«Το ερώτημα αν μοιάζω με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου μου, μάλλον απαντάται θετικά». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

Η Κώμη είναι μια εξορία ουτοπική. Μια αποικία Ελλήνων στο πουθενά. Μια κλειστή κοινότητα υποτιθέμενης αφθονίας αλλά και τρόμου, με ιδρυτές τους Πατέρες. Εκείνο που δίνει ζωή στην κοινότητα, και ταυτόχρονα την αφαιρεί, είναι το «Φυτό». Ο λόγος που ζουν όλοι εκεί, κάτω από ένα βουνό με κόκκινα δέντρα και λυσσασμένα θηρία.

«Κώμη» ονομάζεται το πρώτο μυθιστόρημα του Θοδωρή Πανάγου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη. Παράξενο σαν κάποιο σκοτεινό σήριαλ της TV που σου κρατάει το ενδιαφέρον τεταμένο για το τί μπορεί να συμβεί. Αλληγορικό, ώστε να νιώθεις ότι όσα αρχέγονα και ακατανόητα περιγράφει, σε αφορούν με έναν τρόπο αταβιστικό.

Σε αυτή την παγερή και μυστηριώδη επικράτεια δεν υπάρχουν ονόματα παρα μόνον ιδιότητες. Όπως ο σεπτός Κοινοτάρχης, ιδρυτικός Πατέρας του τόπου που πεθαίνει, βάζοντας σε κίνηση την πλοκή του έργου. Όπως ο γιος του Κοινοτάρχη και πρωταγωνιστής, που επιστρέφει στην Κώμη για την κηδεία και ενδεχομένως για να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο.

Όσοι ακολουθείτε τον συγγραφέα στο Facebook και έχετε «εθιστεί» όχι στο Φυτό της Κώμης αλλά στην ντελιριακή περσόνα του Πανάγου που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στην καθημερινότητα της Ελλάδας, ίσως απογοητευτείτε: Το μυθιστόρημα αυτό δεν προσφέρεται για γέλιο, ούτε για σχολιασμό της επικαιρότητας. Είναι εκτός ορισμένου τόπου και χρόνου και σε βάζει περισσότερο σε έναν ενδοσκοπικό, ενίοτε μελαγχολικό στοχασμό, παρά σε κατάσταση ευθυμίας, (χωρίς πάντως να απουσιάζει ένα πολύ λεπτό, υποδόριο χιούμορ).

Εν τέλει το βιβλίο αυτό είναι δύσκολο να περιγραφεί και πιο δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας του, μια μορφή που μπορεί να μοιάζει ελαφρώς δαιμονική αλλά κρύβει έναν ευαίσθητο και ευγενή λογοτέχνη. Στην πρώτη του συνέντευξη για την Κώμη, μίλησε στο Andro για τις αφετηρίες που οδήγησαν στο βιβλίο, την επίδραση των social media, και το δικό του νόημα σε αυτή τη ζωή.

«Θεωρώ πραγματικά τυχερούς όσους ονειρεύονται να γίνουν κάτι συγκεκριμένο σταθερά, το επιδιώκουν, το πετυχαίνουν».

«Κάποτε, ίσως στα 7 μου, ήθελα να γίνω αστροναύτης». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Μεγαλώσατε στο Ζεφύρι Αττικής. Τι σχέση έχει η φανταστική «Κώμη» του βιβλίου σας με το Ζεφύρι;

Έχει μικρές σχέσεις, σχεδόν ανύπαρχτες. Δεν ήταν στις προθέσεις μου κάποιος παραλληλισμός, ή ομοιότητα.

