600_zps133db13b

«Τώρα, κάθε φορά που ακούω το ‘’Θαλασσάκι’’ κλαίω κι εγώ. Ξέρω πως, όπως ο πατέρας μου, ούτε κι εγώ θα δω τη θάλασσα της αγαπημένης μου Γιαλούσας», γράφει ο Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος.

Θαλασσάκι

Στίχοι: Πόπη Παπανικήτα
Μουσική: Νικόλαος Τάλιας
Τραγούδι: Αιμιλία Χατζηδάκη

Θάλασσα, θάλασσα τους
θαλασσινούς θαλασσάκι μου
μη τους θαλασσοδέρνεις,
θαλασσώνουμαι για σένα
ξημερώνουμαι.

Ροδόσταμο, ροδόσταμο να γίνεσαι
ωχ κι αμάν αμάν,
τη ρότα τους να ραίνεις
θαλασσάκι μου και φέρε
το πουλάκι μου.

Θάλασσα κι αλμυρό νερό
να σε ξεχάσω δεν μπορώ.
Να σε ξεχάσω δεν μπορώ
θάλασσα κι αλμυρό νερό.

Θάλασσα, θάλασσα που τον
έπνιξες ωχ κι αμάν αμάν
της κοπελιάς τον άντρα,
θαλασσάκι μου και φέρε
το πουλάκι μου.

Ο πατέρας μου δεν ήταν θαλασσινός τύπος, παρ’ ότι μια μέρα έσωσε το Βολίτζιιν, έναν νεαρό συγχωριανό μας, από βέβαιο πνιγμό στη θάλασσα του Μούσιη, εκεί που είχαμε την καλύβα μας. Λάτρευε όμως να την κοιτάζει τη θάλασσα και μαζί της να ονειρεύεται – ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς, πού πήγαινε το μυαλό του, πού πήγαινε η καρδιά του. Ξέρω όμως ότι λάτρευε το «Θαλασσάκι» και το τραγουδούσε, παρ’ ότι αρκετά παράφωνος. Με το πρώτο ούζο ήθελε να ακούσει το «Θαλασσάκι», όπως συνέβαινε με πολλούς συγχωριανούς. Θυμάμαι τις νύχτες, όταν οι πολλοί μπεκρήδες του χωριού επέστρεφαν σπίτι στουππί, πάλι το «Θαλασσάκι» τραγουδούσαν. Ένας απ’ αυτούς, ο Τσαούσιης της Αβερκιούς, σαν άκουσε το «Θαλασσάκι» από το ραδιόφωνο ζήτησε από το ίδιο τον παρουσιαστή να το παίξει άλλη μια φορά. Όμως το ραδιόφωνο συνέχισε με άλλα τραγούδια και ο συγχωριανός το έκανε θρύψαλλα με ένα σκεπάρνι.

Ακούστε εδώ το «Θαλασσάκι» από την Αιμιλία Χατζηδάκη –κι αφήστε το να παίζει όσο διαβάζετε…

Στου Μούσιη είχαμε την καλύβα μας, η οποία λειτουργούσε και ως ταβέρνα, ή ως «Κέντρον», όπως λέγονταν τότε τα παραθαλάσσια στέκια. Εκεί, πάνω στο κύμα, περάσαμε αξέχαστα καλοκαίρια. Θυμάμαι την αλεπού πρωί πρωί να φτάνει στον ορνιθώνα μας για να βρει κανένα μεζέ. Ο πατέρας ποτέ δεν την πείραζε. Την άφηνε να φτάσει ως τις περιφραγμένες συκιές, όπου περιφέρονταν ανυποψίαστες οι όρνιθές μας. Εγώ απορούσα γιατί να δείχνει τόση ανοχή στη δολοφόνο των ορνίθων μας. Αργότερα, στην Αγγλία, μου αποκάλυψε πόσο θαύμαζε την κίνησή της όταν από μακριά, άμα τη ανατολή του ηλίου, κατέφθανε στην καλύβα μας. Θυμάμαι πολύ καλά και τα τεράστια φίδια μαζεμένα πάνω από τις σακκούλες στις οποίες φυλάγαμε τον πάγο που έφερνε ο πατέρας από το Βαρώσι. Κάποια φορά ένα τέτοιο φίδι εισέβαλε στη μικρή κουζίνα για να τσιμπήσει κανένα μεζέ και σχεδόν κόντεψα να τo πατήσω. Δυστυχώς δεν είχε την τύχη της αλεπούς. Το σκότωσε ο πατέρας και το θάψαμε στην άμμο με όλες τις τιμές, χωρίς σταυρό όμως.

