Συμβολική για τη διαχρονική θέση της Τριέστης ως σημείο εξόδου της ευρύτερης βαλκανικής ενδοχώρας στη Θάλασσα του Αδρία θα μπορούσε να θεωρηθεί η συνεργασία του Θεάτρου Βέρντι (Teatro Lirico Giuseppe Verdi di Trieste) με το μπαλέτο του Σλοβενικού Εθνικού Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της Λιουμπλιάνα (SNG Opera in balet Ljubljana)· η παράσταση της «Ζιζέλ», που παρακολουθήσαμε την Τρίτη 14 Μαΐου 2024 (βραδιά πρεμιέρας), υπήρξε μια σπουδαία εμπειρία υψηλής καλλιτεχνικής επίτευξης και ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Ακρογωνιαίος λίθος του ρομαντικού μπαλέτου και του κλασικού χορού εν γένει, η «Ζιζέλ» (Giselle, ou les Wilis) πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1841 σε μουσική του Adolphe-Charles Adam και λιμπρέτο του δραματουργού Jules-Henry Vernoy de Saint-Georges και του Théophile Gautier, του μεγάλου ρομαντικού ποιητή και τεχνοκρίτη. Η όμορφη και αφελής χωριατοπούλα Ζιζέλ ερωτεύεται τον Άλμπρεχτ, ευγενή που κρύβει την ιδιότητά του. Ο αντίζηλός του, θηροφύλακας Ιλαρίων, ανακαλύπτει την πραγματική του ταυτότητα και την αποκαλύπτει δημόσια τη στιγμή που επισκέπτεται το χωριό η… Βατθίλδη, κόρη του Δούκα της Κουρλανδίας και επίσημη αρραβωνιαστικιά του Άλμπρεχτ! Η σοκαρισμένη Ζιζέλ χάνει τα λογικά της και αυτοκτονεί στο τέλος της Α΄ Πράξης.
Ούτε όμως μετά θάνατον βρίσκει ησυχία. Στη Β΄ Πράξη μεταφερόμαστε σε ένα απόκοσμο δάσος, όπου βρίσκεται ο τάφος της αποσυνάγωγης αυτόχειρος. Από εκεί την ανακαλούν στη χορεία τους οι νεράιδες Βίλι, φαντάσματα ανύπαντρων κοριτσιών που πέθαναν προδομένες από τους εραστές τους, και από τη δύση ως την αυγή εμφανίζονται για να αναζητήσουν εκδίκηση, παρασύροντας σε μέχρι θανάτου χορό όσους άνδρες ξεστρατίσουν στο στοιχειωμένο δάσος. Αυτή θα είναι και η μοίρα του Ιλαρίωνα, που επισκέπτεται υπό το σεληνόφως τον τάφο της Ζιζέλ.
Όταν όμως εμφανιστεί για τον ίδιο λόγο ο Άλμπρεχτ, η Ζιζέλ δεν μένει αδρανής. Εκλιπαρεί τη βασίλισσα των Βίλι Μύρθα να χαρίσει τη ζωή στον αγαπημένο της και καταφέρνει να τον κρατήσει ζωντανό μέχρι την αυγή, όταν οι Βίλι αποσύρονται και η ίδια, χάρις στην καλοσύνη της, λυτρώνεται από το στοίχειωμα. Επιτέλους, αυτή αναπαύεται για πάντα, και εμείς χειροκροτούμε.
Τη χορογραφία υπογράφει ο ισπανός José Carlos Martínez, πρώην χορευτής και τώρα διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού. Πρόκειται για μια κλασική προσέγγιση, με φιγούρες και παντομίμα, ενταγμένη σε απολύτως ρομαντικά ζωγραφικά σκηνικά και ενδυμασίες του Iñaki Cobos Guerrero. Καθώς βρισκόμαστε σε μια άριστα συντηρημένη αίθουσα του 19ου αιώνα, μόνο τα κάπως υπερβολικά γυαλιστερά κολάν των χορευτών και οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Andrej Hajdinjak μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε στο σήμερα. Κατά τα άλλα, αν ακούγαμε πέταλα αλόγων στο πλακόστρωτο και στο κεντρικό θεωρείο εμφανίζονταν ο Μαξιμιλιανός με την Καρλόττα από το κοντινό Καστέλλο του Μιραμάρε, αυτό δεν θα προξενούσε καμία εντύπωση.