– Κι ακόμα, τι σχέση έχει ο Κοινοτάρχης του βιβλίου με τον πατέρα σας και εσείς με τον πρωταγωνιστή;

Η σχέση του ήρωα με τον Κοινοτάρχη, μοιάζει αρκετά με τις σχέσεις της γενιάς μας με την γενιά των γονέων μας, και παράλληλα θεωρώ ότι κρατάει πολλά στοιχεία από ότι φαντάζομαι ως αρχέτυπο της σχέσης πατέρα-γιου. Επιπρόσθετα ο πατέρας μου είχε διατελέσει Δήμαρχος σε κοντινή περιοχή, αλλά το θεωρώ ένα ξεκομμένο στοιχείο ομοιότητας. Το ερώτημα αν μοιάζω με τον πρωταγωνιστή μάλλον απαντάται θετικά, αλλά σίγουρα μπλέκεται πολύ με το θεωρητικό ερώτημα της σχέσης δημιουργού-δημιουργήματος στην λογοτεχνία.

– Πιτσιρικάς τι δουλειά φανταζόσασταν ότι θα κάνετε μεγαλώνοντας; Ποιο ήταν το πιο τρελό σας όνειρο;

Κάποτε, ίσως στα 7 μου, είχα απαντήσει σε κάποια ερώτηση ότι θέλω να γίνω αστροναύτης, αλλά αυτό πέρασε γρήγορα, και μάλλον όταν εμφανίστηκε το ερώτημα ξανά απαντήθηκε άμεσα, με γνώμονα τις τότε νόρμες αποκατάστασης, της κοινωνίας, και της οικογένειας μου. Θεωρώ πραγματικά τυχερούς όσους ονειρεύονται να γίνουν κάτι συγκεκριμένο σταθερά, το επιδιώκουν, το πετυχαίνουν, και νιώθουν τελικά την ικανοποίηση που περίμεναν να νιώθουν αρχικά.

«Με απασχολεί πάρα πολύ πιο έντονα το μέλλον, και κυρίως το παρόν, σπάνια νοσταλγώ κάτι από το παρελθόν». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Νοσταλγείτε ή μετανιώνετε για κάτι από το παρελθόν σας;

Με απασχολεί πάρα πολύ πιο έντονα το μέλλον, και κυρίως το παρόν, σπάνια νοσταλγώ κάτι από το παρελθόν, σπάνια με κατηγορώ για οτιδήποτε παρελθοντικό, και σπάνια δεν με συγχωρώ για περασμένα λάθη. Έχουν γίνει, και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, άρα υπό αυτήν την έννοια δύσκολα βρίσκει θέση η έννοια της μετάνοιας, και σίγουρα όχι χωρίς την αισιοδοξία ότι θα κάνω λιγότερα λάθη στο μέλλον.

«Το σημερινό Ζεφύρι είναι κατά τα δύο τρίτα του ένα κανονικό προάστιο και κατά το ένα τρίτο του γκέτο, τόπος ανομίας».

– Υπάρχει μια συνήχηση της Κώμης με την κομμούνα. Εντοπίζονται και ιδεολογικοί παραλληλισμοί ανάμεσα στην παγερή πλατωνική πολιτεία της Κώμης και σε άλλα ουτοπικά συστήματα όπως του κομμουνισμού;

Δεν είχα εντοπίσει την συνήχηση πριν την αναφέρετε, αλλά θα φανταζόμουν δύσκολα αναλογίες και παραλληλισμούς με τον κομμουνισμό, διότι υπάρχει συγκεκριμένη ατελείωτη αφθονία στην Κώμη, μαζί με τρόμο. Αυτό που προεξέχει ίσως είναι ότι ο ίδιος ο τρόμος είναι μεγαλύτερο εμπόδιο, πιο δύσκολος αντίπαλος τελικά, από την μη αφθονία ή την ανέχεια, τουλάχιστον για τον ήρωα του βιβλίου.

– Μήπως το παραισθησιογόνο «Φυτό» από το οποίο εξαρτάται όλο το σύστημα της Κώμης είναι μια αλληγορία για τις μεσσιανικές ιδεολογίες;

Η χρήση του Φυτού ίσως είναι μια αλληγορία για το σπάνιο, επιθυμητό και πολύτιμο, της θεϊκής αίσθησης στους ανθρώπους. Μάλλον ο εκάστοτε χρήστης δεν είναι θιασώτης κάποιας μεσσιανικής ιδεολογίας. Βιώνει ότι είναι ο ίδιος ο Μεσσίας, και αυτό είναι κάτι διαφορετικό.

