«Η ανάγκη να είσαι στη σκηνή και να ακούς τους άλλους να γελούν μαζί σου είναι μεγάλη ικανοποίηση».

Γαλήνιος και πράος, με φειδωλά χαμόγελα αλλά ειλικρινά και κάπως συγκρατημένα, με την έννοια του ντροπαλού. Ενας άνθρωπος που σκέπτεται πολύ προτού απαντήσει, σε εμένα αλλά κυρίως στα ερωτήματα της ζωής του. Είναι φανερό πως έχει δώσει τις δικές του μάχες, που δεν θα αποκαλύψει όλες, αλλά δεν θα κρύψει καθόλου τις αδυναμίες του.

Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης πιάνει το νήμα της τέχνης του από τη μία άκρη ως την άλλη, με κάθε κόμπο ή τραχύ κομμάτι βρεθεί σε αυτό το μακρύ, χρονικά και ουσιαστικά, νήμα να το τιθασεύει. Θα μεταχειριστεί κάθε είδος, με την ίδια αγωνία και προσήλωση, ενώ θα προσπαθεί πάντα να διαχειριστεί χιούμορ και δράμα με διαρκή ενδοσκόπηση.

Φέτος ανεβάζει τη γαλλική κωμωδία «Προσοχή ο φίλος δαγκώνει» της Καρόλ Γκριπ, ένα έργο και αστείο και ανθρώπινο. Είναι ένα βήμα ακόμη προς την εξέλιξη εκείνου που ονομάζει ο ίδιος «κωμωδία». Πραγματεύεται την ανθρώπινη φιλία και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Πόσο μια φιλία μπορεί να ισοπεδωθεί από ψέματα, η δειλία να παραδεχθείς την αλήθεια, πόσο χρειάζεται το ψέμα σε μια φιλία και τελικά το αν υπάρχουν ειλικρινείς φιλίες.

– Πολύ ωραίο θέμα…
Είναι συναρπαστικό και το βλέπουμε αυτό κι εμείς καθώς ξετυλίγονται οι πρόβες. Το έργο θα μπορούσε να ανέβει σαν μια απλή φάρσα, όμως θα υπάρξει ένας εσωτερικός αυτοσχεδιασμός. Δεν έχει να κάνει με επιπρόσθετες ατάκες αλλά με πράγματα που θα γεννηθούν μέσα από τις ανάγκες του χαρακτήρα να διαμορφωθεί στους έξι μήνες που θα παίζουμε.

– Αυτό δεν είναι κάτι που εξαρτάται και από το κίνητρο ή το ταλέντο του κάθε ηθοποιού; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος εκ των προτέρων για τον αυτοσχεδιασμό;
Γι’ αυτό γυμναζόμαστε  δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Για να το εξηγήσω καλύτερα, μετά και το «Caveman», εμένα με ενδιαφέρει πάντα και το stand up comedy. Εδώ βέβαια έχουμε να κάνουμε με ένα έργο, υπάρχει μια βάση από κάτω κι εγώ αρχίζω και αυτοσχεδιάζω εσωτερικά. Αν προκύψει να πω κάτι άλλο, θα το πω, όμως εδώ που είναι τέσσερις άνθρωποι, ο συντονισμός είναι απαραίτητος και αυτό χρειάζεται εκγύμναση.

»Οι συγκεκριμένοι συνεργάτες μου είναι πολύ ικανοί ηθοποιοί -έχουν περπατήσει και στο δράμα και στην κωμωδία. Θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε φρέσκια την παράσταση, σαν να συμβαίνει τώρα. Στις πρόβες, εφιστώ πάντα την προσοχή σε όλους στο ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι που σε ελευθερώνει, αλλά θέλει απίστευτη πειθαρχία και συγκέντρωση, αλλιώς δεν πετυχαίνει. Δύσκολο εγχείρημα, αλλά εμένα είναι κάτι που με συναρπάζει.

«Κάποιοι, για να ξεπεράσουν αυτά τα αδιέξοδα, που είναι και υπαρξιακά, πηγαίνουν στον ψυχολόγο. Εμείς έχουμε το θέατρο».