Όσο όμως είναι κλειστή ακόμα η αυλαία, ακούμε την ουβερτούρα από την Ορχήστρα του Θεάτρου, που καθοδηγεί εξαιρετικά ο νεαρός Βέλγος Ayrton Desimpelaere. Από το πρώτο άκουσμα η ορχήστρα αποδεικνύεται εξαιρετική, και παραμένει καθώς αργότερα προχωράμε στο θέαμα. Διευθύνοντας μπαλέτο, ο αρχιμουσικός είναι σαφώς υποχρεωμένος να κρατάει έναν σταθερό ρυθμό που να εξυπηρετεί τους χορευτές, κι όμως, μέσα σε αυτό το σιδηρούν πλαίσιο καταφέρνει να πλάσει εκφραστικότατες φράσεις και χρωματικές εκλεπτύνσεις, που υπογραμμίζουν τις φιγούρες και ερμηνεύουν ψυχολογικά την παντομίμα· συμπληρώνει έτσι την αφηγηματικότητα της κίνησης με τον πιο εύγλωττο τρόπο. Στο τέλος της Α΄ πράξης, ο μαέστρος μάς χάρισε και μουσικά μία πραγματική σκηνή τρέλας, αντάξια μιας «Λουτσία ντι Λάμερμουρ».
Καθώς ήταν βραδιά πρεμιέρας, μετά την παράσταση υπήρχε συνάντηση με τους καλλιτέχνες στο επίσης εντυπωσιακό Ridotto Victor De Sabata – ονομασμένο προς τιμήν του μεγάλου αρχιμουσικού και συνθέτη, τέκνου της πόλης, ο οποίος διηύθυνε και κάποιες από τις καλύτερες ηχογραφήσεις της Μαρίας Κάλλας. Εκεί μοιράστηκα αυτή την εντύπωση με τον αρχιμουσικό της βραδιάς και είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει ότι αυτό ακριβώς ήταν το θέμα της εισήγησής του στη Συνέντευξη Τύπου που είχε δοθεί πριν λίγες μέρες, δηλαδή η σχέση της Ζιζέλ με τη μουσική της ιταλικής όπερας. Άλλωστε το Παρίσι με το Ιταλικό Θέατρο ήταν μία από τις πρωτεύουσες της όπερας, και η «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» είχε παρουσιαστεί εκεί από τον Ντονιτσέτι το 1835, λίγους μήνες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στη Νάπολη. Την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο μάλιστα ο Ayrton Desimpelaere θα διευθύνει την «Λουτσία» στη Λιουμπλιάνα.
Πολύ πριν φτάσουμε πάντως στην τρέλα και τα φαντάσματα, από τη χορογραφία του José Carlos Martínez δεν έλειψαν και οι στιγμές χιούμορ (αυτή την πόρτα της καλύβας τουλάχιστον δέκα φορές πάνε να τη χτυπήσουν και πάντα κάτι συμβαίνει και αλλάζουν γνώμη). Πάνω από όλα όμως ξεχωρίζει για την πάρα πολύ γλαφυρή αφηγηματικότητα· ακόμα και χωρίς να έχεις προγενέστερη γνώση του λιμπρέτου παρακολουθείς και καταλαβαίνεις την υπόθεση. Και σε αυτό βοηθούν ασφαλώς και οι εκφραστικές ερμηνείες των χορευτών.
