο παλιά, αλλά και γιατί η ψυχή δεν πολυθέλει. Τέλος πάντων, αυτό είναι άλλο θέμα. Όσον αφορά το Galaxy, επειδή σε βλέπω ότι λυσσάς, πήγα πρώτη φορά πριν από 20 και βάλε χρόνια. Γιατί όμως να αναφερθεί στο βιβλίο; Δεν τα είπαμε αυτά;
– Είναι κάποιους είδους ρέκβιεμ για τα στέκια που αργοπεθαίνουν από το gentrification ή καταλήγουν hot spot για hipsters;
Γράφοντας δεν είχα κάτι τέτοιο κατά νου αλλά δεν τραβάω και ζόρι αν εκληφθεί έτσι. Σύμφωνα με μια θεωρία πάντως, την οποία ανάλογα με το αν έχω κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ ασπάζομαι περιστασιακά, τα στέκια δεν χαλάνε από τον κόσμο που αυξάνεται αλλά από τους ιδιοκτήτες τους που «θολώνουν». Ενώ σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, την οποία ασπάζομαι από πείσμα γιατί δεν την παλεύω με κάτι σαχλοκούδουνους που το παίζουν κλειδοκράτορες της αυθεντικής «αθηναιολογίας» ενώ είναι άσχετοι, ακούνε μουσική από το YouTube, δεν έχουν μισό δίσκο σπίτι τους (και όχι γιατί δεν έχουν λεφτά να αγοράσουν), αμφιβάλλω δε αν έχουν και πέντε-δέκα βιβλία της προκοπής, οι μεγαλύτεροι χίπστερς είναι αυτοί που κράζουν διαρκώς τους χίπστερς. Δηλαδή τι; Να ενοχληθώ που στο στέκι μου θα δω και πέντε-έξι πιτσιρικάδες (όπως ήμουν όταν ξεκινούσα να πηγαίνω εκεί) ή πέντε-έξι τουρίστες (όπως είμαι όταν ταξιδεύω και ψάχνω τα «σωστά μπαρ») παραπάνω; Τόση μίρλα πια;
– Πολύ μινιμαλιστικά τα διηγήματα αυτή τη φορά. Πώς σου ήρθε;
Αυτή ναι, ήταν μια συνειδητή απόφαση εξαρχής. Ήθελα να δοκιμαστώ σε μια γλώσσα πολύ πιο απογυμνωμένη από των προηγούμενων δύο βιβλίων, χωρίς μακροπερίοδο λόγο κλπ, μια γλώσσα στακάτη, εμπροσθοβαρή, ελλειπτική, της διπλανής πόρτας που λένε, τουλάχιστον όπως την έχω εγώ τη διπλανή πόρτα στο μυαλό μου, μια γλώσσα που να σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι δεν έχει «λογοτεχνικές αρετές» – κάτι που κατά τη γνώμη μου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες, χωρίς εισαγωγικά.
– Και μάλλον λίγο απαισιόδοξα, χωρισμοί, αποχαιρετισμοί, θάνατοι;
Έχει και αιώνιο, αγιάτρευτο έρωτα το μενού, όπως επίσης και σεξ τόσο καλό που λες ότι αποκλείεται να επαναληφθεί ακόμη και από τα δύο ίδια άτομα υπό τις ίδιες συνθήκες, αλλά τελικά επαναλαμβάνεται. Ίσως όμως να έχεις δίκιο και να υπάρχει γενικά μια ροπή προς το μπουρλότο. Η πλάκα είναι ότι έγραψα το βιβλίο όντας σε προσωπικό επίπεδο πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Μάλλον έχει να κάνει με αυτό που είπε κάποτε ο Τζέιμς Μπόλντουιν στο Paris Review: «Νομίζω ότι ένας άνθρωπος γύρω στην ηλικία των 40 αντιλαμβάνεται ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει. Το βλέπεις να έρχεται. Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις όταν είσαι 30, ακόμη λιγότερο στα 25. Μένεις άναυδος από την ίδια σου τη θνητότητα, από το ότι είναι μάλλον απίθανο να ζήσεις άλλα 40 χρόνια». Σήμερα είμαι 45.
