Ο Νικόλας Παπαγιάννης υποδύεται τον Κιαμήλ.

Ο Βιζυηνός ήταν από τους λίγους συγγραφείς του δέκατου ένατου αιώνα, ο οποίος  συνδύαζε συστηματικές σπουδές, επιστημονικό έργο, ποιητική και έγκυρη αφηγηματική δημιουργία. Ήταν επίσης από τους πλέον ταξιδεμένους συγγραφείς, αφού, με μικρά διαλείμματα, από το 1875 ίσαμε το 1884, έζησε σε πόλεις της Γερμανίας (Γοττίγγη, Λειψία, Βερολίνο) και επίσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο.

Το έργο του Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» αποτελεί τυπικά διήγημα, ενώ ουσιαστικά ρέπει προς ένα μικρό μυθιστόρημα, όπως σημειώνουν οι μελετητές του, καθώς συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του πολύμορφου, του πολυδιάστατου και του πολυπρόσωπου. Από το απλό μεταβαίνουμε στο πολλαπλό, από τη μία περιπέτεια στις πολλές. Η αφηγηματική μορφή του έχει διάρκεια, υπάρχει η αίσθηση της εξέλιξης. Ο κορμός της αφήγησης είναι μυθιστορηματικός, αλλά χωρίς επίλογο η έκβαση παρουσιάζεται τυπικά διηγηματική.

Η ιστορία όπως μας τη δίνουν οι συντελεστές της μίνι σειράς μυθοπλασίας «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»,  αποτυπώνει τη βαθιά αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο, Γιωργή, και η οδύνη και η απελπισία της για την ανεξήγητη δολοφονία του άλλου της γιου, του Χρηστάκη.

Το διήγημα κινείται στο χώρο της ηθογραφίας και περιέχει στοιχεία κοινωνικά και ψυχογραφικά.

Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλυκαίνει κάπως τον πόνο της, αλλά δεν γιατρεύει τον καημό της. Εξορκίζει, λοιπόν, τον Γιωργή και τον άλλο γιο της, τον Μιχαήλο, να ψάξουν να βρουν τον φονιά του αδελφού τους και να μην τον αφήσουν ανεκδίκητο.

Ο Βιζυηνός στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» αποτύπωσε πολύ ζωντανούς τους χαρακτήρες των προσώπων μέσα στη δραματικότητά τους.

Φυσικά, αγνοεί ποιος είναι ο φονιάς του γιου της και τον αναζητεί εναγωνίως, τη στιγμή που ο προστατευόμενός της Τούρκος, ο Κιαμήλης, τον οποίο είχε γιατροπορέψει σαν δικό της παιδί, ύστερα από μια δραματική περιπέτεια, επίσης δεν γνωρίζει ότι είναι αυτός που -άθελά του- έχει σκοτώσει τον γιο της ευεργέτιδάς του. Μια συγκλονιστική αποκάλυψη, η οποία όταν έρχεται στο φως, έχει τραγικές συνέπειες. Ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του και παρακαλεί τον Γιωργή να μην το πει στη μητέρα του. Για να εξιλεωθεί, τρελός πια, αφοσιώνεται στη δούλεψη της μάνας, η οποία δεν μαθαίνει ποτέ τίποτα.

Το διήγημα κινείται στο χώρο της ηθογραφίας και περιέχει στοιχεία κοινωνικά και ψυχογραφικά. Ο Βιζυηνός στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» αποτύπωσε πολύ ζωντανούς τους χαρακτήρες των προσώπων μέσα στη δραματικότητά τους. Η μορφή της μητέρας του συγγραφέα και του Κιαμήλ αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας, μιας και η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο Κιαμήλ αρχικά αγνοεί ποιος ήταν το πραγματικό θύμα του. Χαρακτηριστική είναι επίσης μια τεχνική καινοτομία στο έργο που είχε εμφανιστεί σπάνια στη μέχρι τότε λογοτεχνική παραγωγή: Ο Βιζυηνός αλλάζει συνεχώς τους αφηγητές μέσα στο έργο και η χρονική σειρά στη διήγηση παρουσιάζει παλινδρομήσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Έτσι ανανεώνεται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη και μας παρουσιάζεται η ιστορία από πολλές οπτικές γωνίες (του αφηγητή, της μητέρας του, του Μιχαήλου, του Κιαμήλ) φωτίζοντας την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών.

Ο Σόλων Τσούνης στο ρόλο του ξενιτεμένου γιου, Γιωργή.