– Ποιο είναι το θέμα του έργου;
Είμαι στο σπίτι με τη γυναίκα μου και περιμένουμε επίσκεψη από τους φίλους μας. Καθώς όμως έρχονται με το αυτοκίνητο, πατάει κατά λάθος ο φίλος μου το κινητό του κι εμείς ακούμε τι λένε, δηλαδή ότι μας «θάβουν». Οπότε όταν φτάνουν, αρχίζουν εκείνοι να προσποιούνται, αλλά κι εμείς που καταλήγουμε να γίνουμε χειρότερα τέρατα απ’ αυτούς. Ετσι, αρχίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι και μέχρι τη στιγμή που παθαίνει κρίση συνείδησης η γυναίκα μου και δηλώνει ότι δεν αντέχει άλλο.

– Ζούμε στη ζωή μας πάντως καθημερινά τόσες συμβάσεις, που πιστεύω ότι ένας από τους ελάχιστους τομείς που μπορεί να μην ακολουθήσει κάποιος αυτό το μονοπάτι είναι η σχέση με τους φίλους.
Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι. Βέβαια, εντοπίζω ότι μέσα σ’ αυτό δεν υπάρχει η ανθρώπινη κακία, δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι δεν το κάνουν επειδή θέλουν το κακό μας, αλλά προέρχεται από ανθρώπινη αδυναμία.

«Συχνά, οικειοποιούμαστε τα θετικά της φιλίας, αλλά δεν αντέχουμε το κόστος».

– Εχουν δηλαδή, λες, τα δικά τους κόμπλεξ, τα δικά τους θέματα…
Ναι, ας πούμε κάποιοι φίλοι είναι αρκετά χρόνια μαζί και αυτό γίνεται δεδομένο. Αρχίζει τότε ο ένας να παραγνωρίζεται με τον άλλον, ξεφεύγουν από τα όρια και αρχίζουν τα σχόλια. Αυτό όμως έχει να κάνει με ανθρώπινη αδυναμία και όχι κακία. Τώρα το γιατί οι φίλοι μπορούν να σε προδώσουν, πολλές φορές; Εχω καταλήξει στην απάντηση: Είναι γιατί σε θεωρούν δεδομένο, είσαι το δεκανίκι τους -το λέμε και μέσα στο έργο.

«Κάποιοι φίλοι είναι αρκετά χρόνια μαζί και αυτό γίνεται δεδομένο. Αρχίζει τότε ο ένας να παραγνωρίζεται με τον άλλον, ξεφεύγουν από τα όρια και αρχίζουν τα σχόλια».

– Είναι γιατί είσαι το δεκανίκι ή ο καθρέφτης;  Μήπως αυτά που εμπιστεύεσαι σε ένα φίλο, κάποιες φορές δεν τα αντέχει, γιατί αναγνωρίζει τον εαυτό του;
Ναι, σαφώς, αλλά είσαι και δεκανίκι. Δεν τυχαίνει κάποιοι φίλοι να εξαφανίζονται στο πρόβλημά σου; Συχνά, οικειοποιούμαστε τα θετικά της φιλίας, αλλά δεν αντέχουμε το κόστος. Για μένα φίλος είναι αυτός που μου επιτρέπει να είμαι αυτός που είμαι. Κάποια στιγμή όμως αυτό που είμαι και πρεσβεύω μπορεί και να τον ενοχλήσει. Δεν είμαι σίγουρος για το κατά πόσο η φιλία μπορεί να υπάρξει σε βάθος χρόνου.

– Εσύ δεν έχεις φίλους ζωής;
Οχι, είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος – έτσι μεγάλωσα. Εχω φίλους βέβαια αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι κάποιος απ’ αυτούς είναι και πολύ στενός. Θα νοιαστώ για ένα φίλο μου, αλλά είμαι από τους ανθρώπους που αν κάποια στιγμή τύχει να πάρουμε μια απόσταση, μπορεί και να μην τον ξανασκεφτώ. Και ευτυχώς που το έχω παραδεχτεί στον εαυτό μου αυτό, γιατί ώσπου να το παραδεχτώ, πέρασα πολύ άσχημα – είχα τεράστιες ενοχές. Παλιά, όταν ζούσε ο αγαπημένος μου Μιχάλης Κακογιάννης, του είχα πει κάποια στιγμή, «Μιχάλη, νιώθω ότι είμαι λίγο κυνικός άνθρωπος και το φέρω βαρέως». Και μου είπε, «Δεν είναι κακό αυτό, υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι». Μου έδωσε λοιπόν μια απάντηση, που είπα «εντάξει, ας το δω και αλλιώς». Εξάλλου δεν χρειάζεται να πάμε σε πρότυπα κοινωνικών δομών και να την ορίσουμε στενά: η φιλία μπορεί να είναι πολλά πράγματα αρκεί ο καθένας να αναλογίζεται τις πράξεις του και όχι τα λεγόμενά του.

