«Ακόμα και όταν ο λόγος, οι άνθρωποι, οι πόλεις απουσιάζουν, η μουσική είναι πάντα εκεί» (Credits: Θάνος Νίκας).

Η μουσική, όπως η γραφή, όπως οι άνθρωποι, όπως οι πόλεις, έχουν την δική τους ιστορία. Στην πραγματικότητα, η μουσική, είναι η γραφή, είναι οι άνθρωποι, είναι οι πόλεις. Ακόμα και όταν ο λόγος, οι άνθρωποι, οι πόλεις απουσιάζουν, η μουσική είναι πάντα εκεί. Ήταν και είναι πάντα εκεί κι εδώ, σαν ένα συνεχές, αέναο soundtrack της καθημερινότητάς μου.

Τι να πρωτοχωρέσει κανείς στην περιορισμένη απαίτηση μιας -top 5- βραχείας λίστας; Επιλέγω να εστιάσω στην άγρια και παθιασμένη, την γεμάτη αναζήτηση και αγωνία ηλικία της ύστερης εφηβείας μου και των χρόνων της φοιτητικής μου ζωής στην Βρετανία, αρχές της δεκαετίας του ’90 μα και κατά την διάρκειά της.

1. Pink Floyd «Pulse»

Παρόλο που στα ‘90s κυκλοφόρησαν σημαντικά άλμπουμ της αμερικανικής grunge μουσικής, της Βρετανικής pop, trip hop, alternative κλπ, ξεκινάω με το αριστουργηματικό live των Pink Floyd, το περίφημο Pulse, διπλό cd με άψογη ηχογράφηση και παραγωγή από το live του 1994 στο Εarls Court, με το κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε στο κουτί της κασετίνας, δίνοντας τον «παλμό» μιας μπάντας που τρείς δεκαετίες μετά, εξακολουθούσε να φτιάχνει μυθικά live, να δημιουργεί και συνεχώς να δοκιμάζει νέες μουσικές τάσεις και  να εμπνέει χιλιάδες μουσικούς και ακροατές ανά τον κόσμο.

Στο Pulse συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα σημαντικότερα τραγούδια του θρυλικού συγκροτήματος, που οι νέες γενιές τα ανακαλύπτουν ξανά και ξανά – συμβάλλοντας σταθερά στην αντίσταση απέναντι στην καθημερινή αλλοτρίωση και στον αγώνα μας απέναντι στην «μηχανή». Welcome to the machine! Ακούγεται δυνατά με παρέα, ή χαμηλά, τα μοναχικά βράδια στο σπίτι, ίσως, σε μια «στιγμιαίας απομάκρυνσης της λογικής».

2. Nick Cave & The Bad Seeds,  Let love in

Το “Let Love in” είναι ένα σπουδαίο -αγαπημένο μου- άλμπουμ των 90’s  (και το πιο ξεχωριστό για μένα από όλη την δισκογραφία τους), που τρόπων τινά φτιάχνει ένα σπονδυλωτό μουσικό αφήγημα με τους σκοτεινούς, γεμάτο ποιητικό λυρισμό και αλητεία στίχους του Cave. Ένα βίαιο όσο και λυρικό ξέσπασμα, ένας ιδιοφυής ύμνος στον έρωτα και στην αγάπη. Για τη φωνή και την ατμόσφαιρα που φτιάχνει ο Cave και το εύρος των εκφραστικών του δυνατοτήτων – όπως και ολόκληρης της μπάντας, δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο. Δέκα τραγούδια πολλαπλής ακρόασης και ανάγνωσης, δημιουργούν μια τελετουργική αίσθηση, που με τις εναλλαγές ύφους, χρήσης εφέ και πολλαπλών οργάνων καθιστούν το άλμπουμ ως κλασσικό για το είδος του.

Το “Let Love in” ήταν ο τελευταίος δίσκος της πιο ροκ και βίαιης περιόδου του Nick Cave με τους Bad Seeds. Στα επόμενα δέκα χρόνια κάνουν στροφή σε πιο ατμοσφαιρικά και αργά μουσικά θέματα, για να επανέλθει σε πιο δυναμικά και ροκ κομμάτια πολλά χρόνια μετά, με το εκπληκτικό “Dig Lazarus Dig” το 2008.

Είχα την τύχη να δω και να ακούσω ζωντανά την μπάντα  -και συγκεκριμένα τα τραγούδια του Let love in-  πολλές φορές μέσα στη δεκαετία του 1990, στο εξωτερικό, σε Ευρωπαϊκές τους περιοδείες και θα τολμούσα να πω, πως η μουσική τους και ο δημιουργικός τους παροξυσμό με επηρέασε καθοριστικά, ως πιτσιρικά και νεαρό ποιητή, στον τρόπο σκέψης και στον τρόπο να βλέπω και να βιώνω τα πράγματα διαφορετικά.