«Ο πατέρας μου τριάντα χρόνια στην Αγγλία, στο Margate, ποτέ δεν μπήκε στη θάλασσα. Τόσα χρόνια μετανάστης και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τη θάλασσα της Γιαλούσας».

Η άμμος στην παραλία του Μούσιη ήταν διάτρητη σαν τη σελήνη. Υπήρχαν εκατοντάδες τρύπες, μικρές, μεγάλες, μεγαλύτερες. Οι πιο μεγάλες ήταν πάντα πιο μακριά απ’ τη θάλασσα. Τα βράδια έβγαιναν από μέσα καβούρια όλων των μεγεθών. Tσιριπίλλες τις λέγαμε. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν τα τρώγαμε, παρόλο που για τα καβούρια της θάλασσας και τα καλύτερά τους κομμάτια γίνονταν ομηρικοί καβγάδες. Κατά τη διάρκεια της μέρας, τα καβούρια άφαντα απολάμβαναν τη δροσιά κρυμμένα βαθιά στις σεληνιακές τρύπες της άμμου της μαγικής παραλίας του Μούσιη. Εκτός όταν ο Σπόττης μου, ο σκύλλος των σκύλλων*, είχε άλλες ιδέες. Ο Σπόττης ήταν ο μαιτρ της εύρεσης καβουριών. Έμπηγε τη μουσούδα του στις μεγάλες τρύπες, μυριζόταν και με τα μπροστινά πόδια έσκαβε μεγάλους λάκκους. Ίσως από ένα περίεργο είδος διαίσθησης, ίσως απλώς από τύχη σταματούσε αμέσως μόλις έφτανε μισό πόντο πριν τον κάβουρα. Τότε εμείς, με το χέρι μας σαν βίντσι, για να τους αρπάξουμε αποφεύγοντας τις επικίνδυνες δαγκάνες τους, τους ανασύραμε από το βάθος και αναποδογυρίζοντάς τους, για να μην είναι καθόλου απειλητικοί, δίναμε συγχαρητήρια στον Σπόττη για το άψογο άνοιγμα του λάκκου.

Διαβάστε ακόμα: Σωτήρης Κακίσης: «Ο φίλος μου Βάσος Πτωχόπουλλος –κι ένα Αιγαίο άλλο, στη Λευκωσία…»

spiti-2

«Το σπίτι μου, δίπλα από την Αγία Μαρίνα».

Μια μέρα ακούστηκαν ξαφνικά κλάματα σκύλλου*. Τότε είδαμε από μακριά τον Σπόττη να τρέχει προς την καλύβα. Όταν έφτασε κοντά είδαμε να κοσμεί τη μουσίτσα του μια τεράστια δαγκάνα. Κρεμόταν ζωντανή από το πρόσωπό του και ο Σπόττης προσπαθούσε ανεπιτυχώς να την ξεφορτωθεί… Φαίνεται πως δεν υπολόγισε σωστά τον λάκκο που έβγαλε και ο κάβουρας τον δάγκωσε. Αυτός τραβήχθηκε πίσω για να αποφύγει τον πόνο και η δαγκάνα αποκόπηκε κι έμεινε στην μουσίτσα του.

Θυμάμαι πολλές ιστορίες από την παραλία του Μούσιη, αλλά ίσως μια άλλη φορά. Θα πω μόνο μια τελευταία. Τότε, για λόγους ανεξήγητους, τα κεφάλια και το σώμα μας ήταν γεμάτα γαιματάδες. Έναν τέτοιο γαιματά είχα κι εγώ στο γόνατο. Όταν ωρίμασε φοβόμουν να τον σπάσω. Με άρπαξε ο πατέρας μου και με τη βοήθεια του αδερφού μου με έβαλαν μέσα στη θάλασσα, με ακινητοποίησαν κι έσπασαν τον γαιματά. Η θάλασσα γύρω γύρω έγινε ξαφνικά κατακόκκινη και τρομακτική, και να φανταστείτε δεν ήξερα από καρχαρίες, όμως η ανακούφιση ήταν… ευπρόσδεκτη.

«Θα πεθάνω σαν το αδέσποτο σκυλλί και δεν θα δω την παραλία του Μούσιη, τον Σπόττη, τα φίδια μας, την αλεπού και τον πατέρα μου να πίνει το ούζο του και να ατενίζει τη θάλασσα».