– Ακούω πάντως έναν άνθρωπο που όσο πιο πολύ παραδέχεται και αποδέχεται, τόσο πιο πολύ απαλύνει. Αν δηλαδή μπορείς να πεις, είμαι κυνικός, γίνεσαι λιγότερο, έτσι δεν είναι;
Ετσι είναι. Κάποιοι, για να ξεπεράσουν αυτά τα αδιέξοδα, που είναι και υπαρξιακά, πηγαίνουν στον ψυχολόγο. Εμείς, ευτυχώς, έχουμε την πολυτέλεια με τα θεατρικά έργα στα χέρια μας, να διατρέχουμε δανεικές ζωές, που δεν είμαστε εμείς. Οπότε ωριμάζουμε πάρα πολύ γρήγορα. Βλέπουμε από πολλές συνιστώσες και πρίσματα πράξεις ή άλλες ιδιοσυγκρασίες και μαθαίνουμε να προστατεύουμε τον εαυτό μας αλλά και να γινόμαστε καλύτεροι προς τους συνανθρώπους μας, να τους κατανοούμε. Και ο θεατής που βλέπει μια παράσταση για δύο ώρες ταξιδεύει μαζί με τους ηθοποιούς, αλλά και όταν φύγει, έχει καταγραφεί μέσα του αυτό που έζησε, είτε είναι κωμωδία είτε δράμα.

»Το βράδυ στο σπίτι, γίνεται ένας απολογισμός -κυρίως από τις γυναίκες, γιατί οι άνδρες είμαστε λίγο πιο αργοί σ’ αυτά τα πράγματα. Είναι λοιπόν ένα σχολείο το θέατρο. Κατ’ αρχάς προσφέρει δύο ώρες ανακούφισης, δύο ώρες που δεν σκέφτεσαι τα προβλήματά σου. Εμείς από την πλευρά μας, οι ηθοποιοί, πρώτα απ’ όλα δεν πρέπει να αφήσουμε τον θεατή να καταλάβει ότι αυτό που κάνουμε είναι δύσκολο, πρέπει να νιώσει ότι μπορεί να ταυτιστεί με εμάς. Σε αυτό το ταξίδι των δύο ωρών, ο θεατής δεν πρέπει να σκεφτεί, πρέπει να μαγευτεί, να ταξιδέψει μαζί σου. Μόλις φύγει από το θέατρο, τότε αρχίζει να σκέφτεται.

– Και στο έργο που θα ανεβάσετε τώρα αυτό θέλετε να επιτύχετε;
Στο συγκεκριμένο έργο, οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν υπαρξιακά αδιέξοδα επί σκηνής, ιδίως προς το φινάλε, που πάλι γίνεται μια αντιστροφή. Ενώ έχει συμβιβαστεί η κατάσταση με έναν εξαιρετικό τρόπο, τελικά δεν καταφέρνουν να μονιάσουν.

«Το βράδυ στο σπίτι, γίνεται ένας απολογισμός -κυρίως από τις γυναίκες, γιατί οι άνδρες είμαστε λίγο πιο αργοί σ’ αυτά τα πράγματα».

– Στο γαλλικό θέατρο και κινηματογράφο, είναι συχνά έντονες οι εναλλαγές διαθέσεων, ρόλων, σχέσεων…
Ναι, έτσι είναι, και έχω προσθέσει κι εγώ σημαντικά στοιχεία ανατροπής. Διαφορετικά νομίζω ότι δεν θα είχε ενδιαφέρον, θα επρόκειτο απλά για αστεϊσμούς.

