ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ DON
Στην πρώτη σύσκεψη για την ταινία, πολύ πριν αποφασιστεί ο σκηνοθέτης, ο Μπομπ Έβανς είχε καλέσει τον Αλ Ράντι, τον Πίτερ Μπαρτ, τον Μάριο Πούζο και τον Τζακ Μπάλαρντ – που ήταν ειδικός στο να προϋπολογίζει τις δαπάνες και να κρατάει το λογαριασμό κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Άρχισαν να συζητούν για τη διανομή. «Πρότεινα τον Μάρλον Μπράντο για το ρόλο του “Νονού”. Προσπέρασαν την ιδέα μου με διακριτικότητα, αλλά έμεινα με την εντύπωση ότι η “μετοχή” μου είχε κατρακυλήσει κατά 50 μονάδες», έγραφε ο Πούζο στα απομνημονεύματά του. Εντωμεταξύ, είχε αποφασιστεί ότι το φιλμ θα ήταν σύγχρονο, θα διαδραματιζόταν δηλαδή τη δεκαετία του ’70, ώστε να κρατηθεί σφιχτός ο προϋπολογισμός. Όταν αργότερα ο Κόπολα θα έπαιρνε το προσχέδιο του σεναρίου στα χέρια του, θα έβρισκε ακόμα και χαρακτήρες χίπηδων να έχουν κεντρικό ρόλο στην πλοκή της ιστορίας!
Ο Κόπολα θα δεχόταν να υπογράψει και μάλιστα να αναλάβει με ενθουσιασμό το ξαναγράψιμο του σεναρίου. Η άποψή του ήταν πως δεν θα γύριζε ένα φιλμ για το οργανωμένο έγκλημα, αλλά για το χρονικό μιας οικογένειας που λειτουργεί σαν μια τυπική κερδοφόρα επιχείρηση. Θα ήταν μια μεταφορά για τον αμερικανικό καπιταλισμό.
Ο Έβανς ήταν έξαλλος. Ήξερε όμως ότι όσο καθυστερούσε, τόσο θα αυξανόταν η πίεση να πουλήσει τα δικαιώματα του βιβλίου στον Μπαρτ Λάνκαστερ που ονειρευόταν να παίξει τον Ντον Κορλεόνε και ήταν διατεθειμένος να πληρώσει ένα εκατομμύριο δολάρια για να το πετύχει. Παραδόξως, ο «δύσκολος» Μπλούντορν πείστηκε από τον Κόπολα και τον προσέλαβε. Σκηνοθέτης και συγγραφέας δούλεψαν από κοινού το σενάριο τοποθετώντας τη δράση στη δεκαετία του ’40 και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον ιδανικά: ο Κόπολα έφτιαχνε τα περιγράμματα των μαφιόζων στα πρότυπα της εταιρικής ηθικής των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων και ο Πούζο φρόντιζε με τις πινελιές του να κάνει τους διαλόγους να ακούγονται αυθεντικοί.
Οι δυο τους είχαν άλλο ένα κοινό. Ήθελαν τον Μάρλον Μπράντο για «Νονό». Ο Πούζο μάλιστα του είχε ανακοινώσει εγγράφως την πρόθεσή του να τον προτείνει για το ρόλο, αρκετούς μήνες νωρίτερα και χωρίς να πάρει την έγκριση κανενός: «Είσαι ο μόνος ηθοποιός που μπορεί να παίξει τον Ντον Κορλεόνε». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα, «δεν είχε διαβάσει το βιβλίο και κατάλαβα ότι δεν τον ενδιέφερε και τόσο πολύ. Έτσι κι αλλιώς, μου είπε πως κανένα στούντιο δεν θα τον προσλάμβανε, εκτός κι αν επέμενε κάποιος ισχυρός σκηνοθέτης».