– Ποια είναι σήμερα η κατάσταση στο Ζεφύρι; Δώστε μας ένα μέτρο των κινδύνων αλλά και της ανθρωπιάς του τόπου αυτού.

Το σημερινό Ζεφύρι είναι κατά τα δύο τρίτα του ένα ήσυχο, μεσαίο, κανονικό προάστιο, με χαρακτηριστικά γειτονιάς, και κατά το ένα τρίτο του γκέτο, τόπος ανομίας, άβατο για την αστυνομία, ένα επικίνδυνο μέρος. Οι δύο πτυχές περιπλέκονται ενίοτε, και υπάρχουν σημεία που έχουν μεικτά χαρακτηριστικά. Ζώντας στο πρώτο κομμάτι, όπως εγώ, δύνασαι να νιώθεις κίνδυνο, αλλά δεν έχω καταλήξει αν διατρέχεις όντως περισσότερο κίνδυνο από ένα άλλο προάστιο, ή απλά νιώθεις ότι διατρέχεις. Είναι ένα υποφερτό, ανθρώπινο μέρος να ζεις, αλλά ελπίζω να αντέχουν το ίδιο οι άνθρωποι που κατοικούν στα κάπως πιο δύσκολα κομμάτια του.

Το μυθιστόρημα του Θοδωρή Πανάγου «Η Κώμη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

– Το γράψιμο σας διαπνέεται από μια ήρεμη βεβαιότητα και ταυτόχρονα είναι ελλειπτικό και φευγαλέο. Σχεδόν σε κάθε φράση συνυπάρχουν φαινομενικά αντίθετες έννοιες. Το κάνετε με υπονομευτική διάθεση, παίζετε με τον αναγνώστη, ή όντως έτσι σκέφτεστε ως άνθρωπος;

Σε γενικές γραμμές η λογοτεχνία μου αντιπροσωπεύει σχεδόν ακέραια το πώς σκέφτομαι ως άνθρωπος. Ελάχιστα τα βίωσα γράφοντας το βιβλίο ως παιχνίδισμα, ή κάποιου είδους στιλιζάρισμα με σκοπό να εντυπωσιάσουν, να μπερδέψουν ή κάτι τέτοιο.

«Η λεπτότητα της λέξης σχεδόν, και η ένταση της λέξη εντελώς, εξυπηρετούν ακέραια αυτό που θέλω να εκφραστεί νοηματικά».

– Εν τέλει μοιάζετε να έχετε επινοήσει μια δίκη σας γλώσσα. Πόσο σημαντικό είναι για τον αναγνώστη να «σκεφτεί» κι αυτός στη γλώσσα σας;

Δεν γνωρίζω πόσο σημαντικό είναι, αλλά έχω την εντύπωση ότι τελικά ο αναγνώστης κρατάει σίγουρα κάτι από την προσέγγιση, από την οπτική, από το ύφος, και την γλώσσα, το κατανοεί γρήγορα, και ίσως ενστερνίζεται την συλλογιστική λίγο παραπάνω, μετά την ανάγνωση. Κρατάει κάτι, και γίνεται δικό του, καθίσταται κοινωνός των ίδιων τρόπων να αντέχεις.

– Και στο Facebook έχετε ανακαλύψει έναν νέο τρόπο έκφρασης. Τελικά όλα όσα γράφετε είναι ασκήσεις στο επίπεδο της γλώσσας;

Θα έλεγα ότι είναι μάλλον ακριβώς το αντίθετο. Είναι μια σαφής περιγραφή σκέψεων, που γίνεται εφικτή με την γλώσσα, και πιθανολογώ μάλιστα ότι δεν θα ήταν εφικτή με διαφορετική γλώσσα. Αν η γλώσσα φαίνεται νέα, δική μου, το πιθανότερο είναι ότι τελικά προεξέχει το γεγονός ότι η σκέψη είναι νέα, δική μου, πρωτότυπη, ή κάτι κοντινό με αυτές τις λέξεις.

