«Έχω μάθει ότι μέσα από τις διαρκείς δοκιμασίες που περνάς, καταφέρνεις να διαχειρίζεσαι τα πράγματα».

Ο Βασίλης Παλαιολόγος είναι μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου και ζει μια ζωή με ιδιαίτερες ξεχωριστές πτυχές που δεν είχα ξανασυναντήσει. Ο ηθοποιός απέναντί μας είναι ένας ταμένος στην άλλη του δουλειά στρατιώτης: νοσηλευτής στο Παίδων εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν σκέφτηκε στιγμή να εγκαταλείψει όλους όσους νιώθει ότι βοηθά, περισσότερο ακόμη και από τους γιατρούς, για χάρη της υποκριτικής. Διαχωρίζει τα δύο στην καρδιά του, τα τιμά εξίσου και τα ζει δυνατά. Ένας γλυκός άνθρωπος μετράει τα άστρα καθημερινά.

– Πείτε μου λίγο την ιστορία σας, πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα χωριό έξω από τον Πύργο Ηλείας, το οποίο βέβαια τότε ήταν κεφαλοχώρι, είχε πολλούς κατοίκους. Εκεί είχαν χτίσει και ένα υπέροχο Δημοτικό Σχολείο, που  τώρα όμως το έχουν αφήσει και ρημάζει. Γυμνάσιο και Λύκειο πήγα στον Πύργο. Ο πατέρας μου είχε ένα χασάπικο στο χωριό, που ήταν πάντα ανοιχτό, και η μητέρα μου συχνά τον βοηθούσε, αφού τελείωνε τις δουλειές στο σπίτι με τρία παιδιά. Καθώς μεγαλώναμε, πολλές φορές βοηθούσαμε κι εμείς.

»Ήταν μια απλή, πραγματική ζωή, χωρίς φτιασίδια και πολλά πολλά, αλλά μου άρεσε πολύ. Στις Πανελλήνιες, στο τέλος του Λυκείου, πέρασα στη Νοσηλευτική – ο χώρος της Υγείας με ενδιέφερε πολύ. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της σχολής, είχα σκεφτεί να δώσω κατατακτήριες, για να πάω στην Ιατρική. Όσο όμως προχωρούσα τις σπουδές, συναισθηματικά κάπως με απώθησε αυτή η ιδέα τού να γίνω γιατρός και επέλεξα να είμαι πιο κοντά στον άρρωστο, ως νοσηλευτής. Τελείωσα λοιπόν τη σχολή και άρχισα να δουλεύω, συγκεκριμένα στο Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία, όπου συνεχίζω μέχρι και σήμερα, στην Εντατική Μονάδα Νεογνών. Είμαι εν ενεργεία νοσηλευτής, δεν σταμάτησα ποτέ.

– Πώς το ζείτε όλο αυτό; Ακούγεται αρκετά δύσκολο, ειδικά στη μονάδα που είστε…
Δεν ξέρω, είμαι σε μια διαρκή αυτο-ψυχοθεραπεία, μάλλον. Και μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά έχω μάθει ότι μέσα από τις διαρκείς δοκιμασίες που περνάς, καταφέρνεις να διαχειρίζεσαι τα πράγματα. Αν δεν μπορείς να τα διαχειριστείς, όμως, πρέπει να κάνεις ένα βήμα πίσω και να επιλέξεις κάτι άλλο.

«Τα πάντα είναι θέμα διαχείρισης -και οι επαγγελματικές σχέσεις και οι προσωπικές. Και θέλουν κόπο».

– Πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να λιποψυχάει κάποια στιγμή;
Όχι, ποτέ. Ούτε καν στην αρχή.

– Άρα, καθώς φαίνεται, ήταν κάτι που το θέλατε πολύ. Και η υποκριτική πώς ήρθε μέσα σε όλο αυτό;
Τυχαία ήρθε. Ο αδελφός μου είχε ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και δούλευε στην «Πατρίδα», μια τοπική εφημερίδα του Πύργου και ήθελε να κάνει μια συνέντευξη στον Αλέξανδρο Ρήγα, ο οποίος ήταν στα μέρη μας εκείνη την περίοδο. Συναντήθηκαν για τη συνέντευξη και πάνω στην κουβέντα, ο αδελφός μου του είπε για μένα, που τότε για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι, έκανα και καμιά φωτογράφιση ή διαφημιστικό. Τότε μάλιστα είχα κάνει ένα διαφημιστικό για τα σοκολατάκια Baci, η οποία είχε κάνει πάταγο εκείνη την εποχή. Ο Ρήγας κατάλαβε ποιος ήμουν και είπε στον αδελφό μου να πάω να τον βρω, γιατί ετοίμαζε κάτι και με ήθελε. Επρόκειτο για το σίριαλ «Δύο Ξένοι» -έτσι ξεκίνησα.

