alexandros-papadiamantis

«Καληνύχτα. Όλα λευκά τα βλέπω απ’ το παράθυρο, χιών βαρεία. Έρχονται πλέον τα λοίσθια! Είναι σκληρός, είναι ασήκωτος για μας ο ντουνιάς ετούτος».

[…] Ω, συγκλονίζομαι. Θωρώ εμπρός μια θαμπή μορφή. Α, τι γυρεύεις εδώ στου μαρτυρίου μου το κρεβάτι, μπρε Γιαννού; Δεν ομιλείς; Ήρθες, φαίνεται, για να με κρίνεις! –Εσύ φταις, το κρίμα όλο δικό σου, Αλέξανδρε. –Είπα να το συλλογιστείς, Γιαννού, δεν είπα να το πράξεις. –Δεν το ψήφισα. Σα να ’μουνα κουρντισμένη γι’ αυτό. Όταν σε ζυγώνουν τόσα βάσανα! Γλίτωσαν τα καημένα τα θηλυκά, δε βαριέσαι. Ζωή με τόσους πόνους δε φελά. Είμαι πλασμένη εγώ να υπηρετώ «ανώτερα πράγματα». «Αλλά σας ερωτώ: έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπο ν’ ανατρέφονται;» –Απερίσκεπτος ήσουν, έπρεπε καλύτερα να τα ζυγίσεις τα πράγματα. –Τι, δεν ήθελες; Α, μπα. Δεν σε πιστεύω. Ανταριάστηκα. Εσύ με έσπρωξες, εσύ μου πήρες τα μυαλά. Το χέρι σου ήταν που κρατούσε το χέρι μου, ανάθεμα, στην κούνια εκεί, στη στέρνα, στο πηγάδι. Αν προλάβαινα, θα έκανα κι άλλα τέτοια, πολλά, πολλά. –Φύγε, Γιαννού, μη με διώκεις. Σε πήρα στο λαιμό μου, ο τάλας εγώ, σ’ έκανα Φόνισσα Φραγκογιαννού κι έτσι θα μείνεις στον αιώνα τον άπαντα, καμένη εσύ, Χαδούλα. Φύγε, φύγε, να λυτρωθώ, ψυχή παραδίνω. Και μη μιλείς, μη βάζεις μαναφούκια και στις άλλες, και σηκωθεί στο πόδι να με κυνηγά καμιά, φερ’ ειπείν, Στρίγκλα μάνα.

1084-korovinhs-aggelokroysma

«Το πεζογράφημα του Θωμά Κοροβίνη»–διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου– «παρακολουθεί όλη τη δοκιμασία του χαροπατημένου και κορυφώνεται δυο νύχτες μετά για να καταλήξει στο ‘’θαύμα’’ τού τέλους αυτού του ανεπανάληπτου θνητού».

Χάνω τη λαλιά μου, σβήνει η ανάσα μου. Αγγελοκρούομαι. Η Κυρατσούλα μου αγγίζει το μέτωπο, το σφουγγά μαλακά μ’ ένα λευκό πεσκίρι. Έπειτα γονατίζει εμπρός μου, προσεύχεται. Κλαίει σιωπηλά. Μη λυπάσαι καθόλου, κόρη μου! Αυτά είναι τα χαΐρια του ανθρώπου. Αφήστε με, ψελλίζω, να αναπαυτώ, και μου φεύγει ένα δάκρυ. Θέλω να μείνω μοναχός μου απόψε. Είναι δύο της νυκτός, λέει η Χαρίκλεια. Μ’ ατενίζουν και οι τέσσερις κι αποχωρούν. Καληνύχτα. Όλα λευκά τα βλέπω απ’ το παράθυρο, χιών βαρεία. Έρχονται πλέον τα λοίσθια! Είναι σκληρός, είναι ασήκωτος για μας ο ντουνιάς ετούτος. Κι εμείς «άχθος αρούρης».

«Ασκ ολσούν τσιβιρινέ. Χαρά σ’ εκείνον που ξέρει να γυρίζει τον κόσμο αυτόν».

Χαιρετώ τον Αρχάγγελο πόχει καθίσει στο προσκέφαλό μου. Παραδίδομαι, Κύριε, τελευτώ. Φέρνω τη δεξιά μου και σφαλνώ τα καπάκια των ομματιών μου, τις εκούρασα τις ομογάλακτες, μην τις βάνω και την υστερνή μου στιγμή, τις βαριόμοιρες, και σε άλλον, περιττόν, έτι κόπον.

//Απόσπασμα (το καταληκτήριο του πεζογραφήματος) από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Το αγγελόκρουσμα – Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου», εκδ. Άγρα, 2012.

 

Διαβάστε ακόμα: Η πολιτική ματιά του Παπαδιαμάντη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top