– Γιατί μοιάζετε να αγαπάτε τόσο πολύ την λέξη «εντελώς»; Γιατί μεταχειρίζεστε τη λέξη «σχεδόν» φαινομενικά επιπόλαια βάζοντας τη παντού; Υπάρχουν λέξεις που έχουν πολλαπλά μηνύματα για εσάς ακόμα και αν δεν τις αντιλαμβάνεται έτσι ο αναγνώστης;

Η λεπτότητα του σχεδόν, και η ένταση του εντελώς, θεωρώ ότι εξυπηρετούν ακέραια αυτό που θέλω να εκφραστεί νοηματικά και περιεχομενικά. Όταν ο ήρωας έχει αμφιβολίες, ή μη σιγουριά για κάτι, λέει ότι είναι σχεδόν έτσι τα πράγματα. Όταν αντίθετα είναι σίγουρος δύναται να το υπερτονίσει με την χρήση του εντελώς. Μάλλον τελικά είναι ζήτημα μοναδικών μηνυμάτων, και όχι πολλαπλών.

«Ο ήρωας μου διεκδικεί ελευθερία για τον εαυτό του, και χαρά, και την δυνατότητα να ορίζει την ζωή του».

– Το δίπολο ζέστη – κρύο είναι πανταχού παρόν στην αφήγηση σας. Το κρύο κυρίως ως εξωγενής παράγοντας και η ζεστασιά σαν ένας σκοπός συναισθηματικής πλησμονής. Είναι σχεδόν σαν παιδικό απωθημένο.

Αισθάνομαι το φυσικό ψύχος ως ιδιαίτερα άσχημη συνθήκη για τις ζωές μας, σε όλες τις εποχές και όλους τους κόσμους. Και η ακύρωση του μέσω της ζέστης, ή της ζεστασιάς είναι μια από τις γνήσια γλυκές αισθήσεις που μπορεί να ζήσουμε, ψυχοσωματικά, και συνολικά. Στα πλαίσια αυτά, νομίζω ότι και ο ήρωας αισθάνεται τους δύο όρους με τον ίδιο τρόπο, ως ένα δίπολο γλυκιάς ζωής και αγριότητας. Ομορφιάς και κακουχίας.

– Έχετε έναν αποστασιοποιημένο τρόπο να περιγράφετε τα πράγματα σα να διαβάζετε ένα ιατρικό ανακοινωθέν για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του πρωταγωνιστή σας, αλλά σε πρώτο πρόσωπο. Είναι κάπως ψυχαναλυτικό όλο αυτό;

Δεν γνωρίζω πολλά για την ψυχαναλυτική διαδικασία, τις νόρμες της, τις στοχεύσεις, και την πρακτική της, για να μπορούσα να εκτιμήσω τις ομοιότητες. Πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο ήρωας διηγείται με χρονική απόσταση από τα γεγονότα, δεν τα ζει σε ίδιο χρόνο, είναι σε ένα άλλο ψυχικό σημείο όταν αρχίζει την αφήγηση. Είναι απομακρυσμένος από την επιτακτικότητα της εκάστοτε στιγμής.

«Είμαι αρκετά τυχερός, στο επίπεδο που μπορώ μέρα με την μέρα να έχω την λιγότερη δυνατή λύπη». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Συχνά «ξοδεύετε» πολλές περίπου ισοδύναμες λέξεις για να πείτε κάτι σχετικά απλό. Τολμώ να πω ότι είναι λίγο κουραστικό. Σκεφτήκατε καθόλου ότι μακρηγορείτε;

Θα διαφωνούσα σε αρκετά επίπεδα με την έννοια «ξόδεμα» των λέξεων, μιας και ο πρωταρχικός γνώμονας του να εκφράσεις με λεπτότητα αυτό που επιθυμείς νιώθω ότι πάρα πολλές φορές εξυπηρετείται ακριβώς με αυτό: με μια κάπως μακρήγορη, πιο αναλυτική λεκτική καταγραφή πραγμάτων, γεγονότων, εννοιών, που απομακρύνεται όσο μπορεί, τελικά, από το περίπου, Στέκει αυθύπαρκτη, εννοιακά, και μοναδική. Ελπίζω και εύχομαι να μην κουράζει, και σίγουρα δεν κουράζει εμένα τον ίδιο.