3. Portishead, Dummy

Οι αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν πολύ ενδιαφέρουσες μουσικά όπως ανέφερα και στην αρχή, με την ηλεκτρονική μουσική να εξελίσσεται από τις πρώιμες μορφές της techno και της hip-hop  σε πιο πολύπλοκους, διερευνητικούς και πειραματικούς μουσικούς δρόμους, προσθέτοντας πολλά στοιχεία που εμπλούτισαν το είδος. Σε αυτό το μεταίχμιο, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε μία πόλη της Νότιας Αγγλίας, το Bristol όπου και εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τα τρία σχήματα που εδραίωσαν ένα νέο μουσικό είδος, το trip-hop: Οι Massive Attack, ο Tricky και οι Portishead. Οι Massive είχαν ήδη κυκλοφορήσει δύο δίσκους σταθμούς, τα εκπληκτικά “Blue Lines” και “Protection”και δεκάδες νέα συγκροτήματα ξεπηδούσαν σε μία σκηνή που διαμορφωνόταν με πολύ δυναμικό τρόπο. Το 1994 και μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι Portishead εμφανίζονται από την ομώνυμη γειτονική πόλη του Bristol και κάνουν την είσοδό τους στα μουσικά δρώμενα με το “Dummy”. Ήμουν τυχερός, μιας και έζησα από πολύ κοντά εκείνα τα χρόνια ζώντας στην Βρετανία, είχα την τύχη να είμαι παρόν σε πολλά live των εν λόγω συγκροτημάτων.

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις με λέξεις το μέγεθος της αξίας αυτού του δίσκου. Είναι περισσότερο αίσθηση, αισθαντικότητα, διανοητική, εγκεφαλική, ψυχική κατάσταση που σε διαπερνάει και λειτουργεί ευεργετικά – σωματικά θα έλεγα, με τον τρόπο που ξέρει να κάνει η μουσική που είναι αριστουργηματική με όλη την σημασία της λέξης. Το “Dummy” είναι ένα μουσικό γεγονός που συμβαίνει μια φορά στα δέκα στα είκοσι ή στα εκατό χρόνια ίσως!

Ο ευφυέστατος συνδυασμός ηλεκτρονικών μουσικών μερών, μικρών σε διάρκεια, επαναλαμβανόμενων και εναρμονισμένων με προ ηχογραφημένα σύντομα φωνητικά μέρη, δημιουργεί την ιδανική ατμόσφαιρα για την εισαγωγή στον μυστηριώδη, μελαγχολικό κόσμο των Portishead.

Η Beth Gibbons, η τραγουδίστρια με τους λυγμούς στη σπαραχτική της φωνή, είναι η ψυχή των Portishead. Θυμάμαι πως στο τέλος των συναυλιών, ήταν έτοιμη να σωριαστεί στο πάτωμα από την ενέργεια που είχε ξοδέψει. Ενέργεια που δεν είχε να κάνει με την κίνηση πάνω στη σκηνή, το κάθε άλλο, έβγαζε όλη την συναυλία σχεδόν ακίνητη! Η εξάντλησή της προερχόταν από την εσωτερική της καταβύθιση, από έναν εντελώς υποδόριο σπαραγμό από τα βάθη της ψυχής της που με πάθος μοναδικό ζει – βιώνει το κάθε τραγούδι, τον κάθε στίχο με την ευθραυστότητα και την εκφραστική δύναμη μιας γυναίκας που ταξίδεψε στο έρεβος και επιστρέφει στην γη μεταλλαγμένη. Όμως κυρίως, καθαρμένη, εξαγνισμένη, διάφανη, ακριβώς, όπως αισθανόμασταν κι εμείς όταν την ακούγαμε- εμπνεόμασταν, μέναμε ξάγρυπνοι με το Roads ή το Glory Box για νύχτες, σκεπτόμενοι ο καθένας ένα ξωτικό, μια νεράιδα, ένα πλάσμα που πέφτει για ύπνο, ή που γδύνεται, χιλιάδες μίλια μακριά.

Θα ολοκληρώσω την λίστα μου με δυο αγαπημένα μου άλμπουμ που αν και πρωτοκυκλοφόρησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την δική μου ενηλικίωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έρχονται ως απόηχος εκείνης της εποχής, μα ανήκουν σε κάθε εποχή, αφού η κάθε νέα γενιά που τα ακούει, τα οικειοποιείται, τα κάνει δικά της μέχρι κι αυτή με την σειρά της να τα παραδώσει στην επόμενη γενιά.

