Ο Σπέιντ έκανε ένα αδιάφορο νεύμα με το πούρο του.
«Ξέρω, φυσικά, με τι μοιάζει. Ξέρω ότι παίζονται ζωές πάνω του. Δεν ξέρω όμως τι είναι».
– Dashiell Hammett, Το Γεράκι Της Μάλτας
Δεν έβρεχε.
Είχε πάει απόγευμα, και εγώ ήμουν στο γραφείο απ’ το πρωί, με τα μπλουζ, τους καφέδες, τα τσιγάρα μου. Και με κάμποσα φύλλα αναφοράς, όλο σημειώσεις για την Υπόθεση.
Δεν ήμουν σίγουρος αν είχα κάνει καμιά πρόοδο, αλλά είχα τυφλή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, από παιδί.
Ο Γαλανομάτης που μου είχε αναθέσει την έρευνα δεν είχε δώσει σημεία ζωής, εκτός από κάτι φακέλους με χαρτονομίσματα που έφταναν στο γραφείο κάθε δυο βδομάδες.
Μια χαρά.
Οι μέρες είχαν μικρύνει και, στις εφτά, είχε πέσει το σούρουπο. Σκέφτηκα να βαρέσω μερικές μύγες, αλλά ήξερα ότι δεν το είχα μέσα μου. Δεν είμαι βίαιος τύπος. Δεν θα πείραζα ούτε κουνούπι, πόσο μάλλον μια μύγα.
Τα παράτησα, και βγήκα στο δρόμο. Πάντα με παρηγορεί αυτό, να βγαίνω στο δρόμο. Ακόμα και όταν δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τον προορισμό μου.
Ανέβηκα στη Σκουφά, με τα χέρια στις τσέπες, και τα δόντια στα χείλη. Διέσχισα το Κολωνάκι κοιτώντας το πεζοδρόμιο, γιατί η περιοχή μου έφερνε κάτι σαν ίλιγγο. Το ίδιο και οι άνθρωποι.
Βγήκα στον Ευαγγελισμό, και χάζεψα το κόκκινο νέον του σταυρού. Ανατρίχιασα. Δεν ήταν τρόμος, ήταν κατάνυξη.
Το παθαίνω αυτό με τα νοσοκομεία. Και με τα νεκροταφεία. Η γυναίκα μου λέει ότι θα έπρεπε να κάνω ψυχοθεραπεία. Θα έκανα, αν πίστευα σ’ αυτά τα πράγματα.
Δεν πιστεύω.
Προτιμώ τον Θεό, είναι πιο εντάξει, και σπάνια κάνει τον έξυπνο.
Διέσχισα το πάρκο και στάθηκα στη διάβαση, χαζεύοντας το κόκκινο ανθρωπάκι, και νιώθοντας κομμάτι ηλίθιος.
Απέναντι, μια ξανθιά είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου. Ψήλωσα δυο πόντους, και αναρωτήθηκα αν θα έπεφτε στην αγκαλιά μου. Το πιθανότερο ήταν να με προσπερνούσε για να αγκαλιάσει τον ψηλό που βάδιζε πίσω μου. Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα. Κατάπια τη χυλόπιτα και συγκεντρώθηκα στον Δρομέα.
Δέκα χρόνια με συνάρπαζε αυτό το πράγμα, σαν προφητεία που δεν μπορούσα να μαντέψω το νόημά της. Κάποτε είχα ορκιστεί να σκαρφαλώσω στις πλάτες του, για να ξεκολλήσουμε από το παρτέρι, και να καλπάσουμε προς ανατολάς.
Ίσχυε ο όρκος, αλλά αποφάσισα να το αναβάλω για λίγο ακόμα.
Κοίταξα τις χαρακιές του Μόραλη στο Χίλτον, έστειλα την Πάρις στα τσακίδια, και συνέχισα προς τη Νηρηίδων, το στενό δεξιά στη Βασιλέως Αλεξάνδρου, εκεί όπου άλλο ένα κόκκινο νέον με κοιτούσε σαν απειλή, και σαν υπόσχεση.
Το Ρεντ Λάιον.
Το στέκι μου, από εκείνο το φθινόπωρο του 2003, όταν το είχαμε ανακαλύψει μ’ ένα κορίτσι που του άρεσε να χαράζει τους μηρούς του. Απ’ τις παλιότερες, και θρυλικές παμπ της πολιτείας, σαράντα και βάλε χρονών.