Ξεχωρίζει στη σκηνή η λαμπερή πρωταγωνίστρια Anastasia Matvienko (Ζιζέλ). Η Ουκρανή πρίμα μπαλερίνα ήταν για αρκετά χρόνια στέλεχος του Θεάτρου Μαρίνσκυ της Αγίας Πετρούπολης μέχρι την έναρξη του πολέμου, οπότε και μετεγκαταστάθηκε στη Λιουμπλιάνα. Είναι εξαιρετική στην Α΄ πράξη, αλλά στη Β΄ πράξη ο χορός της φτάνει σε πραγματικά υπεράνθρωπα επίπεδα. Στην ίδια πράξη, ο Kenta Yamamoto (Άλμπρεχτ) μάς χαρίζει μερικά ωραιότατα entrechat six, που αν το χειροκρότημα του κοινού είχε τόση δύναμη κατά της βαρύτητας όση θα θέλαμε, θα είχαν φτάσει στην οροφή.
Πολύ καλή είναι η εμφάνιση και των άλλων πρωταγωνιστών: Hugo Μbeng (Ιλαρίων), Tjaša Kmetec (Μύρθα), και Yujin Muraishi (Βίλφριντ). Σημειώνουμε και την πολύ εντυπωσιακή ιπτάμενη περιστροφή (tour en l’ air) του σολίστ στους χαρακτηριστικούς χορούς των χωρικών στην Α΄ πράξη, μαζί με το πολύ καλό σύνολο των έξι χωρικών χορευτριών.
Η εμφάνιση και όλη η παρουσία του corps de ballet των Βίλι στη Β΄ πράξη, ακολουθώντας την καθιερωμένη χορογραφία, είναι καλά συντονισμένη και εκτελεσμένη. Η μόνη καινοτομία που έχει εισαγάγει ο χορογράφος είναι ότι έχει επιλέξει να εγκαταλείψει την παραδοσιακή ομοιόμορφη στάση των χεριών και να την αντικαταστήσει με πιο ελεύθερη κίνηση, που να έχει μεγαλύτερη συμμετοχή στη ροή της συνολικής κίνησης των χορευτριών. Η μετάβαση αυτή μάλλον δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, γιατί ήταν ακριβώς η κίνηση των χεριών που μου φάνηκε ότι θα μπορούσε να αποκτήσει λίγο περισσότερη χάρη. Πάντως η προσοχή ήταν στραμμένη περισσότερο στα πόδια, όπου η ποιότητα και η διάρκεια του χορού επάνω στις πουεντ ήταν πραγματικά εξαιρετική.
Στην τελική αυλαία είχαμε και μια θεσμική έκπληξη, διότι η χορογραφία είναι του José Carlos Martínez, αλλά στη σκηνή ανέβηκε για να υποκλιθεί ο Ρενάτο Τζανέλα. Ο πρώην διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ τώρα έχει αναλάβει την αντίστοιχη θέση στο μπαλλέτο της Λιουμπλιάνα και συνόδευσε στην Τεργέστη τους χορευτές του. Η συνεργασία των δύο θεσμών εγκαινιάστηκε την προηγούμενη καλλιτεχνική περίοδο και ως φαίνεται θα συνεχιστεί και την επόμενη.
Για εμάς τους επισκέπτες από την Ελλάδα, αν και ευτυχής, η πρώτη γνωριμία με το Θέατρο Βέρντι της Τεργέστης δεν ήταν πλήρης, καθώς από τα μόνιμα σύνολα του οργανισμού στην παράσταση συμμετείχε μόνο η ορχήστρα· για τη χορωδία αναγκαστικά περιοριστήκαμε στην καλή φήμη που τη συνοδεύει, ούτε μπορέσαμε να ακούσουμε πώς ακούγονται οι φωνές των λυρικών ερμηνευτών στον χώρο. Αναπόφευκτα, θα πρέπει να ξαναπάμε.
Διαβάστε ακόμα: Τον Αριστομένη Θεοδωρόπουλο δεν τον ενδιαφέρει πια να σοκάρει με τα έργα του