4. Joy Division, Unknown Pleasures

Είναι μυθική η επιρροή αυτού του δίσκου, του πρώτου LP των Joy Division πίσω στο 1979.  Χωρίς τους Joy Division, χωρίς αυτό το άλμπουμ, η ροκ και ποπ κουλτούρα των καιρών μας θα ήταν πολύ διαφορετική.  Το κλειστοφοβικό Μάντσεστερ, ο ευάλωτος ροκ ποιητής Ian Curtis,  η δυσβάσταχτη εσωστρέφεια, ο πεσιμισμός, οι υπαρξιακοί σκοτεινοί στίχοι,  οι επιρροές τους από τους  Lou Reed , Velvet Underground, Sex Pistols, Iggy Pop, Doors, όμως κυρίως, η αναζήτηση της χαμένης αθωότητας μέσα από τους δαίμονες των καιρών, προσέδωσαν στην punk κουλτούρα της εποχής τους την σκοτεινή όψη που αναζητούσε.  Καθώς το Punk τα χρόνια εκείνα είχε διαδοθεί ήδη σε ευρύ κοινό, η επιλογή των Joy Division να μπολιάσουν την αυθεντική επιθετική του διάσταση με γερές δόσεις εσωστρέφειας συνέβαλε ώστε να προκύψει κάτι εντελώς καινούργιο – κάνοντας την έως τότε επιθετική διάσταση του Punk, προσωπική υπόθεση του καθενός.

Οι σπαστοί – κοφτοί  ήχοι που ξεπηδούσαν από την κιθάρα του Bernard Sumner, το υποτονικό – υπνωτιστικό σχεδόν μπάσο του Peter Hook, το ξερό παίξιμο των ντραμς του Stephen Morris, και εκείνη η τόσο χαρακτηριστική βαθιά φωνή του Ian Curtis, με έκαναν να δω τον κόσμο με μια οξεία ματιά. Θυμάμαι όταν άκουσα σε κασέτα για πρώτη φορά το Uknown Pleasures, ήμουν μαθητής γυμνασίου. Η κασέτα έλιωσε στην κυριολεξία από το πολύ παίξιμο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, όμως είχε ήδη αφυπνιστεί κάτι μέσα μου: μια μουσική διαίσθηση, μια ανάγκη να ψάξω, να αναζητήσω τι κρύβεται στο απόλυτο σκοτάδι και στο καθαρό φως της ψυχής και του κόσμου.

5. Tuxedomoon, Desire

Το “Desire” είναι ίσως το καλύτερο άλμπουμ των Tuxedomoon,  κι ένα από  τα καλύτερα ξεκινήματα για την δεκαετία του 1980. Είναι δύσκολο να εντάξεις μουσικά αυτή την φανταστική δουλειά. Τα ηχητικά του ισοδύναμα ανήκουν σε παράλληλα σύμπαντα και οι ρίζες του ίσως να προέρχονται από Γερμανική ηλεκτρονική τζαζ, με κλασσικά όσο και noire στοιχεία. Μακριά από εδραιωμένη μουσική αισθητική σαν σύνολο, μοναδικό και χωρίς σοβαρές προσπάθειες να αντιγραφεί, παραμένει ένα εμπνευσμένο – διαχρονικό έργο τέχνης με δικές του παραμέτρους, που ακόμα και οι ίδιοι του οι δημιουργοί δεν μπόρεσαν ποτέ να επαναλάβουν έως σήμερα. Οι ιδιαίτερες ψυχο – συναισθηματικές εντάσεις που σαν καταλύτης επέδρασαν για να ολοκληρωθεί αυτό το μυσταγωγικό – ποιητικό ταξίδι στις σκοτεινές εμμονές, στα όνειρα, στην παρακμή, στην αστική μελαγχολία και την μοναξιά, ακούγοντάς το ξανά, θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με μια δουλειά που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κυκλοφορήσει σήμερα, μιας και διατηρεί στο ακέραιο την αυθεντικότητά της και «περιδινεί» τον ακροατή στη λυτρωτική – χορευτική σκηνή των πιο μύχιων φόβων και συναισθημάτων του.

 

//Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Αλισάνογλου «Παιχνιδότοπος» κυκλοφόρησε το 201 από τις Εκδόσεις Kίχλη.

 

Διαβάστε ακόμα: Το top 5 του Νίκου Ερηνάκη. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top