– Το τόσο αγαπημένο σου ροκ εν ρολ γιατί λείπει ή τέλος πάντων δεν διακρίνεται; Και χωρίς πλάκα τι διάβαζες και τι άκουγες όταν το έγραφες;
Όντως, νομίζω ότι μόνο ένα ιερό τζαζ τέρας αναφέρεται στο βιβλίο. Νομίζω ότι η κριτική σου για το πρώτο μου βιβλίο ξεκινούσε με μια φράση που αποδίδεται (και) στον Μπάροουζ: Γράψε αυτό που ξέρεις, αυτό που έχεις ζήσει. Αυτή τη φορά ήθελα να γράψω μόνο αυτά που ξέρουν και έχουν ζήσει οι ήρωες των συγκεκριμένων ιστοριών μυθοπλασίας. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες έχω την αίσθηση ότι ακούνε μπόλικο rock ’n’ roll, απλά όχι στις φέτες της ζωής τους που σερβίρω σε αυτά τα 18 διηγήματα. Κατά τα άλλα αν θυμάμαι καλά εκείνη την περίοδο διάβαζα για διασκέδαση (όχι δηλαδή για να προετοιμαστώ εν όψει συνεντεύξεων με τους συγγραφείς κλπ) Ροθ, Γουάιτχεντ, Κάρβερ, Ρόμπινσον, Σουρούνη, Μακάρθι και Παμούκ. Όσον αφορά τη μουσική, τις ώρες που γράφω δεν ακούω ποτέ τίποτα, θέλω απόλυτη ησυχία. Γενικά όμως τα τελευταία χρόνια ακούω πολύ Σπρίνγκστιν και σαξόφωνα.
– Γράφεις για ένα μπαρ, για τους θαμώνες, για το κέντρο, για την Αθήνα, για το τελευταίο ποτήρι, για τί; Ποιος είναι ο συνεκτικός δεσμός;
Για μένα γράφω. Για να διαχειριστώ τα ζητήματα που με απασχολούν στη ζωή μου. Κοινώς γράφω ιστορίες μυθοπλασίας όχι για να εκθέσω άλλους αλλά ξέροντας ότι αναπόφευκτα θα εκτεθώ εγώ.
– Το αλκοόλ -και άλλες ουσίες– αλλά κυρίως το αλκοόλ γιατί πρωταγωνιστεί;
Σου έλεγα πριν ότι σε κάποια από τα διηγήματα το μπαρ είναι σχεδόν άφαντο, η δράση εντός του περιορίζεται σε μια-δυο προτάσεις, έστω κι έτσι όμως είναι πάντα, ακόμη κι ελάχιστα υπαρκτό. Ε, στο μπαρ θα πιεις, τι άλλο θα κάνεις; Θα ανοίξεις το λάπτοπ για να κάνεις zoom; Εγώ τουλάχιστον αυτό κάνω, πίνω. Αυτό κάνουν και οι ήρωές μου καθώς απευθύνονται πρώτα και κύρια στον εαυτό τους – αυτόν που ξεχνούν ότι έχουν ήδη χάσει προ πολλού, αυτόν που στην πραγματικότητα τους βρίσκεται εύκαιρος μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού, αυτόν που δεν ξέρουν ότι θα συναντήσουν το πρωί της επομένης στον καθρέφτη.
– Μάλλον λίγα τα διηγήματα, είχες κι άλλα και τα άφησες απ’ έξω;
Κάτσε ντε, 18 είναι, δεν τα λες και λίγα, αλλά ναι στην αρχή πίστευα ότι θα γράψω περισσότερα. Όπως όμως παγιώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου η ιδέα, η φόρμα, το ύφος κλπ, εξίσου ξαφνικά κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ούτε ήθελα ούτε έπρεπε να γράψω άλλο. Για να μη μπω μάλιστα σε δεύτερες σκέψεις και καταλήξω να πρήζω τη γυναίκα μου με την αναποφασιστικότητα μου, έσβησα ακόμη και τις σημειώσεις.
