Πόσο καιρό πριν από το θάνατό του και σε τι –σωματική και πνευματική‒ κατάσταση έγραψε το κύκνειο άσμα του ο Κρίστοφερ Χίτσενς; Τα πρώτα συμπτώματα που οδήγησαν τον Χίτσενς στον νοσοκομείο και στη μοιραία διάγνωση ότι έπασχε από καρκίνο του οισοφάγου εμφανίστηκαν στις 8 Ιουνίου του 2010 σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια της περιοδείας του ανά την Αμερική με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του «Hitch-22». Άρχισε να δημοσιεύει στο Vanity Fair τις επιφυλλίδες που θα συναποτελέσουν το κύκνειο άσμα του, το βιβλίο «Πριν το τέλος» τον Σεπτέμβριο του 2010 –παράλληλα βέβαια με τα πάντοτε ενδιαφέροντα και αιρετικά του άρθρα σε θέματα κουλτούρας και πολιτικής– παρακολουθώντας βήμα προς βήμα την εξέλιξη της ασθένειας, μετατρέποντας τον εαυτό του σε ένα είδος πειραματόζωου, όχι μόνο για τις πρωτοδοκιμαζόμενες θεραπείες και τα πρωτόκολλα, στα οποία εκθύμως διέθεσε τον εαυτό του, αλλά και προς χάριν της ίδιας του της συγγραφικής περιέργειας. Κι αν η σωματική του κατάσταση χειροτέρευε από μέρα σε μέρα (αδιανόητοι πόνοι στον θώρακα και την κοιλιά, αίσθηση ασφυξίας ή πνιγμού, μυική ατροφία που τον έκανε να φοβάται ότι τα δάχτυλά του θα έπαυαν να τον υπακούουν και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να πληκτρολογεί τα κείμενά του), η πνευματική του διαύγεια δεν τον εγκατέλειψε. Μόνο στις τελευταίες του σημειώσεις, με τις οποίες ολοκληρώνεται το βιβλίο, σημειώσεις αποσπασματικές και ανολοκλήρωτες, παραπονιέται για την αμβλύνοια και την αποχαύνωση που επιφέρει η χημειοθεραπεία.
Όταν εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του, «Hitch-22», τον Μάιο του 2010, ο καρκίνος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα; Όχι –ή ακριβέστερα, υπήρχε, τον κατέτρωγε ήδη, ο ίδιος όμως δεν το γνώριζε. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ξένος έσκαβε λαγούμια μέσα μου ήδη απ’ όταν έγραφα τις αυτάρεσκες λέξεις μου περί του πρόωρα αναγγελθέντος θανάτου μου».
«Πρέπει να έχω τον νου μου μήπως γλιστρήσω στον αυτοοικτιρμό ή στον εγωκεντρισμό», σημειώνει σε ένα σημείο του βιβλίου ο ίδιος… Είναι χαρακτηριστική η γενναιότητα, αλλά και η αίσθηση του μέτρου με την οποία αντιμετωπίζει το φυσικό του τέλος αυτός ο «εκ πεποιθήσεως αμφισβητίας». Πασχίζει να διατηρήσει «το φρόνημα υψηλό», όχι μονάχα το δικό του, αλλά και των θεραπόντων γιατρών ή των νοσηλευτών του· διατηρεί το χιούμορ του, τον τόσο ιδιαίτερο αυτοσαρκασμό του, ακόμη κι αν είναι αναγκασμένος να ζήσει με την «επίπονη επίγνωση» ότι «ένας καταπέλτης τον έχει εκτοξεύσει στη γραμμή του τέρματος». Όμως αρνείται να παραστήσει τον μαχητή, να υποδυθεί έναν ήρωα σε ακαταπόνητη πάλη. «Επιτρέψτε μου να σας πληροφορήσω», γράφει, πως κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας «η εικόνα του ενθουσιώδους στρατιώτη ή επαναστάτη είναι η τελευταία που σου έρχεται στο μυαλό. Νιώθεις να κατακλύζεσαι από παθητικότητα και αδυναμία, να λιώνεις από ανημπόρια σαν ένας κύβος ζάχαρης στο νερό».
Τι μένει ως επίγευση στον αναγνώστη από τη μάχη του Χίτσενς με «αυτόν τον ξένο που αν με σκοτώσει, πεθαίνει κι εκείνος», όπως το θέτει ο ίδιος; Μα το ότι ο συγγραφέας του θέλησε να αντικρίσει το θάνατο με ανοιχτά τα μάτια. Αρνήθηκε την παρηγοριά της θρησκείας, εμμένοντας στον περήφανο αθεϊσμό του, περιέγραψε με ειλικρίνεια, έως και ωμότητα, το μαρτύριο της ασθένειας, σχολίασε τα ταμπού της, διερεύνησε το πώς μεταμορφώνει ο καρκίνος την καθημερινή εμπειρία και το πώς αλλάζει τις σχέσεις του ασθενούς με τον κόσμο, δεν δείλιασε μπροστά στο άγνωστο και αποδέχτηκε την ανθρώπινη μοίρα, τη θνητότητα, με αξιοπρέπεια και, επιτρέψτε μου να πω, με χάρη.
Πόσο επηρεάστηκε από αυτή την περιπέτεια γραφή του; Παρότι άρρωστος, ο Χίτσενς παραμένει και εδώ ο μάστορας της γλώσσας και του δοκιμιακού λόγου που γνωρίσαμε. Προσωπικός και πάντα δημόσιος, θαρραλέος και διαυγής, δίνει σελίδες γεμάτες λογοτεχνικές αναφορές και πολιτικό στοχασμό, συνδυάζοντας τις ιδιωτικές εξομολογήσεις με τη φιλοσοφική ενατένιση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που οι επιφυλλίδες που συναποτελούν το «Πριν το τέλος» χάρισαν στο περιοδικό Vanity Fair, που τις πρωτοδημοσίευσε, το βραβείο National Magazine Award for Columns and Commentary.
Η Κατερίνα Σχινά είναι δημοσιογράφος, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας.