«Πώς απ᾿ τον Πόρο, Αντρέα;/εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο» (Μίλτος Σαχτούρης). Στη φωτογραφία ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Οδυσσέας Ελύτης στην Άνδρο, από το λεύκωμα «Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου», Εκδ. Άγρα/Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2004.

«Πώς απ᾿ τον Πόρο, Αντρέα;/εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο» (Μίλτος Σαχτούρης). Στη φωτογραφία ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Οδυσσέας Ελύτης στην Άνδρο, από το λεύκωμα «Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου», Εκδ. Άγρα/Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2004.

Μίλτος Σαχτούρης, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο»

Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ᾿ τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
– Πώς απ᾿ τον Πόρο, Αντρέα;
εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
– Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ᾿ το θάνατό του.

 

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Κέρκυρα»

Το βράδυ θα πέφτει πάντα στα νερά. Γείρε στην προκυμαία
όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα
στα λιόδεντρα που δένονται με τη θάλασσα. Όπου κι αν πας
θ’ αρχίζεις ένα αίσθημα και θα τ’ αφήνεις μισό τελειωμένο
Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα
μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχο
το χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζοντα
στα μάτια σου

 

Μαρία, Λαϊνά, «Μικρός Πόρος»

Νύχτα στη μέση του νησιού
ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι της
ενώ οι μέλισσες και τα μερμήγκια οδηγούνται
απ’ τον ήλιο.

Εκείνη όπου να ’ναι θα γυρίζει σπίτι
περνάει στο αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες
σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει
τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.

Η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη
κάτω απ’ τον μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων
θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού.

 

Βασίλης Παπάς, «Κάρπαθος»

Κοιμούνται οι βράχοι μες στη θάλασσα
και με το ρύγχος ρουθουνίζουν στα μελτέμια
κι όπως κοιτάζεις μακριά
τ’ αποκαΐδια παλαιότερης φωτιάς στη ράχη τους
– φλέβες νεκρές με ξεραμένο αίμα –
τώρα τροφή για τα ούλα
της βροχής και του αέρα.
Φύλλα της κάππαρης
τ’ ομηρικό ακρογιάλι
κι ανίσχυροι μπρος στο τοπίο πειρατές
ν’ αλέθουν οι ανεμόμυλοι
απ’ όπου φυσάει ο χρόνος
η Όλυμπος σαν γιορτινό φουστάνι
γύρω απ’ το βουνό
να ξημερώνει με ωδίνες του πανηγυριού
και κλάματα των γεννημένων μόλις αισθημάτων.

 

Σάκης Σερέφας, «Απομεσήμερο στον πλανήτη Κυκλάδες»

Ουρλιάζει ο γάιδαρος σαν γριέντζω
δαγκώνει τ’ αγκωνάρια στις ξερολιθιές
ο άνεμος τζίτζικες ξεριζώνει
φρενάρουν τόσο λαγαρά τα κύματα τα μνήματα κι ένα γριάκι
πάνω στα βράχια σκίζονται ξεκαρδίζονται
σκάρτα σκούτερ σπέρνουν εμετά μεταλλικά
σούπερ σύννεφα σκιάζουν τις ντομάτες
τον δαίμονα μέσα στις ντομάτες
γάτες περνούν ξυστά στη σκέψη κατακίτρινες
ήταν μεσημέρι όταν σε πήρε και σε σήκωσε
φως είσαι χαμένο κορμί
ο τρικυκλάς διαλαλεί
έχω πράμα σκασμός μεγάφωνο σαλεύει κάπως
μπα ήταν λίγη ταραχή και πάει
να πάλι λέω αν ρωτάτε
η Σοφία γαλήνια κοιμάται.

                                                          Κάστρο Σίφνου, Ιούλιος 1999

 

Διαβάστε ακόμα: Τα top 5 ποιήματα για τον πατέρα

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top