– Εχεις ασχοληθεί πολύ με την κωμωδία, γι’ αυτό θα ήθελα να μου πεις γιατί οι άνθρωποι που ασχολούνται με την κωμωδία, κατά βάθος έχουν μια έντονη εσωτερική θλίψη.
Ναι, μπορώ να το εξηγήσω. Υπάρχει ένας ναρκισσισμός μέσα σ’ αυτό. Η ανάγκη να είσαι στη σκηνή και να ακούς τους άλλους να γελούν μαζί σου είναι μεγάλη ικανοποίηση. Από ‘κει και πέρα, όμως, όλη αυτή η τεράστια προσπάθεια να διασκεδάσεις τόσο κόσμο από κάτω ενώ εσύ είσαι μόνος σου στη σκηνή, απαιτεί να καταβάλεις απίστευτη ενέργεια. Οταν λοιπόν φύγει όλο αυτό από μέσα σου και καταλαγιάσεις, είναι σαν να σε είχαν ντοπάρει και ξαφνικά να σου αφαίρεσαν την ντόπα – βρίσκεσαι σε ένα κενό. Και λες, «τώρα τι νόημα έχει αυτό που ζω, απ’ αυτό που έζησα;» Βγαίνεις ας πούμε με φίλους και ηρεμείς, ανασυγκροτείσαι για να αντιμετωπίσεις την επόμενη μέρα. Επειδή όμως είσαι κωμικός ηθοποιός, φαντάζεις πιο καταθλιπτικός από κάποιον άλλο. Χρειαζόμαστε ώρες για να ξαναγεμίσουμε μπαταρίες, άρα σε αυτό το διάστημα μοιάζουμε θλιμμένοι.

«Οταν ασχολήθηκα πιο βαθιά με το stand up comedy, κατάλαβα ότι δεν είναι τίποτα τυχαίο».

– Η σάτιρα έχει ή πρέπει να έχει όρια;
Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να έχει όρια, ούτε η σάτιρα ούτε το χιούμορ. Αλλά μέσα από όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθώ να καταλάβω σωστά την κωμωδία κι ακόμα δεν τα έχω καταφέρει, πιστεύω ότι πρέπει να είναι προέκταση του τραγικού. Οταν είμαι πάνω στη σκηνή, πρέπει να είμαι ειλικρινής με την κωμωδία που βγάζω και να μην καταφεύγω σε κωμικά τερτίπια. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο πράγμα.

– Εσύ πώς αντιλαμβάνεσαι την κωμωδία ως προέκταση του τραγικού;
Ξεκινάμε από τη βάση, που λέει ότι η μοντέρνα κωμωδία είναι ο χαρακτήρας που πάσχει. Αυτό το βλέπεις και στη ζωή. Ας πούμε, ένας κύριος πατάει μια μπανανόφλουδα και πέφτει κάτω και χτυπάει. Ενώ εκείνος ζει το δράμα του, εσύ γελάς μ’ αυτό που έγινε. Απ’ αυτή λοιπόν τη βάση ξεκίνησα και άρχισα σιγά σιγά να φέρνω τον αυτοσχεδιασμό στις κωμωδίες μου για να το ολοκληρώσω στο «Caveman». Ο,τι προσθήκη κι αν έκανα, όποια διαδραστικότητα κι αν είχα με το κοινό, δεν ξεπέρασα ποτέ τις δύο ώρες. Αυτό σημαίνει πειθαρχία και έλεγχο του ρυθμού. Αυτό προσπαθώ να κάνουμε και τώρα, με αυτούς τους ανθρώπους που θα βρεθούμε στη σκηνή: ναι μεν να αυτοσχεδιάσουμε, αλλά με μια πειθαρχία, που επιμένω, χρειάζεται εκγύμναση.

– Χρησιμοποιείς συχνά τη λέξη εκγύμναση…
Οταν ασχολήθηκα πιο βαθιά με το stand up comedy, κατάλαβα ότι δεν είναι τίποτα τυχαίο. Εχεις μια ελευθερία να διαχειριστείς την παρουσία που θα κάνεις, αλλά έχεις εξετάσει διεξοδικά από πριν όλες τις συνιστώσες. Στο «Caveman», ας πούμε, έλεγα «Ποιο είναι το κομμάτι του σπιτιού που ανήκει στον άνδρα;». Αν δεν ήμουν γυμνασμένος, όταν άκουσα τη μαγική φράση «το πατάρι», που είπε κάποιος από το κοινό, δεν θα μπορούσα να απαντήσω.

