Δόξα το Θεώ, είμαστε όλοι σεξομανείς, φετιχιστές, σαδομαζοχιστές και οφθαλμολάγνοι. Όχι τόσο στη μαύρη οθόνη των λευκών νυχτών μας όσο στο φωτεινό πανί των σκοτεινών αιθουσών, γινόμαστε οι ήρωες των ταινιών μας.
Με την ευκαιρία, διαπαιδαγωγούμαστε, μέσα από εξαίσιες, ολίγον επώδυνες, συγκινήσεις, που μοιάζουν με τούρκικο καφέ. Λίγο πικρό το κατακάθι, σ’αφήνει όσο χρειάζεται ανικανοποίητο.
Δικαιολογημένα: σου μιλάνε για αγάπη κι εσύ πρέπει να μείνεις σιωπηλός στο κάθισμά σου, να μην καπνίζεις, να μη βήχεις, να μην ενοχλείς τον διπλανό. Ωστόσο, εκεί μπροστά, μπορείς ν’ αγγίξεις τη Ρίτα να βγάζει το μαύρο γάντι της κι είναι η έκσταση. Είναι συνταρακτική αυτή η ιστορία του γαντιού στην «Τζίλντα»: με τον καιρό, έγινε το πρώτο στριπτίζ της 7ης τέχνης κι όχι ένα μπανάλ τσιτσίδωμα στυλ Crazy Horse, όχι. Είναι το βασανιστικά αργό ξεγύμνωμα, με τις άκρες των δαχτύλων, των φαντασιώσεών μας.
Kαθότι, ως γνωστόν, σε παλαβομάρα οι σινεφίλ σπάνε τα ταμεία. Παντού πάνε και βρίσκουν αλληγορίες και σύμβολα: το τακούνι στο λουστρινένιο γοβάκι της Λιζ Τάιλορ να καρφώνεται στο παπούτσι του Λόρενς Χάρβεϊ στο «Ζήσαμε στην αμαρτία» του 1960, τη μύτη της ατράκτου του αεροπλάνου του Τζον Γουέιν που καρφώνεται στη γάστρα του Boeing ανεφοδιασμού της Τζάνετ Λι στα «Ατσαλένια φτερά» του 1957 ή ακόμα εκείνο το τρένο που χώνεται στη σήραγγα μετά το ένδοξο φιλί μεταξύ Κάρι Γκραντ και Εύας Μαρί-Σεντ στην ταινία «Στη σκιά των 4 γιγάντων» (1959).
Κι ας μη μιλήσουμε για ηδονές μοναχικές, τις οποίες εμπνέουν πότε το κάτω χείλος και τα βαριά βλέφαρα της Ζινέτ Λεκλέρκ, πότε το μουτρωμένο ξεγόφιασμα της Μπαρντό και πότε το τρυφερό μπούστο της Ντανί Καρέλ, το οποίο γαλούχησε πλήθος γυμνασιοπαίδων.
Οι Αμερικάνοι, οι οποίοι αρέσκονται στις ετικέτες, κατηγοριοποιούσαν με περισσή θέρμη τις ωραίες του χολιγουντιανού Γαλαξία: υπήρχε το «the look» (Λορίν Μπακόλ), το «the legs» (Μπέτι Γκρέιμπλ) ή το «the bust» (Τζέιν Ράσελ), δίχως να λογαριάζουμε τη Μέριλιν που ήταν όλ’ αυτά μαζί.
Η αλλαντοποιία αυτή διαθέτει ανυποψίαστη λεπτότητα: κατά βάθος, χάρη στις σταρ, ο πόθος διατίθεται à la carte και ικανοποιεί όλα τα γούστα, αφού μπορείς να διαλέξεις τη γαλλική μυτούλα (και τα υπόλοιπα) της Λολό, τους λασπωμένους μηρούς της Σιλβάνα στο «Πικρό ρύζι», τα άλικα χείλη της Άβα ή τους κορσέδες της Μαρτίν Καρόλ στο «Η Καρολίνα και οι Επαναστάτες» του 1951.
Μήπως ξεχνιέται ο λαιμός της Μορό στο «Casque d’or» (1952) ή αυτόν τον τρόπο που είχε να γελάει στους «Εραστές» του 1958; Ή η Μισέλ Μοργκάν με κομπινεζόν να αντιμετωπίζει τη μεξικάνικη λάβρα με τη βοήθεια ενός ανεμιστήρα; Ή αυτή η τόσο αριστοκρατική κυρία, μέλλουσα πριγκίπισσα του Μονακό, να κλείνει την πόρτα του δωματίου της στο Carlton για να την ξανανοίξει αμέσως ίσαμε να δώσει ένα φλογερό φιλί στον Κάρι Γκραντ; Ή το αυστηρό YSL ταγέρ της Ντενέβ στην «Ωραία της Ημέρας»; Ή τα σμιλεμένα μήλα της Ίνγκριντ σ’ όλες της τις ταινίες;
Κι αν δεν αναφερόμαστε στη Μαρλέν και την Γκρέτα είναι γιατί πρόκειται για τις ακαδημαϊκούς της επιθυμίας, αφού αποτελούν τις ενσαρκώσεις της γοητείας: είναι φορές που αναρωτιέσαι αν υπήρξαν στ’ αλήθεια.
Αυτοί είμαστε εμείς και οι συγκινήσεις μας της μιάμισης ώρας σε Τεχνικόλορ. Τα νεανικά μας αμαρτήματα, ή μάλλον οι αντικατοπτρισμοί των αμαρτημάτων μας. Ούτε κόλαση ούτε καταδίκη. Η Σοφία, η διαβολογυναίκα με τα ροζ κολάν, μας στέλνει (στον έβδομο ουρανό).
Διαβάστε ακόμα: Ο retro-glam κόσμος του Βίνσεντ Πίτερς.