«Ο αναγνώστης διαβάζει κατά μόνας στο ήσυχο περιβάλλον του γραφείου του. Άλλες φορές μπορεί κατά την κρίση του να επιλέξει μια όχι ιδιαίτερα αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι, ή μια απλή καρέκλα στο δροσερό μισοσκόταδο της κουζίνας». (Pierre-Auguste Renoir, «Portrait of Edmon Maitre» – «The Reader», 1870)

Πρόκειται για μια σχεδόν λησμονημένη τέχνη. Χιλιάδες βιβλία γράφονται και διαβάζονται κάθε χρόνο, ελάχιστοι είναι όμως οι άνθρωποι που αναγιγνώσκουν: εκείνοι δηλαδή που αναγνωρίζουν σ’ ένα βιβλίο μια άγνωστη πλευρά του εαυτού τους, μια ξεχασμένη αίσθηση ή μια συγκίνηση που έρχεται στην επιφάνεια με τη διακριτική μεσολάβηση του συγγραφέα. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, καμμιά σχέση δεν έχουν με όσους περι-διαβάζουν στις σελίδες ενός βιβλίου. Είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται σχεδόν με εξαφάνιση. Ωστόσο, αναγνωρίζονται ακόμα από το τυπικό μιας τελετής που επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη εδώ και αιώνες.

Ο αναγνώστης διαλέγει ο ίδιος τα βιβλία του. Το βιβλιοπωλείο είναι ο φυσικός του χώρος, το δεύτερο σπίτι του. Αφού παραπλεύσει τους φορτωμένους πάγκους, σφραγίζοντας τ’ αυτιά του στις σειρήνες των τελευταίων εκδόσεων, ο αναγνώστης κατευθύνεται στα σκονισμένα ράφια. Ξέρει καλά πως κάτω απ’ τη σκόνη, μέσα στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη, περιμένουν οι πραγματικοί θησαυροί, όπως τα εκλεκτά κρασιά που παλαιώνουν στην κάβα. Εκεί αφήνει το μάτι του να πλανηθεί σε τίτλους, ονόματα συγγραφέων, λέξεις και χρώματα. Όταν κάποιο βιβλίο τραβήξει την προσοχή του, το κατεβάζει απ’ το ράφι και το ξεφυλλίζει με ανυπόμονα χέρια. Διαβάζει το οπισθόφυλλο, το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, κάποιες τυχαίες περικοπές. Ο αναγνώστης προσέχει ακόμα τα τυπογραφικά στοιχεία, την εικόνα και το στήσιμο του εξωφύλλου, την ποιότητα του χαρτιού. Μερικοί αναγνώστες συνηθίζουν να βυθίζουν τη μύτη τους μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου και ν’ απολαμβάνουν το άρωμα της τυπωμένης μελάνης. Μολονότι αυτό γίνεται συνήθως στα κρυφά, πρέπει να σημειώσουμε ότι αποτελεί μια καθ’ όλα νόμιμη πράξη. Το βιβλίο απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις μας, κι αυτό είναι κάτι που το ξέρει καλά ο αναγνώστης.


Διαβάστε ακόμα: «Καθώς έκλεινα το βιβλίο ήξερα ότι η ζωή μου είχε αλλάξει».


Ο αναγνώστης διαβάζει πάντοτε μόνος. Γνωρίζει πως η ανάγνωση είναι μια διαδικασία που, όπως μια δύσκολη και απαιτητική ερωμένη, αξιώνει ολόκληρη την προσοχή του. Φροντίζει, λοιπόν, να εξασφαλίσει την απόστασή του από την πραγματικότητα προκειμένου να βυθιστεί απερίσπαστος σ’ έναν καινούργιο κόσμο. Η ανάγνωση σε παραλίες, καφενεία, μέσα μαζικής μεταφοράς, παγκάκια πάρκων και, γενικά, σε πολυσύχναστα μέρη, είναι μια προβληματική μορφή ανάγνωσης. Πράγματι, αρκεί ένας θόρυβος, μια φωνή, η άκαιρη παρέμβαση του σερβιτόρου, για να ραγίσει ο κόσμος που ο αναγνώστης οικοδομούσε μέσα του. Γι’ αυτό ο αναγνώστης διαβάζει κατά μόνας στο ήσυχο περιβάλλον του γραφείου του. Άλλες φορές μπορεί κατά την κρίση του να επιλέξει μια όχι ιδιαίτερα αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι ή μια απλή καρέκλα στο δροσερό μισοσκόταδο της κουζίνας. Η ανάγνωση στο κρεβάτι ή στον καναπέ, μολονότι χαίρει ιδιαίτερης προτίμησης από μια ορισμένη κατηγορία αναγνωστών που διακρίνονται για τη σωματική νωθρότητά τους, δεν ενδείκνυται, διότι ουσιαστικά υποθάλπει και την πνευματική νωθρότητα του αναγνώστη.

