Από τα ατού του Vinyl είναι το χτίσιμο των ρόλων που αφορούν μεν μη υπαρκτά πρόσωπα, αλλά είναι βασισμένοι σε πραγματικά. Οι δε περισσότεροι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί (deadline.com).

Η σειρά Vinyl (2016) που πρόσφατα ολοκληρώθηκε στην ΕΡΤ2 είναι μια φιλόδοξη παραγωγή την οποία υπογράφουν ως δημιουργοί ο Mick Jagger, ο Martin Scorsese, ο Rich Cohen (Rolling Stone, Vanity Fair) και ο Terence Winter (Boardwalk Empire).

Μέσα από τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη δισκογραφική εταιρία Century Records, αλλά και από τις προσωπικές ιστορίες του ιδρυτή της, Richie Finestra, και των στελεχών της, η σειρά σκιαγραφεί την εξέλιξη της μουσικής σκηνής στη Ν. Υόρκη της δεκαετίας του ’70, όταν η μουσική άλλαζε με την είσοδο νέων υβριδίων, όπως το funk, το punk, η disco και το hip hop.

Η εταιρεία, τα βασικά πρόσωπα και τα γεγονότα δεν είναι πραγματικά, αναμιγνύονται όμως έντεχνα με αντίστοιχα πραγματικά, στη Ν. Υόρκη ή και αλλού: στα παρασκήνια του Madison Square Garden με τους Led Zeppelin, σε πρόβες του Alice Cooper και του David Bowie, σε μια συναυλία των New York Dolls, σ’ ένα μπαρ με τον John Lennon και τη May Pang να χαίρονται τον έρωτά τους, ή σε μια σουίτα του Λας Βέγκας, όπου ο Elvis βγάζει τα εσώψυχά του.

O πρωταγωνιστής του Vinyl, Bobby Cannavale (Boardwalk Empire), ανάμεσα στους Jagger και Scorsese, εκ των δημιουργών της σειράς του HBO – που, ίσως αναμενόμενα, δεν θα έχει συνέχεια (photo FilmReviewOnline).

Αυτό το πάντρεμα, σε συνδυασμό με τη μουσική που ακούγεται συνεχώς, αναπαριστά με αληθοφάνεια τη μουσική σκηνή της εποχής και είναι ένα από τα ατού της ταινίας.

Ένα δεύτερο είναι το χτίσιμο των ρόλων οι οποίοι αφορούν μεν μη υπαρκτά πρόσωπα, αλλά είναι βασισμένοι σε πραγματικά: ο μαφιόζος Corrado Galasso παραπέμπει στον Morris Levy (Roulette Records, Birdland), ο σταρ Hannibal έχει στοιχεία του Sly Stone, το σκηνικό sex and drugs που εξελίσσεται στη Century Records θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε στην Casablanca Records του Neil Bogart, ενώ εξαγορά αμερικανικής δισκογραφικής από γερμανική έγινε, αλλά με άλλα ονόματα.

Oι περισσότεροι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, όσο και στην επιλογή των κομπάρσων που υποδύονται υπαρκτά (και αναγνωρίσιμα) πρόσωπα.

Τρίτο και εξίσου σημαντικό ατού είναι το casting – τόσο στην επιλογή των βασικών ρόλων, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, όσο και στην επιλογή των κομπάρσων που υποδύονται υπαρκτά (και αναγνωρίσιμα) πρόσωπα, όπου βασικό και ζόρικο κριτήριο είναι η ομοιότητα. Ειδικά οι Spiders του Bowie είναι φτυστοί.

Αυτά τα θετικά στοιχεία αρκούν για να παρακολουθήσεις τη σειρά μέχρι το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, μια φιλόδοξη παραγωγή όπως αυτή, με υπογραφές ηχηρών ονομάτων, επισύρει και τις ανάλογες υψηλές απαιτήσεις οι οποίες μένουν ανικανοποίητες λόγω δύο βασικών προβλημάτων.

Το πρώτο είναι ότι οι δημιουργοί της, για να αναπαράξουν τη φιλήδονη Ν. Υόρκη των ‘70s, αλλά και για να καταδείξουν κάποιες σκοτεινές στιγμές της μουσικής βιομηχανίας, κάπου το παράκαναν, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα έκλυτης ζωής και παράνοιας που κυριαρχεί σε όλα τα επεισόδια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, από ένα σημείο και μετά, η βασική ιστορία φαίνεται υπερβολική. Όχι επειδή αυτά που βλέπουμε δεν έγιναν, βεβαίως έγιναν. Και πολύ ναρκωτικό και πολύ σεξ, και λάδωμα ραδιοφωνικών παραγωγών (η περίφημη payola), ακόμα και διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα υπήρχαν. Όχι όμως ως κανονική καθημερινότητα όλων των εμπλεκομένων. Το πρόβλημα λοιπόν εδώ δεν είναι η συνταγή, αλλά η δοσολογία.

H σειρά επρόκειτο να συνεχιστεί με δεύτερο κύκλο, αλλά το HBO ακύρωσε τη συνέχεια (photo Rolling Stone).

O Scorsese παραδέχτηκε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο και ανέλαβε μέρος της ευθύνης

Το δεύτερο πρόβλημα είναι συνέπεια του πρώτου. Αυτή η μυθοποίηση της παραβατικότητας δημιουργεί μια διαστρεβλωμένη εικόνα που τελικά αδικεί τη μουσική, τους εκπροσώπους της και τους ακροατές της. Γιατί μετατοπίζει την εστίαση από το πρωτεύον (τη μουσική) στο δευτερεύον (τα συμπαρομαρτούντα της).

Αντί να ρίχνει φως στην έμπνευση, στη δημιουργία και στη δουλειά, μας πάει στο σκοτάδι των καταχρήσεων, της απληστίας και του εγκλήματος. Τα εκατοντάδες όμως τραγούδια με τα οποία μεγάλωσαν ολόκληρες γενιές προέκυψαν από το ταλέντο και την επιμονή κάποιων ανθρώπων, σε συνδυασμό με το επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποιων άλλων και τη σκληρή δουλειά όλων, συχνά υπερνικώντας αντίξοες συνθήκες. Δεν ήρθαν από τα ναρκωτικά, το σεξ και τις απάτες. Τα τελευταία ήρθαν ως σύμπτωμα, όχι ως αίτιο.

Για το ιστορικό, η σειρά επρόκειτο να συνεχιστεί με δεύτερο κύκλο, αλλά το HBO ακύρωσε τη συνέχεια. Σε δηλώσεις του ο Scorsese παραδέχτηκε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο και ανέλαβε μέρος της ευθύνης, δηλώνοντας ότι θα έπρεπε να έχει ασχοληθεί περισσότερο.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Scorsese σκηνοθέτησε μόνο το πιλοτικό επεισόδιο της σειράς – τα υπόλοιπα εννέα επεισόδια έγιναν από επτά διαφορετικούς σκηνοθέτες. Η σειρά είναι διαθέσιμη στο ERTflix.

 

// Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω» και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει τη σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών «Ροκ Ιστορίες», έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη του ροκ: “Let the rock stories roll” (Εκδόσεις Ποταμός) και “448 μίλια, εκατομμύρια νότες” (Εκδόσεις Μαριλού).

 

Διαβάστε ακόμα: «Άλλος ένας γύρος» – μια ταινία που ρέει άφθονο αλκοόλ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top