Ο πατέρας μου τριάντα χρόνια στην Αγγλία, στην άλλη Γιαλούσα, την Πύλη της Γιαλούσας, βαρβαριστί στο Margate, ποτέ δεν μπήκε στη θάλασσα. Τραγουδούσε το «Θαλασσάκι», αλλά ποτέ δεν δέχτηκε πως αυτά τα γκρίζα νερά ήταν άξια να ονομάζονται θάλασσα. Τόσα χρόνια μετανάστης και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τη θάλασσα της Γιαλούσας. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του από καρκίνο των πνευμόνων ήρθε στην Κύπρο για να με δει. Έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό και ο γιατρός ο Σισμάνης, χωρίς να μου πάρει χρήματα (το γράφω αυτό σαν επίσημο ευχαριστώ), με συμβούλεψε να τον μεταφέρουμε αμέσως πίσω στην Αγγλία, όπου εκεί τουλάχιστον οι γιατροί ήξεραν καλά το ιστορικό του και θα μπορούσαν να τον περιθάλψουν καλύτερα. Είχε ήδη αφαιρέσει τον άλλο πνεύμονα, οπότε άκουσα τη συμβουλή του γιατρού και αποφάσισα πως θα επέστρεφε πίσω. Το βράδυ στο «Αιγαίον» κάλεσε κάτι φίλους του, ήπιε το ούζο του και μια φίλη μου του τραγούδησε το «Θαλασσάκι». Ήταν ευτυχισμένος.

Διαβάστε ακόμα: Top 10 ποιήματα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

thalassaki1

«Το βιβλίο αυτό το έγραψα για να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές του τόπου μας, που με έσωσαν και με σώζουν εδώ και πάνω από μισό αιώνα…», γράφει ο Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος.

Το πρωί, με τον θείο μου τον Λούη, τραβήξαμε για αεροδρόμιο. Κατά τη διαδρομή εγώ καθόμουνα πίσω και ο πατέρας μου στη θέση του συνοδηγού όλο κοίταζε προς τ’ αριστερά. Κάθε λίγο τον ρωτούσα αν είναι καλά, φοβήθηκα μήπως έπαθε ξανά κι άλλο εγκεφαλικό και αυτός απαντούσε «Ναι, γιε μου. Είμαι καλά». Από τα Λύμπια ως την εκκλησία του Άη Γιώρκη έξω από τη Λάρνακα η κεφαλή του ήταν στραμμένη επίμονα προς τα αριστερά. Πρόσεξα κάποια στιγμή τα δάκρυά του να τρέχουν από το αριστερό μάτι. Πριν καλά καλά μπούμε στην πόλη παρακάλεσε τον θείο μου να στρίψει αριστερά να πάμε ως το Βαρώσι, να δούμε τη θάλασσα. Ήθελε να δει για τελευταία φορά τη θάλασσά μας, ίσως και τη Γιαλούσα κι εγώ ο ανυποψίαστος δεν το είχα καταλάβει. Είδε τη θάλασσα της Αμμοχώστου από μακριά και μετά έφυγε για το Λονδίνο. Άντεξε κάμποσους μήνες. Μια μέρα πριν πεθάνει ζήτησε να τον βγάλουμε στην οροφή του σπιτιού να δει τη θάλασσα. Ήξερε πως έφτασε η ώρα του και ήθελε να δει έστω και αυτή την άθλια θάλασσα του Margate. Την είδε και το πρωί πέθανε, ακριβώς στην ονομαστική του γιορτή, όπως το είχε προβλέψει πριν τρεις μήνες.

Τώρα, κάθε φορά που ακούω το «Θαλασσάκι» κλαίω κι εγώ. Ξέρω πως ούτε κι εγώ θα δω τη θάλασσα της αγαπημένης μου Γιαλούσας. Θα πεθάνω σαν το αδέσποτο σκυλλί και δεν θα δω την παραλία του Μούσιη, τον Σπόττη, τα φίδια μας, την αλεπού και τον πατέρα μου να πίνει το ούζο του και να ατενίζει τη θάλασσα. Αυτά κάνουν οι βρωμότουρκοι, οπότε μην τους έχετε εμπιστοσύνη και κόψτε το τσιγάρο να μην περάσετε αυτά που πέρασε ο πατέρας μου.

*Γράφω σκύλλος με δυο λάμδα όπως έμαθα στο Κακούλλειον δημοτικό σχολείο Αιγιαλούσης. Αυτά τα γράμματα του δημοτικού έμαθα και μ’ αυτά γράφω.

//Από το βιβλίο του Βάσου Ν. Πτωχόπουλλου (των εκδόσεων Αιγαίον, Λευκωσία) «Περιπλανώμενος δυστυχισμένος – Ιστορίες με τραγούδια», εκδ. Κουκκίδα.

Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top