Ένας ξεχωριστός νέος συγγραφέας που δεν ξεχνά αυτά που τον συντροφεύουν.

Αν δεν σας αρέσουν τα ατελή πράγματα, τα φαινόμενα δίχως συμπεράσματα, μην διαβάσετε αυτό το κείμενο. Μην συνεχίσετε.

Σοβαρολογώ. Αυτό το κείμενο είναι ημιτελές. Θα σας αφήσει μετέωρο, σε απορία, σε προβληματισμό, ίσως και σε εκνευρισμό. «Γιατί το έγραψε αυτός ο βλαξ;». «Γιατί έχασα χρόνο να το διαβάσω;». «Γκρ γκρ γκρ γκρ!».

Οπότε… πάτε παρακάτω. Κλικάρετε κάτι άλλο. Ένα βίντεο στο youtube με γατάκια και μπάλες μαλλί.  Ή με γιαγιάδες που κάνουν την ανάγκη τους στον διάδρομο ενός super market στην Οκλαχόμα. Αλλά φύγετε από εδώ. Αλήθεια. Μη. Μη διαβάσετε.

…Θέλετε να συνεχίσετε ε; Ok, η ευθύνη, δική σας. Εγώ είμαι ξεκάθαρος. Ενημέρωσα. Προειδοποίησα. Αυτό το κείμενο είναι λειψό. Αυτό το κείμενο δεν έχει απαντήσεις. Ούτε κλιμάκωση. Ούτε συμπέρασμα. Το ξέρετε! Και διαλέγετε να συνεχίσετε…

Συνεπώς, ας μπούμε στο θέμα μας: Η κυρία με το Σκυλάκι. Όχι γατάκια. Όχι χαριτωμενιές. Βαρετή, παλιακή μυθοπλασία.

Η Κυρία με το Σκυλάκι. Ίσως το πιο γνωστό διήγημα του Τσέχωφ, ενός από τους μεγαλύτερους δραματουργούς της ιστορίας. Που τα διηγήματά του (ας μου επιτραπεί ο αφορισμός) είναι πολύ καλύτερα από τα θεατρικά του. Και από αυτά, το καλλίτερο θεωρείται η Κυρία με το Σκυλάκι.

Για πρώτη φορά στα σαράντα του, στο φρικτό, σκοτεινό πυθμένα του κυνισμού του, ένα οδυνηρό φως τον εμποδίζει να είναι γαλήνιος, μουδιασμένος, αποστασιοποιημένος.

Βασικό πρόσωπο, ο Γκούροφ. Μεσοαστός Ρώσος. Βολεμένος σαραντάρης. Βαριέται τη ζωή και την ύπαρξή του. Βλέπει τις γυναίκες σαν εργαλεία διασκέδασης και έτσι μόνο τις χρησιμοποιεί. Βαριά λέξη, αλλά ακριβής. Απατά τη γυναίκα του συστηματικά και πληγώνει τα νεαρά κορίτσια που τον εμπιστεύονται.

Δεύτερη πρωταγωνίστρια η Άννα. Νεαρό κορίτσι, δροσερό, παντρεμένο. Με ένα όμορφο σκυλάκι. Το οποίο βγάζει βόλτα στην προκυμαία της Γιάλτας όπου έχει ταξιδέψει για τις διακοπές της. Εκεί την εντοπίζει και τη βάζει στόχο ο Γκούροφ, ο οποίος, ως τεχνίτης της αποπλάνησης, καταφέρνει να τη ρίξει στο κρεβάτι σε ελάχιστες μέρες.

Ο Τσέχωφ έγραψε την Κυρία με το Σκυλάκι το 1899. Η τόλμη του να δημοσιεύσει, εκείνη την εποχή, μια ιστορία μοιχείας, ήταν απλά τεράστια.

