Diario de Una Ninfómana1

5. Η Νυμφομανής (Diario de Una Ninfómana, 2008)

Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Μολίνα.

Παίζουν: Μπελέν Φάμπρα, Λεονάρντο Σμπαράλια, Άνχελα Μολίνα.

What’s up, doc? Μια πράξη που απολαμβάνει περισσότερο από κάθε άλλη στη ζωή της η Βαλ (Μπελέν Φάμπρα) είναι η σεξουαλική, τουλάχιστον από τότε που γνώρισε τον έρωτα στα δεκαπέντε της. Πλησιάζοντας πλέον τα τριάντα, η Βαλ «εξαντλεί» τον σύντροφό της Άλεξ (Νταβίντ Βερτ) και, ως εκ τούτου, περιμένει με ανυπομονησία τα ταξίδια της στη Βαρκελώνη, όπου ανταλλάσσει σωματικά υγρά με τον Χασάν (Πέδρο Γκουτιέρες). Όταν κάποια στιγμή αναζητεί δουλειά, γνωρίζει τον Χάιμε (Λεονάρντο Σμπαράλια) και τότε νέο πεδίο ερωτικής δόξης ανοίγεται μπροστά της.

Οι περιπέτειες της νύμφης του έρωτα: Τι ακριβώς επεδίωξε ο Κρίστιαν Μολίνα με τη «Νυμφομανή» του; Προφανώς, να κληροδοτήσει ένα έργο ίδιας ερωτικής έντασης με το «Μοιραίο Πάθος» του Λουί Μαλ ή με το «Intimacy» του Πατρίς Σερό ή με τη «Δασκάλα Πιάνου» του Μίκαελ Χάνεκε και να διερευνήσει το ρόλο της ερωτικής πράξης στη συναισθηματική ζωή των ανθρώπων. Κι αν το δραματικό υπόβαθρο του Μολίνα κουβαλάει το λιπόσαρκο σώμα του σαν δύσμορφος χωλός που σέρνει τα βήματά του με αβεβαιότητα στα δαιδαλώδη στενά μιας φανταστικής πόλης, η Μπελέν Φάμπρα, στο ρόλο της Βαλ, πατά γερά στις περιοχές του σεξ και με αξιοθαύμαστη σαρκική έπαρση επιδεικνύει on camera τις αρετές της στις περιπτύξεις με γνωστούς και άγνωστους –φυσικά, προς απογοήτευση του Φον Τρίερ, υπάρχει και σκηνή που εκτυλίσσεται σε τρένο, στην προσπάθειά της να πληρώσει το ακένωτο της ερωτικής επιθυμίας. Αν ο Μολίνα παρέμενε πιστός στο πνεύμα που επιτάσσει το μεστό σώμα της Φάμπρα, η «Νυμφομανής» θα γλίτωνε από τις κακοτοπιές της άνευρης ηθικολογίας. Κατάσταση που τελικά δεν αποφεύγει, με τη Βαλ να «θρηνεί» επειδή ο κόσμος θεωρεί τους εθισμένους στο σεξ άντρες «σούπερ άντρες», ενώ τις αντίστοιχες γυναίκες «σούπερ πουτάνες». Ο μόνος παρηγορητικός λόγος ακούγεται από τη γιαγιά της Βαλ (Τζέραλντιν Τσάπλιν), όταν ανακαλεί στη μνήμη της την ερωτική της δραστηριότητα: «Αν μπορούσα να το κάνω ξανά, είναι σίγουρο ότι θα έκανα έρωτα πολύ περισσότερο». Μπορεί η γιαγιά να μην ήταν «σούπερ πουτάνα», όμως είναι «σούπερ γιαγιά».

Γυναίκες στα όρια ερωτικού παροξυσμού: «…Έκανε αφόρητη ζέστη. Η Σιμόν ακούμπησε το πιάτο σ’ ένα σκαμνάκι, στήθηκε μπρος μου και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, κάθισε χωρίς να μπορώ να τη δω κάτω από την ποδιά και μούσκεψε τους ζεματιστούς γλουτούς της στο δροσερό γάλα. […] Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω, κι είδα το γάλα να τρέχει στα μπούτια της και να φτάνει ως τις κάλτσες. Σκουπίστηκε κανονικά μ’ ένα μαντίλι, όρθια πάνω από το κεφάλι μου, με τό ’να πόδι στο σκαμνάκι, κι εγώ έτριβα μ’ όλη μου τη δύναμη τον πούτσο μου πάνω από το πανταλόνι, σφαδάζοντας από καύλα, στο πάτωμα. Έτσι φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σ’ οργασμό χωρίς καν νά ’χουμε αγγιχτεί. Όταν όμως γύρισε η μητέρα της κι η Σιμόν χώθηκε τρυφερά στην αγκαλιά της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και χωρίς να με δουν, επειδή καθόμουνα σε χαμηλή πολυθρόνα, σήκωσα από πίσω την ποδιά κι έχωσα, ανάμεσα από τα καυτά της μπούτια, το χέρι μου βαθιά μες στον κώλο της…» («Η Ιστορία του Ματιού», Ζορζ Μπατάιγ)

Το τέλος της ταινίας, με τη Βαλ να απολαμβάνει σύντομες στιγμές αυτοϊκανοποίησης:

Στην επόμενη σελίδα: Η δαιμονισμένη Σιμπίλα και το «Σατυρικόν» του Φελίνι.

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top