Ο Κόπολα πάλεψε για να τον κλείσει, παρά την αμετακίνητη θέση των παραγωγών που είχαν λόγους να πιστεύουν ότι μια τέτοια επιλογή θα έφερνε την καταστροφή: ο Μπράντο ήταν εκρηκτικός και ατίθασος χαρακτήρας, που τσακωνόταν με όλους κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ό,τι είχε κάνει τα τελευταία χρόνια ήταν εντελώς αποτυχημένο και επιπλέον, στα 47 του, ήταν πολύ νέος για να υποδυθεί τον γηραιό Βίτο Κορλεόνε. Στη θέση του, ήθελαν τον Λόρενς Ολίβιε, τον Κάρλο Πόντι, τον Ρίτσαρντ Κόντε ή τον Άντονι Κουίν. Ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1971 στους New York Times, υποστήριζε ότι τους δύο τελευταίους θα τους προτιμούσαν και οι πραγματικοί μαφιόζοι…
Ο Μάρλον Μπράντο όμως ήταν πράγματι ο μόνος που μπορούσε να αποδώσει τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα ενός Ντον, όπως ο Φρανκ Κοστέλο, ο διαβόητος μαφιόζος, που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πούζο, ήταν το αρχετυπικό μοντέλο πάνω στο οποίο γράφτηκε ο χαρακτήρας του Νονού. Και τι μ’ αυτό; Τα στελέχη της Paramount έστειλαν στον Κόπολα μέχρι και τηλεγράφημα: «Δεν χρηματοδοτούμε τον Μπράντο για πρωταγωνιστή. Η υπόθεση έκλεισε. Μην απαντήσετε».
Η ανένδοτη στάση τους έσπασε μονάχα μετά τις εγγυήσεις του σκηνοθέτη ότι θα του μετέφερε τους τρεις όρους τους που, εφόσον γίνονταν αποδεκτοί, θα τον καθιστούσαν υποψήφιο για το ρόλο: θα δούλευε δίχως προκαταβολή, θα πλήρωνε από την τσέπη του οποιαδήποτε καθυστέρηση προκαλούσε και, το πιο ταπεινωτικό, θα περνούσε από οντισιόν (screen test) όπως όλοι οι υπόλοιποι. Ο Κόπολα κατάφερε να εξαπατήσει και τις δύο πλευρές: ανακοίνωσε στον Μπράντο ότι πήρε το ρόλο ζητώντας του απλώς ένα δοκιμαστικό για να τσεκάρει το φωτισμό, ενώ μετά από λίγο καιρό πέτυχε να του εξασφαλίσει και 50.000 δολάρια ως προκαταβολή. Στους παραγωγούς δήλωσε ότι ο ηθοποιός συμφώνησε χωρίς δισταγμούς.
Στο υλικό που τράβηξε για το τεστ, η μεταμόρφωση του Μπράντο είναι εντυπωσιακή: έλυσε την κοτσίδα στα μαλλιά του και τα χτένισε προς τα πίσω χρησιμοποιώντας το μαύρο γυαλιστικό για τα παπούτσια. Πήρε δύο χαρτομάντιλα, τα τύλιξε δίνοντας σχήμα κυλίνδρου και τα έχωσε στο στόμα του, κάτω από τα μάγουλα. Άρχισε να μιλά αργά και βραχνιασμένα «ίσως επειδή ο Βίτο είχε φάει κάποτε μια σφαίρα στο λαιμό». Ο Μπράντο έβλεπε στον ήρωά του την όψη ενός μπουλντόγκ «άγριο στην εμφάνιση, αλλά εσωτερικά τρυφερό». Η χημεία με τον σκηνοθέτη ήταν απόλυτη. Σε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα συνεντεύξεις του, λίγο καιρό αργότερα, αντιλαμβανόταν κανείς τη σύμπλευση των δύο: «Η ιστορία αφορά στην επιχειρηματική κουλτούρα της χώρας. Η μαφία είναι τόσο αμερικανική! Η φράση-κλειδί της ταινίας ακούγεται όταν πρόκειται να εκτελεστεί κάποιος ως μέρος μιας στρατηγικής. Πριν τραβήξουν τη σκανδάλη, του λένε: “Είναι η δουλειά, δεν είναι κάτι προσωπικό”».
Στην επόμενη σελίδα: «Θέλω τον Πατσίνο και είμαι ο σκηνοθέτης! Αν δεν τον βάλεις, παραιτούμαι από τη γαμημένη ταινία!».