Οι δυο τους περνάνε λίγες εβδομάδες παράνομης απόλαυσης. Κάνουν βόλτες, έρωτα, συζητήσεις. Μα, μην φανταστείτε κάποια ιδιαίτερη ανάταση και ένταση, κάποια ιδιαίτερη χαρά. Πάνω από κάθε τι που κάνουν, ρίχνει το βάρος και τη σκιά του το σκοτεινό σύννεφο της ενοχής της Άννας και του κυνισμού του Γκούροφ. Και η ανία, αυτή η φρικτή ανία που μοιάζει να είναι η αιτία για όλα.

Οι μέρες περνούν και εκείνη φεύγει. Επιστρέφει στην πόλη όπου την περιμένει ο άντρας της. Ο Γκούροφ, λίγες μέρες μετά, επισπεύδει και αυτός την επιστροφή του στη Μόσχα. Επισπεύδει την επιστροφή του στην κανονικότητα, στην ρουτίνα, στην κυνική του γαλήνη. Μα… μα η ζωή, του επιφυλάσσει μεγάλη έκπληξη, εκεί στου δρόμου τα μισά. Για πρώτη φορά στα σαράντα του, στο φρικτό, σκοτεινό πυθμένα του κυνισμού του, ένα οδυνηρό φως τον εμποδίζει να είναι γαλήνιος, μουδιασμένος, αποστασιοποιημένος.

Ποιο φως; Αυτό: Του είναι αδύνατον να ξεχάσει την Άννα. Τη σκέφτεται όλο και περισσότερο, τον στοιχειώνει, τον βασανίζει. Αυτή τη χαζούλα κλαψιάρα, που ούτε ιδιαίτερα όμορφη, ούτε ιδιαίτερα χαρισματική είναι, δεν βγαίνει από το μυαλό του.

Σε μια υπέροχη σκηνή, στην όπερα της κωμοπόλεως, όπου έχει πάει για να δει από μακριά την Άννα του, το θύμα του, ταλανίζεται από την συνειδητοποίηση της υποψίας πως εκείνη δεν τον θέλει.

Και ο ψύχραιμος, σκληρός, κυνικός εκμεταλλευτής, κάνει την τρέλα, την αποκοτιά: Πάει να την βρει στην μικρή πόλη της. Δεν μπορεί να αντισταθεί, δεν γίνεται να μην την ξαναδεί, και ας ξέρει, αυτός περισσότερο από εκείνη, πόσο μάταιη και πόσο ριψοκίνδυνη είναι η συνάντησή τους.

Έτσι ο Γκούροφ έγινε πάλι παιδί. Σε μια υπέροχη σκηνή, στην όπερα της κωμοπόλεως, όπου έχει πάει για να δει από μακριά την Άννα του, το θύμα του, ταλανίζεται από την συνειδητοποίηση της υποψίας πως εκείνη δεν τον θέλει – αλλά αυτό δεν τον ενδιαφέρει, θέλει να την δει, πρέπει να την δει, χρειάζεται να την δει. Εμφανίζεται μπροστά της, εκεί, στα θεωρεία, εκείνη τρομάζει, κάνει να φύγει, μα αυτός την καταδιώκει. Και όταν την στριμώχνει σε μια σκοτεινή σκάλα, του ομολογεί… «Πόσο υποφέρω… Μόνο εσάς σκέφτομαι, συνέχεια, μόνο με την σκέψη σας ζω. Και ήθελα να ξεχάσω, να ξεχάσω, μα γιατί, γιατί ήρθατε;»

Και εκείνος, ο κυνικός, τα κάθαρμα, ορμά και αρχίζει να την φιλάει. Στο πρόσωπο, στα μάτια, στα χέρια. Τρομάζει εκείνη περισσότερο. Για να μην γίνει σκάνδαλο, μην δουν στην όπερα της μικρής της πόλης να την φιλά ένας άντρας, του υπόσχεται. «Θα σας έρθω στην Μόσχα. Υπόσχομαι. Θα έρθω στην Μόσχα. Να σας βρω.» (Στον πληθυντικό. Πάντα στον πληθυντικό…)