– Ελεύθερος άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ο «απαλλαγμένος από εξωτερικές συνθήκες», που «ζει πλήρως μόνο μέσα στο μυαλό του», και «ελεύθερος από ελπίδες», όπως ο ήρωας σας;

Ο ήρωας μου διεκδικεί ελευθερία για τον εαυτό του, και χαρά, και την δυνατότητα να ορίζει την ζωή του, με αυτούς τους όρους που αναφέρετε, και τελικά είναι ελεύθερος. Δεν θα μπορούσα να πω ότι είναι ο μόνος τρόπος να είναι ελεύθερος κάποιος, ελπίζω να υπάρχουν πολλαπλές οδοί προς αυτή την ομορφιά, χωρίς να μπορώ να ξέρω τελικά, με σιγουριά.

«Φοβάμαι λίγα, για λίγο, και λυπάμαι για λίγα, για λίγο».

– Στην Κώμη οι άνθρωποι δεν μιλούν πολύ, δεν ψάχνονται, υπάρχουν σταθερές αξίες. Πιστεύετε ότι στην δική μας κοινωνία επικοινωνούμε για τα πάντα και αυτό μας εμποδίζει να βλέπουμε καθαρά;

Η επικοινωνία είναι χρήσιμη, καλή έννοια, σε γενικό επίπεδο. Η πολλή επικοινωνία κρίνω ότι είναι θετική πτυχή μιας κοινωνίας, από μόνη της. Είναι ευχής έργον να συνοδεύεται από πολλή σκέψη, πάντα, και πολλή παρατήρηση, λεπτότητα, καλοσύνη, απουσία αγκυλώσεων, καλή πίστη.

– Κεντρικό μοτίβο του βιβλίου μοιάζει να είναι ο φόβος. Και με το ξεπέρασμα του φόβου, η θαρραλέα αντίσταση στη λύπη. Εσείς πόσο λυπημένος είστε ως άνθρωπος; Και τι φοβάστε περισσότερο;

Είμαι αρκετά τυχερός, στο επίπεδο που μπορώ μέρα με την μέρα να έχω την λιγότερη δυνατή λύπη, και τον λιγότερο δυνατό φόβο, με καθημερινή προσπάθεια, και με προγραμματική στόχευση προς την αποφυγή και των δύο συναισθημάτων. Τελικά φοβάμαι λίγα, για λίγο, και λυπάμαι για λίγα, για λίγο, αλλά σίγουρα δεν ήταν έτσι τα πράγματα στην ζωή μου πάντοτε, για μεγάλα διαστήματα και μέχρι κάποιο σημείο υπήρχε έντονος φόβος, και πολλή λύπη.

«Έχω μια υποψία ότι είμαι ένας εξαιρετικός κύριος, τελικά». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Έχετε νιώσει αληθινά ευτυχής; Τι είναι η ευτυχία;

Υποθέτω ότι ένας τόσο φορτισμένος, άρα και θολός όρος, περιγράφεται στα πεπερασμένα πλαίσια μια συνέντευξης με μεγάλη δυσκολία, και αρκετή απροσδιοριστία. Δηλώνω σχετική άγνοια και για τις δύο ερωτήσεις, και θεωρώ ότι η άγνοια αυτή χαρακτηρίζει σχεδόν καθολικά τους ανθρώπους που δυνητικά θα ερωτούνταν.