»Αλλά εγώ είπα, «να φανταστώ ότι τραβάει τη σκάλα από κάτω, δεν την αφήνει μπας και κατέβεις;» και επίσης, «είσαι τυχερός, άμα είναι αναμμένο και το λαμπάκι του θερμοσίφωνα, θα μπορείς να διαβάζεις κιόλας!». Επίσης θέλω να πω ότι η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι απλή. Εχω φτάσει 57 χρονών, δουλεύω από το 1980 και το λέω ευθαρσώς, δεν κάνω την ίδια δουλειά με κάποιον που θα σταθεί απλά κάπου και θα πει δυο λόγια. Για να στήσω αυτήν εδώ την κωμωδία, έχω φτύσει αίμα από πέρυσι που τη σκέφτομαι και την περπατάω εδώ και έξι μήνες, για να φτάσω να αρχίσουμε πρόβες εδώ και δύο μήνες και να κάνω πράξη αυτό που είχα στο μυαλό μου. Και πάλι, με τεράστια ανασφάλεια αν κάνω το σωστό, αλλά είναι κι αυτό το ρίσκο που με γοητεύει.

«Μπορεί καμιά φορά να λέω στον εαυτό μου μετά από τόσα χρόνια, κουράστηκα, δεν θέλω άλλο, αλλά βλέπω ότι η δημιουργικότητα δεν πεθαίνει μέσα μου».

– Εχεις συλλάβει τον εαυτό σου να μετανιώνει για χιούμορ ή σάτιρα που έχεις κάνει, να νιώσεις ότι κάπου ξέφυγες;
Οχι, γιατί από τα στραβά μαθαίνεις. Οταν μου ξεφεύγει κάτι παραπάνω, το οποίο δεν είναι κάτι άσχημο αλλά μπορεί να είναι παρατραβηγμένο, το αντιλαμβάνομαι. Την ώρα που παίζω παρακολουθώ τα πάντα γύρω μου, καταλαβαίνω και την παραμικρή αντίδραση του κόσμου και την επόμενη μέρα θα διαχειριστώ το ενδεχόμενο λάθος διαφορετικά.

– Πες μου τους μεγάλους σταθμούς αλλαγής στη ζωή σου…
Αν ξεκινήσω από τα εφηβικά μου χρόνια, ο πρώτος σταθμός ήταν όταν είπα σε έναν καθηγητή μου φιλόλογο ότι θα γίνω ηθοποιός και μου είπε, «επιτέλους, κι ένας άνθρωπος θα κάνει κάτι σωστό στη ζωή του» και αναθάρρησα. Γιατί τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν και πολύ χαρούμενα, δεχόμουν μεγάλη αμφισβήτηση για τα πάντα, σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που ήταν πάντα μες στη διχόνοια και στους καβγάδες. Ο επόμενος μεγάλος μου σταθμός λεγόταν Μίνως Βολανάκης. Δουλέψαμε μαζί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ήμουν 26 χρονών. Επρόκειτο για μια ιδιοφυΐα, δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι σήμερα. Εγώ δεν ήμουν ακόμα συνειδητοποιημένος ηθοποιός μέσα μου -κι ακόμα το παλεύω. Μου είχε πει τότε ο Μίνως, «εσύ δεν είσαι ηθοποιός, εσύ είσαι entertainer».

»Κάτι είχε δει. Γι’ αυτό και λέω τώρα σε άλλους συναδέλφους, «παιδιά, αν με βάλετε να σκύψω βαθιά στα κείμενα, δεν θα αντέξω. Εσείς το κάνετε, καλό σας ταξίδι, εγώ προτιμώ την κωμωδία!». Αλλος σταθμός μου είναι ο Γιώργος Κιμούλης -έμαθα κοντά του πάρα πολλά πράγματα. Και μετά ήταν ο Κακογιάννης, όπου εκεί κέρδισα τις τελευταίες αναλαμπές σοφίας του Μιχάλη. Κάναμε άπειρες συζητήσεις μαζί κι έχω να πω ότι είναι ο πιο ευαίσθητος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, μετά τον Βολανάκη. Από παραστάσεις όπου εισέπραξα μεγάλη αγάπη από το κοινό ήταν ο «Αμλετ ο Β’», ο «Caveman» και πέρυσι ο ρόλος της κυρίας Τράνσμπουλ.

«Δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι έχουμε υπερβολικά πολλές σκηνές. Και γιατί όχι;»

– Ο Κακογιάννης, όταν τον γνώρισες, ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει σπουδαία πράγματα κάποτε ή διατηρούσε πάντα μια επιθυμία ζωντανή; Μετά από τόσα χρόνια σε αυτό το επάγγελμα, εσύ έχεις πιάσει ποτέ τον εαυτό σου να βαριέται ή να λέει, δεν χρειάζεται να μάθω τίποτε άλλο;

Οσον αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησής σου, έχω να πω ότι Βολανάκης και Κακογιάννης δεν επέτρεψαν ποτέ στον εαυτό τους να γεράσουν μέσα τους. Αυτό προσπαθώ κι εγώ, να μην αποστασιοποιηθώ από αυτό που συμβαίνει σήμερα αλλά να κρατάω επαφή, για να καταλάβω και το μεταμοντέρνο και το αφηγηματικό θέατρο. Ομολογώ πως με σκοτώνει, δεν το αντέχω καθόλου, πιστεύω ότι το έχουν μεταφράσει λανθασμένα -πάντα μιλώντας για την υποκριτική αγωγή. Μπορεί καμιά φορά να λέω στον εαυτό μου μετά από τόσα χρόνια, κουράστηκα, δεν θέλω άλλο, αλλά βλέπω ότι η δημιουργικότητα δεν πεθαίνει μέσα μου -κι αυτή με κρατάει ζωντανό. Τώρα αν κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας κι άλλο, σηκώνομαι το πρωί και πονάει το κορμί μου, θα απομακρυνθώ από κάτι, ίσως τη σκηνοθεσία, και θα παίζω μόνο.

– Εχουμε καλό θέατρο στην Ελλάδα; Παρακολουθείς άλλες παραστάσεις;
Ναι, όσο προλαβαίνω, παρακολουθώ και πραγματικά έχουμε πολύ καλό θέατρο στη χώρα μας. Μάλιστα δεν συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι έχουμε υπερβολικά πολλές σκηνές. Και γιατί όχι; Πώς αλλιώς θα παίξει και ο νέος ηθοποιός; Επίσης είμαι καλός θεατής, πάντα θα πάω να δώσω συγχαρητήρια στους ηθοποιούς που έπαιζαν, σεβόμενος τον χρόνο και τον κόπο που έχουν καταβάλει γι’ αυτό που κάνουν. Εξάλλου γιατί να πληγώσεις με μια κακή κριτική κάποιον που εκτίθεται δυο ώρες πάνω σε μια σκηνή;

«Στον δρόμο, μου αρέσει πολύ να μιλάω με τον κόσμο».

– Με τον κόσμο μιλάς, στα καμαρίνια ή στον δρόμο;
Στα καμαρίνια, όχι και τόσο. Οταν μια παράσταση τελειώνει, πάμε για την επόμενη. Δεν είμαι από αυτούς που κάθονται και αναλύουν τον θεατρικό χάρτη της χώρας. Στον δρόμο, μου αρέσει πολύ και το χαίρομαι, γιατί είμαι παλαιάς κοπής άνθρωπος. Τότε που δεν κλείναμε τις πόρτες μας και έμπαινε η γειτόνισσα μέσα στο σπίτι σου χωρίς να ρωτήσει. Ηξερε πού είναι η ζάχαρη και πήγαινε και έπαιρνε επειδή χρειαζόταν λίγη. Στον δρόμο οι άνθρωποι τραγουδούσαν. Αυτό το ζω τώρα με την αναγνωρισιμότητα που έχω και χαίρομαι γιατί αυτοί οι άνθρωποι με έχουν βάλει μέσα στο σπίτι τους, με τις οικογένειές τους. Μπορεί στο σπίτι μου να μη μιλάω και να βγω έξω να μιλάω με τον κόσμο.

 

ΙNFO
«Προσοχή, ο φίλος δαγκώνει» από 16/10Θέατρο ΖΙΝΑ, Λεωφ. Αλεξάνδρας 74, τηλ. 210 6424414

 

//Ευχαριστούμε το  Juan Rodriguez Bar •Compañia de Bebida (Παλλάδος 3, Αθήνα) για τη φιλοξενία.

 

Διαβάστε ακόμα: Αλέξανδρος Ψυχούλης – «Το τσίπουρο είναι συναναστροφή, όχι ποτό».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top