Η Άννα άρχισε να πηγαίνει στην πρωτεύουσα – για να την εξετάζει ο γιατρός για τα γυναικολογικά της. Ο σύζυγός της την πίστευε και δεν την πίστευε. Μια φορά στους δύο, τρεις μήνες ο Γκούροφ και εκείνη συναντιούνται, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείο. Μα οι συναντήσεις τους δεν είναι χαρά, δεν είναι ηδονή. Είναι θλίψη και σκέψη πολλή και εικασίες και λαχτάρα. Να κατάφερναν να μην χρειάζεται να κρύβονται! Να μην ήταν απαραίτητο να έχουν μια μυστική ζωή! Να μην ήταν αναγκαίο η καλλίτερη τους ζωή να είναι θαμμένη και κρυφή!

Ο Τσέχωφ έγραψε την Κυρία με το Σκυλάκι το 1899. Η τόλμη του να δημοσιεύσει, εκείνη την εποχή, μια ιστορία μοιχείας, όπου οι πρωταγωνιστές δεν σκοτώνονται από το τρένο, θα αρκούσε για να την κάνει αξιοσημείωτη και σπουδαία, μόνο που ο τρυφερός συγγραφέας κάνει πολλά περισσότερα.

Η αγάπη, εδώ, δεν είναι ένα συναρπαστικό, συγκινητικό γεγονός, δεν αποτελεί «σκάνδαλο» ή και «πάθος». Η αγάπη είναι σκληρός δάσκαλος.

Ο τρόπος που γράφει για τον σαρκικό έρωτα, χωρίς ούτε μια αποκαλυπτική λέξη, χωρίς μια τολμηρή περιγραφή, είναι ένα αριστούργημα επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Του τα λέει όλα, χωρίς να πέφτει ούτε για μια στιγμή στην παγίδα του προφανούς. Όμως, κάνει και κάτι ακόμα ομορφότερο. Δεν πέφτει ούτε στην παγίδα του επιτηδευμένου υπαινιγμού. Η ζωή είναι. Η ζωή δεν χρειάζεται παρουσίαση. Το επίπεδο από το οποίο λέει την ιστορία, είναι καλά διαλεγμένο. Και δεν ξεφεύγει από αυτό ούτε στιγμή.

Αγνοεί, επιπλέον, την ευκολία, τον όποιο πειρασμό να κρίνει, να στηλιτεύσει, ακόμα ακόμα και να συγχωρέσει τους δύο ήρωές του. Καμία κρίση. Ελευθερία μόνο. Απόλυτη ελευθερία. Τους επιτρέπει να υπάρχουν όπως ακριβώς «θέλουν». Με τις επιλογές και τις αποφάσεις τους. Σαν να μην είναι δημιούργημά του. Σαν να είναι ελεύθεροι, αυτοδιάθετοι.

Εστιάζει στην αγάπη ως υπαρξιακό φαινόμενο, που αλλάζει, που εξελίσσει τον άνθρωπο, που από κυνικό κάνει τον Γκούροφ τρυφερό και την Άννα τολμηρή, από ηθική. Η αγάπη, εδώ, δεν είναι ένα συναρπαστικό, συγκινητικό γεγονός, δεν αποτελεί «σκάνδαλο» ή και «πάθος» που γίνεται αξιαφήγητο επειδή είναι ζουμερό. Ελευθερία από αυτά τα στερεότυπα, αυτό κηρύττει ο Τσέχωφ. Εδώ, η αγάπη είναι σκληρός δάσκαλος – που μαθαίνει τους ανθρώπους να εκτιμούν την ζωή, να αγαπάνε την αλήθεια, να συγχωρούν και να ζητούν συγχώρεση, να αφοσιώνονται και να γίνονται καλλίτεροι. Αλλά ταυτόχρονα και να πονάνε. Η αληθινή αγάπη, ραγίζει την καρδιά σου.