«Στο θέατρο, θέλω να κλάψω με τον ρόλο, που ενδεχομένως δεν κλαίει πάνω στη σκηνή – δεν θέλω να εκβιάσω κάποιο συναίσθημα».

– Δηλαδή χωρίς καν να έχετε σκεφτεί ή να έχετε κυνηγήσει κάτι τέτοιο.
Ακριβώς. Πήγα εκεί, πολύ φοβισμένος στην αρχή βέβαια, και τους είπα ότι είμαι εντελώς άσχετος και θα χρειαζόμουν βοήθεια. Ταυτόχρονα ξεκίνησα και μαθήματα σε Δραματική Σχολή, στο «Θέατρο των Αλλαγών». Επειδή εγώ τότε δούλευα, επέλεξα αυτή τη σχολή για να έχω ένα ευέλικτο ωράριο μαθημάτων. Είχα δασκάλους τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Καταλειφό, ανθρώπους που μου έδωσαν πολλά εφόδια. Κάπως έτσι ερχόταν το ένα μετά το άλλο κι εγώ συνέχιζα.

– Νιώθατε ότι τα πάτε καλά, ότι μπορείτε να ανταπεξέλθετε όπως πρέπει;
Θα έλεγα ότι είχα περισσότερο άγνοια κινδύνου, όπως το παιδί που εξερευνά καινούργια πράγματα γύρω του. Τώρα που το βλέπω προς τα πίσω, δεν θα το έκανα έτσι, τώρα γνωρίζω τους κινδύνους, τώρα ξέρω πως πρέπει να έχεις όπλα για να κάνεις το οτιδήποτε. Ήταν καθαρή τύχη, όσον αφορά εμένα.

– Από τη στιγμή που ξεκινήσατε να ασχολείστε περισσότερο με την υποκριτική, σκεφτήκατε ποτέ να αφήσετε την άλλη σας δουλειά;
Για ένα μικρό διάστημα, ναι. Οι στενοί μου φίλοι όμως μου κράτησαν τα γκέμια -και θα έλεγα ευτυχώς, για πολλούς λόγους ουσίας. Γιατί εγώ μέσα από αυτό τον συνδυασμό, έχω πάρει πολλά εφόδια, τα οποία μέσα από τον χώρο της Υγείας τα χρησιμοποιώ στην υποκριτική και αντίστροφα. Από το πώς θα λειτουργήσεις ως μονάδα μέχρι το άνοιγμα της συνεργασίας με άλλους ανθρώπους. Από το πώς θα εμπλακείς σε κάτι μέχρι το πού θα βάλεις το όριο της συναισθηματικής εμπλοκής σου. Από την προσήλωση σε ένα στόχο μέχρι την επιτυχία του.

«Είχα δασκάλους τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Καταλειφό, ανθρώπους που μου έδωσαν πολλά εφόδια».

– Στο θέατρο όμως πρέπει να μπορείς και να μπεις στο συναίσθημά σου το οποίο στο νοσοκομείο ελέγχεις μονίμως…
Στο θέατρο, θέλω να κλάψω με τον ρόλο, που ενδεχομένως δεν κλαίει πάνω στη σκηνή – δεν θέλω να εκβιάσω κάποιο συναίσθημα, ούτε δικό μου ούτε -πόσω μάλλον- του κοινού. Σημαντική εμπειρία ήταν το «Γάλα», για το οποίο με πρότεινε ως αντικαταστάτη η Αννα Βαγενά με συνέπεια να έχω κάνει πολύ λίγες πρόβες καθώς δεν ήμουν από την αρχή. Η πρώτη μου παράσταση ήταν στο Θέατρο Badminton, με 2.000 θεατές. Είχα έναν συγκλονιστικό μονόλογο που με απορρόφησε τόσο ώστε να ξεσπάσω σε λυγμούς, την ώρα της παράστασης. Θυμάμαι μετά, συζητώντας με τη Βαγενά, παρά τα συγχαρητήρια, μου είπε: «Βασίλη, ο χαρακτήρας του ρόλου που υποδύεσαι, έχει μέσα του πολλή πίκρα. Κατά τ’ άλλα όμως, είναι σαν το μάρμαρο, δεν λυγίζει». Όταν λοιπόν ήλεγξα εγώ το παίξιμό μου, άφησα ουσιαστική στον κόσμο τον χώρο να σπαράζει από τη συγκίνηση.