Άνοιγε στις οχτώ, και ήταν άδειο όταν μπήκα. Με υποδέχτηκε ο Παντελής Αμπανούδης, με το γιο του, τον Δημήτρη. Μετά ήρθε και ο Γιώργος Τσιλίρης, ανάψαμε τσιγάρο, και ήπια την πρώτη γουλιά από το Τζακ.
Έπαιζε Λούις Άρμστρονγκ, για την πορεία των αγίων, κι εγώ κοίταξα τον πάγκο, το κίτρινο φως, τα ποτήρια, τις κάνουλες, τα μπουκάλια, τον καθρέφτη, τα σπιρτόκουτα, και τα χαρτονομίσματα στον τοίχο.
Τα βαρέλια, οι καναπέδες, η σκάλα για το πατάρι, η πόρτα για το υπόγειο. Στην άλλη άκρη, ο στόχος με τα βελάκια, και οι αγώνες μας πριν από χρόνια.
Ο Θανάσης, ο Πελοπίδας, ο Χρήστος, ο Άγγελος, ο Κώστας, η Κασσιανή, η Κέλυ, οι ολονυχτίες μπροστά στο στόχο, οι θάλασσες, και τα ποτάμια της μπίρας, οι εξορμήσεις στο Πλάουμανς, ή στο Εξκάλιμπερ.
Τι τρικούβερτα γλέντια. Τι γέλια.
Και τι ιστορίες: Ο Τέλυ Σαβάλας, και ο Άντονι Κουίν, ο Σινάτρα στην άκρη του μπαρ, ο Σάμμυ Ντέηβις Τζούνιορ στο Χίλτον, να παίζει πεντόβολα με το γυάλινο μάτι του, και ένας μαλλιαρός που εκνεύρισε τον Παντελή, κι έτυχε να είναι ο Ίγκυ Ποπ, μετά από συναυλία.
Ωραία πράγματα.
Άκουσα την Τζοάν Μπαέζ, και θυμήθηκα τη Σέλλυ, τη φοιτήτρια απ’ τη Σαγκάη που μου είχε κάνει μερικές αποκαλύψεις για την ανατομία του σινικού αιδοίου.
Χαμογέλασα, σκέφτηκα φλερτ / μεθύσια / καυγάδες / έρωτες / ξενύχτια / καύλες / χαμόγελα / ψιθύρους / δάκρυα / πένθος, είδα το αιώνια άδειο σκαμπό πλάι μου, τον Γιάννη Δρόσο στον τάφο, θέλησα ένα από εκείνα τα κρακεράκια του, και αρκέστηκα σε τρία φιστίκια, και μια τζούρα απ’ το τσιγάρο.
«Όλα εδώ είναι, Αρσένιε», είπε ο Παντελής, και μου έβαλε καινούριο ποτό. «Όλα εδώ».
«Το ξέρω. Τα βρίσκω.»
«Σου έχω εμπιστοσύνη».
«Ποια είναι, όμως, Παντελή; Τι είναι;»
«Εσύ είσαι ο ντετέκτιβ».
Σωστά. Εγώ ήμουν, και είχα θητεύσει πολύ σ’ εκείνο τον πάγκο, που αίφνης μου φάνηκε όμοιος με σανίδα ναυαγίου, που την είχαμε γραπώσει, μήπως και μας ξέβραζε σε κάποια πατρίδα.
Ναι.
Αν δεν ήμουν ντετέκτιβ, μπορεί και να είχα ξεπετάξει ένα σονέτο για το Ρεντ Λάιον εκείνη την ώρα.
Αντί γι’ αυτό, είπα: «Ούτε εγώ ξέρω, Παντελή. Αλλά δεν έχει σημασία. Παίζονται ζωές εδώ, κι αυτό αρκεί».
«Πότε χάνονται, και πότε κερδίζονται. Έτσι πάει».
Έτσι πήγαινε.
Χάιδεψα τον πάγκο σαν να ήταν το γυμνό πόδι της Έλσας, που θα μου τα έψελνε πάλι, γιατί είχα μόλις αποφασίσει να γίνω στουπί, και να γυρίσω σπίτι χορεύοντας ένα αυτοσχέδιο ταγκό, μ’ εκείνο το λιοντάρι που είχε σηκωθεί, ανάσαινε φωτιές, και μας ψιθύριζε μπαλάντες.
Και μας καταβρόχθιζε με μια κτηνώδη αγάπη.
I’ve got you under my skin, είπε ο Σινάτρα και, για μια φορά, σκέφτηκα ότι η κυριολεξία μπορεί και να μ’ έσωζε.