Όταν ο μπάρμαν έσπρωξε το ποτήρι, μου φάνηκε ότι ήταν ένας σωρός από μάρκες, ένα ποντάρισμα όλα ή τίποτα...

«Όταν ο μπάρμαν έσπρωξε το ποτήρι, μου φάνηκε ότι ήταν ένας σωρός από μάρκες, ένα ποντάρισμα όλα ή τίποτα…»

Αν δεν ήταν το ένα, ήταν το άλλο, και ποτέ δεν είχε σημασία ποιο ήταν ακριβώς. Πάντα κάτι υπήρχε το οποίο έπρεπε να αποφύγει, από το οποίο έπρεπε να αποδράσει […]

– Charles Jackson, Το Χαμένο Σαββατοκύριακο

Ο μπάρμαν είπε: «Είσαι εντάξει, φίλε;»
Κοίταξα την προτομή του Λένιν, το άγαλμα του Τζώννυ Γουώλκερ, και την αφίσα του Τομ Γουέητς. «Μια χαρά». «Μαζεύω κι έρχομαι», είπε ο μπάρμαν, κοιτώντας τα τραπεζάκια έξω από το Λόου Προφάιλ, στην οδό Λυκαβηττού. Έγνεψα καταφατικά, και έδειξα με σοβαρό ύφος το ποτό μου.
«Με την ησυχία σου», είπα. «Έχω ακόμα».
Εκείνος βγήκε, και μάζεψε ό,τι είχε απομείνει από ένα μεσημεριανό γλέντι με τσίπουρα. Τώρα, εκτός από μένα, το μαγαζί δεν είχε ψυχή. Ένιωσα ευγνώμων.
Η μοναξιά ήταν μια πολυτέλεια προσωρινή. Ήταν περασμένες έξι, απόγευμα Κυριακής, Νοέμβρης. Οι συντροφιές του μεσημεριού είχαν φύγει. Οι συντροφιές της νύχτας δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί.
Είχα μια αίσθηση ότι η πόλη ανήκε σε μένα. Πάντα αυτό γίνεται, τα δειλινά της Κυριακής. Η πολιτεία αδειάζει, και κάποιοι ξεμυτίζουν όπως τα πιτσιρίκια, την ώρα που οι γονείς παίρνουν τη σιέστα τους, και τους έχουν απαγορεύσει το παιχνίδι.
Τα δειλινά της Κυριακής είναι για τα αουτσάιντερ. Η σκέψη με αναστάτωσε. Κοίταξα τον άδειο δρόμο. Μ’ έπιασε πανικός, ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ κανένα καλύτερο μέρος για να πάω. Θυμήθηκα το πατρικό μου, στην Κύπρο. Λίγο ακόμα και θ’ άρχιζα να τραγουδώ «σαν απόκληρος γυρίζω / στην κακούργα ξενιτιά».
Δεν το έκανα. Όχι τίποτα άλλο, μα είμαι φάλτσος.
Το έριξα πάλι στη φιλοσοφία του δειλινού. Της Κυριακής. Το απόγευμα είναι η χρυσή τομή. Ανάμεσα στα τσιμπούσια, και τα μεθύσια, υπάρχει αυτό το τυφλό σημείο για τύπους όπως εγώ, για κάτι εσπερινούς που σημαίνουν το τέλος, ή την αρχή, μιας ακόμα βδομάδας.
Η συγκεκριμένη μου είχε φανεί ατέλειωτη. Τεντωμένα νεύρα, ούτε στάλα αλκοόλ, και ποδαρόδρομος χωρίς νόημα. Είχα στύψει το μυαλό μου για να βρω κάτι καινούριο για την Υπόθεση. Τα αποτελέσματα ήταν αδιάφορα.
Αποφάσισα να ποντάρω στην Κυριακή. Πάντα κάτι τέτοια κάνω, όταν οι βδομάδες με ζορίζουν. Ποντάρω στις Κυριακές, στα Σαββατοκύριακα. Ποντάρω στις μέρες της αργίας. Στις αναστάσιμες, ή στις νόστιμες μέρες, για μια έμπνευση, ή για μια φαεινή ιδέα. Τελικά,το καλύτερο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν να να ανέβω ως τη Λυκαβηττού.
«Δεν πίνεις, όμως», είπε ο μπάρμαν, επιτιμητικά.
«Πώς… », είπα εγώ, και άδειασα το ποτήρι, για να ξεπλύνω την προσβολή.
Εκείνος ανανέωσε το ποτό μου, και βάλθηκε να τακτοποιεί κάτι ποτήρια. Τον ήξερα από παλιά. Ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος, και είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Ταξίδια, άγριους άτυχους έρωτες, εξεγέρσεις, κοινόβια, γάμους, συμβιβασμούς, εξιλασμούς.

«Ναι. Ωραίες μέρες», είπε εκείνος, και ήπιε κοιτώντας κατάματα το απέραντο πουθενά. «Είναι σαν να σ’ έχει παρατήσει η πιο ωραία γυναίκα του κόσμου».

Πολλές ιστορίες.
Σε μια απ’ αυτές έπαιζα κι εγώ, πριν από δυο-τρία χρόνια, τότε που με είχε παρατήσει η Έλσα, και η ζωή έγινε ένα παρατεταμένο κυριακάτικο απόγευμα.
Μετά, η Έλσα γύρισε. Έτσι είμαι εγώ, σαν το τσιγάρο, δεν κόβομαι. Σαν τον καρκίνο. Με κόβεις εδώ, πετάγομαι αλλού. Όλο μεταστάσεις είμαι, όλο υποτροπές.
Κακό σπυρί σε διάφορα μέρη.
Ναι.
«Θυμάσαι εκείνο το Τζακ…; » είπα αφηρημένα, και ο μπάρμαν χαμογέλασε. Το θυμόταν, ένα ωραίο πράμα που λεγόταν Τέξας ή Ταξίντο Τζακ, κάτι τέτοιο, με είχε κεράσει τότε που προσπαθούσα να τηρήσω την παράδοση και να γίνομαι στουπί με τη συνέπεια κάθε αποτυχημένου εραστή.
Τις λατρεύω τις λαϊκές παραδόσεις.
«Κι εγώ θα το προτιμούσα, από αυτό το δηλητήριο που πίνεις», είπε κάποιος, και γύρισα για να αντικρίσω τον Γαλανομάτη, τον πελάτη μου.
Σαν τα χιόνια, σκέφτηκα, και είπα: «Ε… »
«Καλησπέρα, ντετέκτιβ», είπε εκείνος. «Πήρα το δέμα σου», συνέχισε, μετά που ζήτησε ένα πανάκριβο ουίσκι.
«Πώς σου φάνηκε; »
«Ωραίο. Μεστό. Και…», δίστασε, έδιωξε τη σκέψη, και άναψε ένα πουράκι. «Πάντως, μια απ’ αυτές τις μέρες πρέπει να περπατήσουμε μαζί στην πόλη, αν έχεις χρόνο».
«Φυσικά. Για σένα δουλεύω», είπα, και ο Γαλανομάτης γέλασε.
«Μ’ αρέσει αυτό το μέρος. Συνήθιζα να έρχομαι, παλιότερα. Μαζί με τον Νόλλα, τον συγγραφέα, και τον Θανάση Καστανιώτη. Τους ξέρεις; »
«Κάτι έχω ακούσει».
«Ναι. Ωραίες μέρες», είπε εκείνος, και ήπιε κοιτώντας κατάματα το απέραντο πουθενά. «Είναι σαν να σ’ έχει παρατήσει η πιο ωραία γυναίκα του κόσμου».
«Ορίστε; »
«Σαν αθετημένη υπόσχεση. Έτσι είναι. Σαν χαμένο στοίχημα».
«Για ποιο πράγμα μιλάς; »
«Μα, για την Αθήνα. Για τι άλλο; »
«Μάλιστα… », είπα, και πήγα βιαστικά στην τουαλέτα, γιατί ήξερα ότι έπρεπε ν’ αποδράσω από κάτι που αγνοούσα, και που ήταν, ίσως, ο Θάνατος.
Όταν γύρισα, ο Γαλανομάτης είχε γίνει άφαντος. Δεν ήταν και καμιά έκπληξη. Έκανα να πληρώσω, αλλά ο μπάρμαν με σταμάτησε. «Κερνάει ο φίλος σου».
Μάλιστα. Τουλάχιστον, αυτό ήταν μια απόδειξη ότι ο Γαλανομάτης υπήρχε πραγματικά, δεν ήταν φάντασμα. Για ένα δευτερόλεπτο βρέθηκα σε διλήμματα όπως: Μπιτλς ή Στόουνς, Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, Στάλιν ή Χίτλερ, Βίσση ή Βανδή, Μπίρα ή Ουίσκι, και τα σχετικά, και τα έλυσα όλα.
«Βάλε μου ένα ακόμα», είπα, και άναψα τσιγάρο.
Το μαγαζί είχε αρχίσει να γεμίζει. Κοίταξα γύρω μου, και έξω απ’ το τζάμι.
Σκέφτηκα τα θέατρα, το 17 λίγο πιο κάτω, κάτι υπόγεια, τους ήρωες του Γιάννη Μαρή, τους δικούς μου, και όλων των άλλων, την ανηφόρα ως το Λυκαβηττό, τρεις συναυλίες, μια αναρρίχηση, τη σημαία, ή ένα άδειο φουστάνι στον ιστό, μια κεραία, το ξωκλήσι του Άι-Γιώργη, κανονιοβολισμούς, ένα καντήλι, ένα παγωτό στο πεζούλι, μια μπίρα, μια γόπα, μια καύτρα στη νύχτα.
Την Αθήνα στα πόδια μας.
Γλυκιά, ζωντανή πόλη. Βρώμικη, σκοτεινή, γεμάτη ερείπια, και μαχαιροβγάλτες, αλλά ζωντανή.
Όταν ο μπάρμαν έσπρωξε το ποτήρι, μου φάνηκε ότι ήταν ένας σωρός από μάρκες, ένα ποντάρισμα όλα ή τίποτα, ούτε στο μαύρο, ούτε στο κόκκινο, ούτε στο πράσινο – όλα στο μπλε.
Όλα εδώ, γιατί δεν υπήρχε κανένα αλλού.
Rein ne va plus, σκέφτηκα, για κάνω τον έξυπνο, και ήπια ώσπου να κάτσει η μπίλια, και να πάω να συλλέξω τα κέρδη μου.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top