«Τα πάντα είναι θέμα διαχείρισης -και οι επαγγελματικές σχέσεις και οι προσωπικές. Και θέλουν κόπο».

– Έχετε κάνει ψυχοθεραπεία;
Όχι με κάποιον ψυχολόγο, αλλά με έχει βοηθήσει το ότι μιλάω με πολύ κόσμο -και με φίλους, και με ανθρώπους της δουλειάς μου, και με την ομοιοπαθητικό μου… Έχω περάσει δύο μεγάλες κρίσεις πανικού, που μάλιστα τη μία φορά με πήγαν στο νοσοκομείο γιατί νόμιζαν ότι παθαίνω έμφραγμα. Μίλησα στον Ιανό γι’ αυτό το θέμα, όπου με είχαν καλέσει γιατί θεωρώ πως είναι σημαντικό να βοηθάμε όσο μπορούμε κι αυτούς που δεν μπορούν να το διαχειριστούν. Ξέρετε, ο καθένας μας συσσωρεύει πολλά μέσα του και μπορεί να το πάθει ανά πάσα στιγμή. Τώρα που το αναγνωρίζω, το αποδέχομαι με πολύ μικρότερο κόστος. Τα πάντα είναι θέμα διαχείρισης -και οι επαγγελματικές σχέσεις και οι προσωπικές. Και θέλουν κόπο.

– Φαντάζομαι ότι το «Γάλα» ήταν μεγάλος σταθμός στη θεατρική σας πορεία. Άλλες τέτοιες στιγμές;
Από κει και πέρα, ξεκίνησαν οι ωραίες δουλειές. Έκανα τους «12 Ενόρκους», το «Υπό το μηδέν», που ήταν ένα πολύ ωραίο ισπανικό έργο, την «Άλωση της Κωσταντίας» του Μακριδάκη, την «Γκέμμα» του Λιαντίνη, που για μένα ήταν ένα πολύ δυνατό έργο.

–  Όταν λέτε «ωραίο έργο», τι σημαίνει για σας;
Αρχικά το κείμενο και μετά επικεντρώνομαι στους ρόλους και στα επίπεδά τους.

«Η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισα μεγάλη δυσκολία με αυτό τον ρόλο στο Terror».

– Πόση σημασία δίνετε στις κριτικές;
Ενδιαφέρομαι για τις κριτικές, στο επίπεδο που μπορούν να με βελτιώσουν. Δεν έχω όμως άγχος ούτε περιμένω πώς και πώς να τις διαβάσω. Μάλιστα θα ήθελα κι αυτοί που γράφουν κριτικές, να μην το κάνουν για να μας δημιουργήσουν άγχος αλλά για να καταθέτουν την άποψή τους, με βάση τον τρόπο που γίνεται η ανάγνωση ενός έργου και ενός ρόλου, είτε από τον σκηνοθέτη είτε από τον ηθοποιό.

– Παρακολούθησα την παράσταση που παίζετε τώρα, το «Terror», και μου άρεσε πάρα πολύ, ιδιαίτερα που το κοινό παίρνει τη θέση των ενόρκων και αποφασίζει αν ο «κατηγορούμενος» είναι αθώος ή ένοχος. Αυτό το ηθικό δίλημμα που παρουσιάζετε είναι πολύ έξυπνο και πολύ βαθύ. Θα μου πείτε τη δική σας γνώμη;
Θα προτιμήσω να μην πω τη γνώμη μου, αλλά θα πω ότι στην Ιαπωνία, δεν υπάρχει ούτε μία παράσταση που να έχουν αθωώσει τον κατηγορούμενο. Αυτό το έργο έχει ανέβει σε εβδομήντα και πλέον σκηνές σε Ευρώπη, Αμερική και Ασία. Στον Δυτικό κόσμο, φαίνεται ότι οι άνθρωποι επηρεάζονται αλλιώς. Ο Φον Σίραχ, ο Γερμανός συγγραφέας του έργου, που είναι και νομικός, έχει γράψει ένα ευφυέστατο κείμενο, με πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις -γιατί πιστεύω ότι τα περισσότερα από τα δεινά που ζούμε, προέρχονται πρώτα από τη θρησκεία, όπως η τρομοκρατία.