– Πιστεύετε ότι είστε ένας καλός άνθρωπος; Ποιες είναι οι μεγάλες σας αδυναμίες;

Έχω μια υποψία ότι είμαι ένας εξαιρετικός κύριος, τελικά, αλλά όλο αυτό κλονίζεται αρκετά συχνά από την πραγματικότητα, και σίγουρα αυτή είναι θεμελιώδης αδυναμία, πολλών, και δικιά μου. Δεν θα εντόπιζα πολλές άλλες, αλλά πάντα χάσκει η πιθανότητα να εντόπιζα τις αδυναμίες όντως, αλλά να μην τις μοιραζόμουν σε ένα δημόσιο κείμενο.

«Πιστεύω ακέραια στην δύναμη των γραπτών λέξεων να περιγράφουν, να κατασκευάζουν, να μαγεύουν, να πείθουν, και να διακονούν οτιδήποτε στον κόσμο».

– Παρότι συνεχίζουν και βγαίνουν πολλά βιβλία, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι τηλεοπτικές σειρές είναι η «λογοτεχνία» της εποχής. Πιστεύετε ακόμα στη δύναμη των γραπτών λέξεων να πλάθουν στέρεους και μαγικούς κόσμους;

Πιστεύω ακέραια στην δύναμη των γραπτών λέξεων να περιγράφουν, να κατασκευάζουν, να μαγεύουν, να πείθουν, και να διακονούν οτιδήποτε στον κόσμο. Παράλληλα δεν ξεχνώ ότι μια τηλεοπτική σειρά είναι μετέπειτα στάδιο ενός κειμένου, τελικά, και μάλιστα λογοτεχνικού, όπως και να έχει.

– Η Κώμη έχει και κάποια χαρακτηριστικά σκοτεινής και αινιγματικής σειράς όπως αυτές που είναι της μόδας στην TV (παρότι είναι πολύ πιο στοχαστική). Θα θέλατε να γράψετε ένα σενάριο;

Νομίζω ότι στην παρούσα φάση με εξυπηρετεί εκφραστικά πλήρως το μυθιστόρημα ως πλαίσιο, είδος, και φορμάτ. Θα ένιωθα αρκετά περιορισμένος με την φόρμα του σεναρίου, και δεν θα επιθυμούσα κάτι τέτοιο, χωρίς να σημαίνει τίποτα αυτό για μελλοντικές επιθυμίες, ή τροπές.

«Έχω αγαπημένους συγγραφείς όπως ο William Gibson και ο Philip Dick, αλλά δεν έχω επηρεαστεί από αυτούς». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Υπάρχουν σκηνοθέτες που σας έχουν επηρεάσει; Άλλοι συγγραφείς;

Εκ πρώτης δεν διακρίνω συνειδητά επιρροές από άλλους συγγραφείς, πόσω μάλλον από σκηνοθέτες, αλλά καταλαβαίνω στιβαρά ότι έχουν υπάρξει στην ιστορία εξαιρετικά, πανέμορφα πράγματα, από πλήθος συγγραφέων, και από πολλούς σκηνοθέτες, με τα οποία ενίοτε ήρθα σε επαφή, και εκτός από την καθαρή απόλαυση που χάρισαν και χαρίζουν, θα μπορούσαν να με έχουν όντως επηρεάσει. Πάντως έχω αγαπημένους συγγραφείς, όπως ο William Gibson, και ο Philip Dick, αλλά νομίζω ότι προσεγγίζουν την γραφή εντελώς διαφορετικά, τελικά, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν έχω επηρεαστεί από αυτούς.

«Στα σόσιαλ μήντια, όσο και να θέλεις να υποδυθείς έναν ρόλο, γίνεσαι αρκετά πιο διάφανος απ’ ότι σε μια αποσπασματική γνωριμία στην κανονική ζωή».