– Ποιο είναι το ιδανικό μπαρ για σένα;
Αν εννοείς τις τεχνικές προδιαγραφές, εξυπακούονται τα καθαρά ποτά και τα τελευταία χρόνια που δεν ξενυχτάω γιατί κάθε μέρα ξυπνάω στις 6:30 για να κάνω ραδιόφωνο, η μουσική να μην είναι εκκωφαντική – ναι, έχω φτάσει στο στάδιο ζωής που δεν έχω καν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη μουσική πέρα από το να μην είναι ξέρω ’γω έντεχνες και λοιπές μαλακίες. Βοηθάει και τα ποτά να μην σερβίρονται ξεροσφύρι. Θα μου πεις και ποιος δεν τα θέλει όλα αυτά, σιγά τι σου είπα. Θα στο κάνω ακόμη καλύτερο και πιο συναρπαστικό λέγοντας σου ότι στο ιδανικό μπαρ πρέπει πολύ απλά να νιώσω σαν στο σπίτι μου για να το κάνω μετά στέκι μου. Συμβαίνει πολύ σπάνια. Δηλαδή τελευταία φορά μου συνέβη πριν από μερικά χρόνια με ένα καταπληκτικό μπαρ στα Εξάρχεια, το καλύτερο κατά τη γνώμη μου που έχει ανοίξει την τελευταία δεκαετία στην Αθήνα – άσε, το φέρω βαρέως που δεν το επισκέπτομαι συχνά.
Πώς νιώθεις όταν γράφεις λογοτεχνία και μάλιστα διηγήματα ξέροντας ότι ελάχιστοι διαβάζουν πια; Σαν τον Σίσυφο, κάνεις μία ανώφελη προσπάθεια;
Πρόσφατα κάτι έλεγα στην εκπομπή για τα αποκαρδιωτικά στοιχεία περί φιλαναγνωσίας στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο εκδίδονται ολοένα και περισσότερα βιβλία, λογοτεχνίας και μη. Πετάχτηκαν λοιπόν μερικά «Ορκ» και άρχισαν να στέλνουν υβριστικά μηνύματα του στιλ «ναι ρε μαλάκα, άντε γαμήσου, δεν διαβάζουμε ούτε λέξη ποτέ, στ’ αρχίδια μας τα βιβλία, τραβάς κάνα ζόρι;». Προς στιγμή σοκαρίστηκα, ευτυχώς συνήλθα γρήγορα. Καλοί μαλάκες είστε, σκέφτηκα, τι κρίμα που γεννοβολάτε. Πέρα από την πλάκα, όπως έγραφα σε ένα πρόσφατο ρεπορτάζ μου στο NEWS 24/7, τα διηγήματα ανέκαθεν πουλούσαν λιγότερο από τα μυθιστορήματα σε όλο τον πλανήτη. Σε μια παλιά της συνέντευξη, μάλιστα, η εκλιπούσα νομπελίστα Άλις Μονρό, χαριτολογώντας έλεγε ότι θα είχε προλάβει να πλουτίσει βαθιά αν στην πολυδεκαετή συγγραφική της καριέρα των αναρίθμητων περγαμηνών και της παγκόσμιας φήμης, είχε προτιμήσει τη μικρή από τη μεγάλη φόρμα για να εκφραστεί λογοτεχνικά.
– Αυτό κι αν ισχύει στην Ελλάδα…
Ειδικά στην Ελλάδα -και σε χώρες ανάλογων ποσοτικών/ποιοτικών χαρακτηριστικών όσον αφορά την αγορά του βιβλίου- σχεδόν κανείς δεν επιλέγει να γράψει λογοτεχνία όχι για να πλουτίσει αλλά ούτε καν για να βιοποριστεί αποκλειστικά από αυτή.
– Γιατί γράφεις, λοιπόν;
Γράφουμε λογοτεχνία για να εκφραστούμε, για να επικοινωνήσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, σε ό,τι με αφορά προσωπικά για να διαχειριστώ τον εαυτό μου την εκάστοτε περίοδο γραφής, κι αν ο δρόμος για να επιτευχθούν αυτά ή η ψευδαίσθησή τους είναι ο ακόμη πιο δύσβατος εμπορικά των λίγων λέξεων, παραγράφων, σελίδων ενός διηγήματος, σε αυτόν θα περπατήσουμε, γιατί άλλος μπροστά μας δεν υπάρχει καν. Με τις υγείες μας.
– Ωραίος ο τίτλος, πως σου ήρθε;
Τον έκλεψα από ένα στέκι.
//Την Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου στις 18.00 ο Θεοδόσης Μίχος θα βρίσκεται στη Κεντρική Σκηνή του 52ου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως. Θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο του και θα απαντήσει στις ερωτήσεις του κοινού.
// Ο Θεοδόσης Μίχος φωτογραφήθηκε στο καφέ-μπαρ «Μπάμπουρας» (Δημοφώντος 43 Πετράλωνα) από τον φωτογράφο Ανδρέα Σιμόπουλο.