«Ένας δικαστής μού έκανε ένα πολύ ωραίο σχόλιο, μου είπε, ”είσαι ο πρόεδρος που θα θέλαμε να έχουμε στα ελληνικά δικαστήρια”».

– Αυτό το έργο θέτει πολλά ερωτήματα, όπως «υπάρχει δικαιοσύνη;», «ποιος ορίζει το δίκιο και το άδικο;»… Σε βάζει σε φοβερό προβληματισμό. Προκύπτουν συζητήσεις με το κοινό στο τέλος;
Πάρα πολλές. Κατ’ αρχάς έχω δει παρέες να τσακώνονται μεταξύ τους. Ο Αλιβιζάτος, ο συνταγματολόγος, μας είπε, «μου έχετε διαλύσει και το σπίτι και το γραφείο, με τις διαφορετικές γνώμες και συζητήσεις». Αυτό δεν το ακούς συχνά! Ήρθε επίσης η κυρία Λιγνού, που είναι δικαστής, και μας ζήτησε να κάνουμε μία έξτρα, απογευματινή παράσταση, την οποία προγραμματίσαμε για τις 17 Φεβρουαρίου, όπου ένορκοι θα είναι όλοι δικαστές της Αθήνας.

– Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να κάνετε και κάποιες παραστάσεις για μαθητές Λυκείου ή επίσης σε φυλακές…
Σκεφτόμαστε διάφορες τέτοιες κατευθύνσεις. Εξάλλου την πρεμιέρα της παράστασης την κάναμε στη Νομική Σχολή Αθηνών, με καθηγητές, δικαστές και φοιτητές στο κοινό, και είχε μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα ένας δικαστής μού έκανε ένα πολύ ωραίο σχόλιο, μου είπε, «είσαι ο πρόεδρος που θα θέλαμε να έχουμε στα ελληνικά δικαστήρια», για τον τρόπο αντιμετώπισης της υπόθεσης. Και η αλήθεια είναι ότι αντιμετώπισα μεγάλη δυσκολία με αυτό τον ρόλο. Δεν είναι εύκολο να κρατάς μια στάση μη εμπλοκής αλλά παράλληλα να κάνεις τους σωστούς χειρισμούς και να έχεις την πρόθεση να προχωρήσει η υπόθεση. Να μην την κατευθύνει κανένας άλλος παρά μόνο εσύ, χωρίς να δείχνεις κανένα συναίσθημα.

«Ο καθένας μας συσσωρεύει πολλά μέσα του και μπορεί να το πάθει ανά πάσα στιγμή».

– Αυτή η στάση όσον αφορά τον ρόλο σας υπάρχει έτσι στο κείμενο ή τη σύστησε ο σκηνοθέτης;
Ο Γιώργος Οικονόμου με βοήθησε πάρα πολύ σ’ αυτό το κομμάτι. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε και νομίζω ότι με έχει εξελίξει πάρα πολύ ως ηθοποιό, γιατί πέτυχα δύο πολύ καλές ερμηνείες υπό την καθοδήγησή του. Ο Γιώργος δεν λέει στον ηθοποιό τι ακριβώς θα κάνει, αλλά τον οδηγεί να κατανοήσει το βάθος του ρόλου του, ώστε να μπορέσει ο ηθοποιός να τον βγάλει έτσι όπως πρέπει.

– Είναι δηλαδή ένας «ανοιχτός» σκηνοθέτης…
Ναι, σου αφήνει απόλυτη ελευθερία. Κι όταν αισθάνεσαι κάτι τέτοιο, καταλαβαίνεις και πού είναι τα όρια και δεν θα τα περάσεις. Επίσης για τον συγκεκριμένο ρόλο, ζήτησα και από έναν δικαστή να μιλήσουμε, και πραγματικά πήρα πολλά πράγματα από αυτή τη συζήτηση. Το πιο βασικό, είναι η αποστασιοποίηση που πρέπει να έχει αυτός ο ρόλος, όπως βέβαια και η βαθιά γνώση της υπόθεσης. Ο δικαστής είναι ένας μαέστρος που κινεί τα νήματα από μια απόσταση, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά, γιατί είναι τεράστια ευθύνη να κρατάς τις τύχες ανθρώπων στα χέρια σου.

 

//ΙNFO
Θέατρο Αθηνών, Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00, Βουκουρεστίου 10, Τηλ.: 2103312343

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Νούσης – «Ακόμα η ελληνική κοινωνία επιβραβεύει τον γιατρό και τον δικηγόρο». 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top