– Είστε ένας ντελιριακός σχολιαστής της επικαιρότητας στα σόσιαλ μίντια, μια καλτ μορφή. Πόσο είστε εσείς η περσόνα αυτή και πόσο κατασκευασμένη είναι;

Δεν μπορώ να ξέρω τι μπορεί να σχηματοποιεί κάποιος ως περσόνα στην παρουσία μου όταν με παρατηρεί από μακριά, δεν νομίζω ότι λειτουργώ κατασκευαστικά στην παρουσία μου στα σόσιαλ μίντια, και η ταυτολογία του «εγώ είμαι εγώ» μου μοιάζει αδήριτη, τελικά. Θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ερωτηθούν οι δεκάδες άνθρωποι που με γνώρισαν τελικά από κοντά, έχοντας αρχικά μόνο την εικόνα της όποιας περσόνας.

– Γίνεται τελευταία μια κουβέντα για κατασκευασμένες διαδικτυακές περσόνες με αφορμή την αποδημία ενός τέτοιου εντελώς πλαστού προφίλ. Όμως τελικά δεν υποδυόμαστε όλοι μας έναν ρόλο στα σόσιαλ μίντια;

Η πεποίθηση μου συνολικά για τα σόσιαλ μίντια κινείται μάλλον προς αντίθετα πλαίσια. Οποιοδήποτε προφίλ, ειδικά αν είναι δραστήριο, τελικά μας δίνει μια τόσο συνεκτική εικόνα του πραγματικού ανθρώπου πίσω από το προφίλ, που όσο και να ήθελε να υποδυθεί έναν ρόλο, γίνεται αρκετά πιο διάφανος απ’ ότι θα ήταν για κάποιον σε μια αποσπασματική γνωριμία στην κανονική τους ζωή. Ακόμη και στην περίπτωση του πλαστού προφίλ των ημερών, η πλαστότητα ήταν πολύ πιο εμφανής από όσο θα φανταζόταν κάποιος.

«Το κοντινότερο μου σε φανατισμό τα τελευταία χρόνια, πρέπει να είναι οι οπαδικές μου προτιμήσεις στο ΝΒΑ, υπέρ των Μιλγουόκι Μπακς και των αδερφών Αντετοκούνμπο». (Φωτογραφία: Χριστίνα Δενδρινού).

– Τα σοσιαλ μίντια είναι και αυτά μια «Κώμη», ένας «ου τόπος» όπου μπορείς να νιώσεις «θεός» κοινωνώντας στο «ναρκωτικό» των λάικς αλλά και από όπου μπορείς να εξοριστείς αν παραβείς τους καταστατικούς κανόνες; Μια επικράτεια που όπως η Κώμη θεωρητικά στα προσφέρει όλα, όμως σε υποδουλώνει;

Δεν θα συμφωνούσα με φορτισμένους όρους όπως υποδούλωση, ή θεϊκή αίσθηση μέσω των πολλών λάικ, και ταυτόχρονα, πλέον, τα σόσιαλ μίντια, είναι ένα σημαντικό κομμάτι της πραγματικότητας πολλών ανθρώπων. Θεωρώ άκυρη την αντιπαραβολή των όρων πραγματικότητα-σόσιαλ μίντια, ο πρώτος όρος εμπεριέχει πάντα τον δεύτερο και η σχέση τους είναι πιο περιπεπλεγμένη από τέτοια απλά σχήματα.

«Έχω πάντα την ελπίδα ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, οι σχηματισμοί, έχουν την δυνατότητα να αλλάζουν, να βελτιώνονται, να εξελίσσονται».