«Ο αναγνώστης διαβάζει πάντοτε μόνος. Γνωρίζει πως η ανάγνωση είναι μια διαδικασία που, όπως μια δύσκολη και απαιτητική ερωμένη, αξιώνει ολόκληρη την προσοχή του». (Michael Flanagan, «ATLAS», 2009)

Ο αναγνώστης μπορεί να συνοδεύσει τη διαδικασία της ανάγνωσης με ορισμένα άλλα μέσα: τσιγάρο, πίπα, πούρο για τους καπνιστές, αφεψήματα ικανά να σβήσουν τη δίψα και να ενισχύσουν την απόλαυση. Ανάμεσα στα τελευταία τα πλέον ενδεδειγμένα είναι το τσάι και ο καφές, που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση χωρίς να του στερούν τις πνευματικές του δυνάμεις. Απεναντίας, πρέπει να αποφεύγεται το αλκοόλ, που θολώνει την κρίση και μειώνει την ικανότητα της αντίληψης. Ορισμένοι αναγνώστες προτιμούν να διαβάζουν τα βιβλία τους με τη διακριτική συντροφιά της μουσικής. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως, ο αναγνώστης οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις μουσικές επιλογές του. Η μουσική πρέπει να περιορίζεται στον συνοδευτικό της ρόλο και σε καμμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να αποσπά την προσοχή του αναγνώστη.

«Ποτέ ο αναγνώστης δεν αφήνει αδιάβαστες σελίδες για να φτάσει πιο σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Για τον αναγνώστη σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός».

Ο αναγνώστης προτιμά τα άκοπα βιβλία, γιατί του δίνουν την ευκαιρία μιας πρώτης σωματικής επαφής που προηγείται της διαδικασίας της ανάγνωσης. Όπως αυτοί που προτιμούν το εκλεκτό κρασί, θέλει να συμμετέχει ο ίδιος στο μυστικό της αποσφράγισης ενός καλού βιβλίου. Οι εκδοτικοί οίκοι που προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό βιβλία με κομμένες τις σελίδες άλλο δεν κάνουν παρά να υποθάλπουν τη μαλθακότητα του αναγνώστη, ευνοώντας την παθητική στάση που ενδεχομένως ο τελευταίος θ’ αναπτύξει έναντι του βιβλίου. Γι’ αυτό ο αναγνώστης προτιμά τα άκοπα βιβλία και είναι πάντα εφοδιασμένος μ’ έναν κοφτερό χαρτοκόπτη ή ένα κοινό μαχαίρι που το γλιστράει τρυφερά ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου προσέχοντας να μην το πληγώσει. Ενώ κόβει τις σελίδες, ο αναγνώστης εξετάζει με την άκρη των δακτύλων την υφή του χαρτιού, το βάρος και την πυκνότητά του, και επιτρέπει στο βλέμμα του να πλανηθεί ανάμεσα στις τυπωμένες σειρές λαμβάνοντας έτσι μια πρώτη γεύση απ’ το βιβλίο, ακριβώς όπως ο γευσιγνώστης στριφογυρίζει στο στόμα του μια γουλιά από το εκλεκτό ποτό μέχρι να νιώσει ν’ αναδεικνύεται το άρωμά του.


Διαβάστε ακόμα: «Έτσι μου έμεινε η συνήθεια της διασπασμένης ανάγνωσης».


Ο αναγνώστης διαβάζει αργά, προσπαθώντας να εναρμονίσει τον ρυθμό της ανάγνωσης με τους εσωτερικούς ρυθμούς της αφήγησης. Πολλές φορές απολαμβάνει δύο και τρεις φορές την ανάγνωση κάποιας σελίδας ή αφήνεται σε μια μυστική ονειροπόληση, η οποία αποτελεί μέρος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ εκείνου και του συγγραφέα. Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει ότι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά της αφήγησης είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί, για να δημιουργήσει, για να ονειρευτεί. Ποτέ ο αναγνώστης δεν αφήνει αδιάβαστες σελίδες για να φτάσει πιο σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Για τον αναγνώστη σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός.

«Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει ότι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά της αφήγησης είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί, για να δημιουργήσει, για να ονειρευτεί». (Vincent Van Gogh, «The Novel Reader»)

Ο αναγνώστης ξέρει πως ένα καλό βιβλίο πρέπει να διαβάζεται απνευστί, μέσα σε μια ιδιαίτερη κατάσταση που λίγο απέχει από τον πυρετό ή τη μέθη. Εάν κάποιο βιβλίο, λόγω μεγέθους, δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί σε μία και μόνη ανάγνωση, τότε ο αναγνώστης κατατρύχεται από μια παράξενη έξαψη, είναι απρόσεχτος στις καθημερινές ασχολίες του και καταδιώκεται από την έμμονη ιδέα του βιβλίου. Με σπουδή βιάζεται ν’ απαλλαγεί από τις βιοτικές του μέριμνες και να εξοικονομήσει τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Αρκετοί αναγνώστες προτιμούν να θυσιάσουν τον ύπνο τους προκειμένου να τελειώσουν την ανάγνωση ενός συγκεκριμένου βιβλίου. Ωστόσο, όταν η νύστα βαραίνει τα βλέφαρα, ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να συλλάβει όλες τις αποχρώσεις της αφήγησης, τη διαύγεια και τη στιλπνότητα του ύφους. Ο αναγνώστης θεωρεί την ανάγνωση ως την υψηλότερη μορφή απόλαυσης και αρνείται να υποκύψει σε τέτοιες ψυχαναγκαστικές διαδικασίες. Επίσης, ο αναγνώστης νιώθει βαθιά περιφρόνηση για όσους αντιμετωπίζουν την τέχνη του λόγου ως μια μορφή δραστικού υπνωτικού και αρνείται να διαβάσει «για να νυστάξει».

«Ο αναγνώστης νιώθει βαθιά περιφρόνηση για όσους αντιμετωπίζουν την τέχνη του λόγου ως μια μορφή δραστικού υπνωτικού και αρνείται να διαβάσει ‘’για να νυστάξει’’».

«Οι αληθινοί αναγνώστες, είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση», γράφει (μετά Λόγου γνώσεως) ο Σωτήρης Τριβιζάς.

Τυχαίνει κάποτε ορισμένα βιβλία ν’ αντιστέκονται στην πράξη της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης πλήττει, δυσανασχετεί, χασμάται, συλλαμβάνει τον εαυτό του να παραβλέπει παραγράφους ή ακόμα και ολόκληρες σελίδες του βιβλίου. Δύο πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν: ή το βιβλίο είναι πράγματι κακό, οπότε ο αναγνώστης δικαιούται να το ενταφιάσει στη βιβλιοθήκη του αναλογιζόμενος με πίκρα την αστοχία της επιλογής του, ή ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος για την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση ο αναγνώστης επανέρχεται μετά από μήνες ή και χρόνια και ανακαλύπτει στο βιβλίο που δεν κατόρθωσε να διαβάσει ένα αυθεντικό αριστούργημα. Το δέχεται χωρίς έκπληξη, γιατί ο αναγνώστης ξέρει ότι κι αυτός ωριμάζει, όπως ακριβώς και τα βιβλία.

Ο αναγνώστης αγαπά και φροντίζει τα βιβλία του. Διαβάζει προσεκτικά, αποφεύγοντας να διπλώσει τη ράχη τους ή να τσακίσει τις σελίδες τους και συχνά αντιστέκεται στον πειρασμό να υπογραμμίσει κάποια αποσπάσματα που του προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη του δεν αποτελεί μέρος της τυπικής επίπλωσης του σπιτιού. Είναι ένας ζωντανός χώρος, όπου συχνά συμβαίνει να βασιλεύει το χάος.

Η ανάγνωση είναι μια τέχνη της απόλαυσης και ως τέχνη ασκείται από τους μυημένους. Αυτοί, οι αληθινοί αναγνώστες, είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση. Γιατί ποιος είναι πρόθυμος στις μέρες μας να εντρυφήσει στα μυστικά μιας σχεδόν λησμονημένης τέχνης;

 

//Από τη συλλογή δοκιμίων του Σωτήρη Τριβιζά «Το Πνεύμα του Λόγου», εκδόσεις Καστανιώτη. Το τελευταίο του βιβλίο «δεκαοχτώ ποιήματα» κυκλοφόρησε στο τέλος του 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

 

Διαβάστε ακόμα: «Αυτό το βιβλίο με έκανε να γράψω πεζογραφία στα πενήντα».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top