Αρκετά χρόνια πριν, τη δεκαετία του ’70, στον ιστορικό από τότε για πολλούς, καθεβραδινό μας «Μαγεμένο Αυλό», μια φορά ο Βάσος κι εγώ με δυο κορίτσια πανέμορφα παρέα μας, τρώγαμε, πίναμε. Κι εμείς οι Αθηναίοι, οι Ελλαδίτες οι κακομαθημένοι, όλο και για κάτι γκρινιάζαμε, παραπονιόμασταν.
Κι ο Βάσος μας άκουγε αρκετή ώρα σιωπηλός, αλλά κάποια στιγμή μας διέκοψε: «Μα είμαστε με τα καλά μας; Κοίτα πόσο ευτυχείς είμαστε, νέοι, υγιείς, με φαγητά και ποτά μπροστά μας, με δυο κοπέλες μαζί μας σαν τα κρύα τα νερά, κι εμείς να μην το καταλαβαίνουμε, να μας πειράζουν, να μας χαλάνε τη διάθεση πράγματα ανόητα, μικρά; Μια χαρά είμαστε, μια χαρά!»
Ο ίδιος ο Βάσος, που μια ζωή, κι από πριν, και τότε, κι ως σήμερα, δεν ησυχάζει, δεν ησύχασε ποτέ, με το μεγάλο πόνο της Κύπρου του στην ψυχή του μέσα, με της Γιαλούσας του τον καημό τής αιχμάλωτης, και με το δικό του Αιγαίο, την ταβέρνα του τη μοναδική κι ανεπανάληπτη πάνω στην Πράσινη Γραμμή, της μισής Λευκωσίας φάρο ανυπότακτο κι ελπιδοφόρο.
Διαβάστε ακόμα: Top 5 ποιήματα για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Μαζί ο Βάσος και θεατράνθρωπος και εκδότης περιοδικών κι εφημερίδας, και δημιουργός τα τελευταία χρόνια βιβλίων πολλών της προκοπής, επίμονος και υποδειγματικός. (Οι τρεις τελευταίες μου ποιητικές συλλογές κι ένα σωρό άλλα βιβλία, προτεινόμενα και κοιταγμένα κι από μένα, στις δικές του σειρές πια υπάρχουν, ξέρετε. Κι ο Βάσος είναι ο μόνος μου εκδότης ως τώρα που με ρώτησε κάποτε αν θα μπορούσε ένα βιβλίο μου να το ’βγαζε δυο μήνες νωρίτερα, πιο πριν…).
Από τον Κύριλλο τον Σαρρή και τον Θανασό, τον Βάσο και τον Σάββα τον Παύλου ανέκαθεν πια σχεδόν γνωρίζοντας, οικογένειά μου θεωρώντας τους ιδανική, ανθρώπους καθαρούς εντυπωσιακά εντός τους, συμπαραστάτες μου τους νιώθω πάντοτε σε όλα, σε κάθε τι πνευματικό, αλλά και σε κάθε τι ουσιαστικό. Πάνω απ’ όλα τα φτηνά και γελοία, που καταιγιστικά πια μας συμβαίνουν, πάνω απ’ όλα όσα οι ίδιοι τα προκαλούμε κάθε ώρα και κάθε στιγμή, βγάζοντας μόνοι μας τα μάτια μας εδώ γύρω.
Θυμάμαι την έκπληξη του Βάσου, όταν τη βοήθειά μας κάποτε για μια και μόνη φορά ζήτησε, για τη στήριξη του «Όχι» απέναντι σ’ εκείνο το εγκληματικό σχέδιο Ανάν, και τού ’μειναν τελικά απ’ όλους τους ιδιοτελείς ως τότε του πηγαινέλα στην Κύπρο μεγαλόσχημους και μεγαλόφωνους τραγουδοποιούς και τραγουδιστές, ο Πανουσόπουλος ο σκηνοθέτης κι η Ελευθερία Αρβανιτάκη, αν δεν κάνω λάθος, μόνο. Κι εγώ.
Γιατί κι εγώ πιστός του μένω, θα μένω όσο υπάρχω, όσο μπορώ. Γιατί πάντα μέσα μου ζωντανή θα μένει εκείνη η άλλη μέρα του ’90 πια, που με πήρε ο Βάσος και περάσαμε μέσα από ένα ξυλουργείο της Πράσινης Γραμμής, για να μου δείξει τον Τούρκο από πάνω μας στη σκοπιά με τ’ όπλο του οπλισμένο. Κι ύστερα μού ’πε: «-Πάμε τώρα, μην τού ’ρθει καμιά τρέλα, που μας βλέπει κι αυτός μπροστά του κάτω εδώ…»
Το «Αιγαίον» του Βάσου, Αιγαίο καταγάλανο κι αυτό. Τα φαγητά του στο βιβλιοπωλείο του, στα βιβλία του πάντα δίπλα. Η αυλή του η ζεστή καρδιά ολοζώντανη, έτοιμη πάντα για ζωή, ενωμένη καρδιά με τα πιο αποφασιστικά αίματά μας κι εκεί, κι εδώ. Γιατί πάλι:
-Πώς πάνε τα βιβλία, μωρέ Βάσο, τον ρωτάω πέρυσι μια μέρα.
-Καταπληκτικά, μου απαντάει εκείνος.
-Δηλαδή, τι; Πουλάνε; Τα αγοράζουν πολλοί;
-Όχι. Όχι και τόσοι…
-Τότε, γιατί μου είπες «καταπληκτικά»;
-Γιατί μου αρέσουν εμένα καταρχήν πολύ. Γι’ αυτό!
«Το Αιγαίον», Λευκωσία. Η Καθημερινή.
Διαβάστε ακόμα: DEPÓSITO mag – ένα νέο, διεθνές περιοδικό, με έδρα την Ελλάδα