-Η μόνιμη επωδός σας στα posts σας που καυτηριάζετε τα κακώς κείμενα στον τόπο μας είναι «δεν μπορούμε να σώσουμε κανέναν». Πιστεύετε ότι ο ελληνικός λαός είναι κάπως άβουλος και αυτοπαγιδευμένος όπως οι άνθρωποι της «Κώμης»; Και ότι δεν εξελισσόμαστε;

Έχω πάντα την ελπίδα ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, οι σχηματισμοί, έχουν την δυνατότητα να αλλάζουν, να βελτιώνονται, να εξελίσσονται. Ακόμη και στην περίπτωση των ανθρώπων της Κώμης η εξέλιξη είναι εμφανής στις σελίδες του βιβλίου, αλλά τελικά δεν είναι αρκετή. Ο Ελληνικός λαός σίγουρα δεν είναι κάτι συνολικό και ενιαίο, με ενιαία χαρακτηριστικά, και επιμέρους κομμάτια πάντα θα μπορούν να μένουν στάσιμα, να βελτιώνονται, ή να χειροτερεύουν. Εύχομαι τα κομμάτια που εξελίσσονται και βελτιώνονται να είναι όλο και μεγαλύτερα.

– Εσείς έχετε φανατιστεί για ιδέες στο παρελθόν; Καλλιτεχνικές, πολιτικές, ποδοσφαιρικές;

Το έχω αποφύγει αρκετά θεωρώ, τον περισσότερο χρόνο. Το κοντινότερο μου σε φανατισμό τα τελευταία χρόνια, πρέπει να είναι οι οπαδικές μου προτιμήσεις στο ΝΒΑ, υπέρ των Μιλγουόκι Μπακς και των αδερφών Αντετοκούνμπο, άρα ίσως τελικά να είναι καλαθοσφαιριστική η ιδέα που δύναται να με φανατίζει.

-Ο φανατισμός που βλέπουμε στα σοσιαλ μίντια είναι θρασυδειλία και μικροεκτόνωση ή είναι πραγματικά τοξικός και επικίνδυνος;

Είναι και οι τέσσερεις έννοιες μαζί, ανά περίπτωση ανθρώπων και ομάδων, αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό ή μαζικό όσο πολλές φορές νομίζουμε, και αυτό φαίνεται να αποδείχτηκε σε χρόνια πολύ πιο έντονου φανατισμού από σήμερα. Είδαμε πιο βίαιες και τοξικές φάσεις των σόσιαλ μίντια, και τις αντέξαμε επαρκώς.

«Με κάνει αισιόδοξο μια τάση εγκατάλειψης των μαγικών και εύκολων λύσεων στη σημερινή Ελλάδα».

-Τι σας κάνει αισιόδοξο και τι απαισιόδοξο με όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες;

Με κάνει αισιόδοξο μια τάση εγκατάλειψης των μαγικών και εύκολων λύσεων, της χαμηλής, γρήγορης, και βίαιης εξήγησης των φαινομένων, ότι ενισχύεται η κοινωνική αυτογνωσία, ότι είναι πλέον πιο ορατά θεμελιώδη λάθη του παρελθόντος, και αυτό είναι βασική προϋπόθεση νέων στοχεύσεων, και σχεδιασμών, και στην συνέχεια υλοποίησης τους για το γενικό καλό. Σπάνια με κάνει κάτι πραγματικά απαισιόδοξο.

-Πως φαντάζεστε την Ελλάδα το 2071;

Ο χρονικός ορίζοντας είναι τόσο μακρύς, και οι αβεβαιότητες τόσο μεγάλες, που πραγματικά δεν θα μπορούσα να απαντήσω τίποτα στην ερώτησή σας. Σίγουρα εύχομαι να ζει, να είναι καλά, να είναι υγιής, να είναι ένα καλό μέρος να υπάρχεις και να ζεις.

-Πώς θα επιθυμούσατε να σας θυμούνται εσάς;

Όταν θα ορίζομαι ως ανάμνηση δεν νομίζω να έχω καμία σχετική επιθυμία, δεν νομίζω ότι θα έχει οποιαδήποτε σημασία, έτσι κι αλλιώς. Το ίδιο, σχεδόν, θα σας απαντούσα και σήμερα. Δεν νομίζω ότι είναι ένα έγκυρο ζητούμενο, τελικά, η όποια υστεροφημία.

 

Διαβάστε ακόμα, Αλβέρτος Ρεβάχ: «Μόνο οι επενδυτές μπορούν να σώσουν τον κόσμο».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top