Παράδοξο ε; Δεν είναι το μόνο παράδοξο της ιστορίας. Έχει και άλλα… το πώς μια συνθήκη υποκρισίας, τα ψέματα που «αναγκάζονται» να πουν ο Γκούροφ και η Άννα στους νόμιμους συντρόφους τους, είναι η βάση για αλήθεια, για αγάπη, για διαφώτιση και για αυθεντικότητα. Αλλά, επίσης, η ιστορία μας κάνει να αναρωτηθούμε… όντως αναγκάζονται να πουν ψέματα; ή ή μήπως είχαν επιλογή να είναι ειλικρινείς;

Ο Τσέχωφ δεν είναι γλυκερός, όσο τρυφερός και αν είναι. Δεν χαρίζει την ευτυχία στους ήρωες του. Δεν τους κρίνει, αλλά και δεν τους τακτοποιεί. Ο δρόμος είναι μακρύς, για αυτούς.

Και ακόμα… παράδοξη είναι η τρυφερή επισήμανση της αμφιθυμίας της ζωής, το πώς ο καλός και ο κακός άνθρωπος, ο κυνικός και ο ευαίσθητος, ο σκληρός και ο τρυφερός, ο σαρκικός και ο φιλόσοφος, ο ελεύθερος και ο σκλάβος είναι όλοι το ένα, το ίδιο πρόσωπο

Γεννήθηκε στον Βόλο το 1973. Εργάζεται ως κειμενογράφος και δημιουργικός διευθυντής στην διαφήμιση. Είναι εισηγητής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Ζει στο Παγκράτι.

Ο Τσέχωφ δεν είναι γλυκερός, όσο τρυφερός και αν είναι. Δεν χαρίζει την ευτυχία στους ήρωες του. Δεν τους κρίνει, αλλά και δεν τους τακτοποιεί. Ο δρόμος είναι μακρύς, για αυτούς. ‘Έτσι κλείνει την ιστορία:

«Και φαινόταν πως δεν ήθελε πολύ ακόμη – και θα βρουν τη λύση, και τότε θα ξεκινήσει νέα, υπέροχη ζωή∙ και τους ήταν ξεκάθαρο ότι ακόμα είχε πολύ μέχρι το τέλος, πάρα πολύ, και πως το πιο βαρύ και το πιο δύσκολο μόλις είχε αρχίσει».

Αυτή είναι η τελευταία αράδα του διηγήματος. Να λοιπόν. Μια ιστορία δίχως τέλος. Τι θα γίνει με τον έρωτα του Γκούροφ και της Άννας; Θα ζήσουν ποτέ μαζί ή θα βλέπονται μια φορά τους δύο – τρεις μήνες; Τι θα γίνει με τους συντρόφους τους; Σε αυτές και σε όλες τις άλλες ερωτήσεις δεν υπάρχει καμία απάντηση, κανένας υπαινιγμός, έστω, από τον συγγραφέα. Ελευθερία – από στερεότυπα, από απαντήσεις, από συμπεράσματα, από κρίσεις και καταδίκες, από συγχώρεση και από συμπόνια.

Αρκεί που αναρωτηθήκαμε. Αρκεί που βιώσαμε το αληθινό και αναμφίβολο δεδομένο πως στην ζωή δεν υπάρχει τέλος, στους ανθρώπους δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο, στις μεγάλες αγάπες δεν υπάρχει μόνο ευτυχία, στην υποκρισία δεν υπάρχει μόνο προστυχιά, στην τόλμη δεν υπάρχει μόνο γενναιότητα, στην ελευθερία δεν υπάρχει μόνο ελευθερία.

Και αν διαβάσατε ως εδώ, και αν πήρατε το ρίσκο να φτάσετε σε αυτήν την φράση, παρά το ότι δεν υπάρχει τέλος, συμπέρασμα, ίσως, τελικά, υπάρχει κάτι να κρατήσουμε. Πως στην ζωή δεν μπορείς να βγάζεις συμπεράσματα. Και αυτό είναι το μόνο σίγουρο συμπέρασμα.

Τα βιβλία του Βαγγέλη Προβιά «Πλατεία Μεσολογγίου» και «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ.

 

Διαβάστε ακόμα – Αύγουστος Κορτώ: «Το Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top