«Ο Βιζυηνός» σημειώνουν οι αναλυτές του «αποτελεί θέμα συζήτησης από τη στιγμή που θα εισέλθουμε στον χώρο της πεζογραφίας του. Και όχι τόσο επειδή έγραψε διήγημα, όχι επειδή εισηγήθηκε το ηθογραφικό διήγημα, αλλά περισσότερο επειδή το ψυχογραφικό βάθος το οποίο απέδωσε στους χαρακτήρες του ήταν τόσο έντονο, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με την προϋπόθεση του βιογραφισμού. Ο Βιζυηνός φαίνεται να γράφει μέσα από την ανάμνηση, εκθέτοντας ένα μέρος των βιωμάτων και ένα μέρος του υποσυνείδητου σε έναν εκτεταμένο ειρμό καταγραφής προσωπικών και οικογενειακών κατάλοιπων».

Όλα μοιάζουν ελλιπή, από την παραγωγή, την καλλιτεχνική διεύθυνση, ακόμα και τις ελλιπείς πρόβες για ένα καλό αποτέλεσμα στο επίπεδο των ερμηνειών από τους ταλαντούχους ηθοποιούς.

Δεν έχουμε να πούμε πολλά για το μέτριο έτσι κι αλλιώς αποτέλεσμα την τηλεοπτικής σειράς με θέμα το διήγημα του Βιζυηνού. Όλα μοιάζουν ελλιπή, από την παραγωγή, την καλλιτεχνική διεύθυνση, ακόμα και τις ελλιπείς πρόβες για ένα καλό αποτέλεσμα στο επίπεδο των ερμηνειών από τους ταλαντούχους ηθοποιούς. Όλη αυτή η προσπάθεια σκοντάφτει, πνίγεται, γιατί δεν υπάρχει η βασική σύλληψη, γιατί δεν έχει λυθεί το κύριο ζήτημα, το πώς δηλαδή θα αναδειχθεί η γλώσσα του Βιζυηνού. Πώς θα ακούσουμε καθαρά το λόγο του μεγάλου συγγραφέα να μας περιγράφει πράγματα και καταστάσεις, βιώματα και ψυχολογικές μεταπτώσεις, τα πάθη και παθήματα των ηρώων.

Δεν είναι δυνατόν να μεταφέρουμε στην τηλεόραση έργα Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη κι αυτοί μεγάλοι στοχαστές να «λείπουν» από το τελικό αποτέλεσμα.

Όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον κινηματογράφο την τηλεόραση με την εικόνα και τον ήχο θα πρέπει να προβληματιστούμε. Δεν είναι καλό να γίνονται παραγωγές, να ξοδεύονται τόσα χρήματα και να μένει ο θεατής άδειος, χωρίς να έχει μεταλάβει κάτι από τόσο μεγάλα έργα, είτε του Βιζυηνού, είτε του Παπαδιαμάντη.  Δεν πρέπει να ξεφλουδίζουμε τόσο μεγάλα έργα της λογοτεχνίας μας, να αφαιρούμε τον φλοιό του, να αφαιρούμε την σάρκα του και τέλος να κρατούμε μόνο το κουκούτσι του, τον ρηχό πυρήνα της δράσης και της ίντριγκας. Δεν είναι δυνατόν να μεταφέρουμε στην τηλεόραση έργα Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη κι αυτοί μεγάλοι στοχαστές να «λείπουν» από το τελικό αποτέλεσμα.

Τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, ερμηνεύει η Τατιάνα Παπαμόσχου.

Δεν είναι η δράση και η ίντριγκα τα κύρια στοιχεία των υπέροχων κειμένων του Βιζυηνού αλλά η γλώσσα του, και η πνοή της.

Πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή, ο λόγος των σπουδαίων συγγραφέων πρέπει να είναι κυρίαρχος. Δεν είναι η δράση και η ίντριγκα τα κύρια στοιχεία αυτών των υπέροχων κειμένων αλλά η γλώσσα και η πνοή της. Η μυστηριώδης, αινιγματική πλοκή, η περίπλοκη αφηγηματική προοπτική, οι πολλαπλές αντιθέσεις (αλήθεια/πλάνη, άγνοια/γνώση, φως/σκότος κτλ.), η ρεαλιστική αφήγηση, οι ψυχογραφικές εμβαθύνσεις είναι μόνο μερικές από τις ιδιότυπες αφηγηματικές τεχνικές του Βιζυηνού που τον καθιστούν πρωτοποριακό διηγηματογράφο, ε, αυτές οι αρετές δεν γίνεται να εξανεμίζονται, να χάνονται στο τελικό τηλεοπτικό αποτέλεσμα, γιατί τότε ακυρώνουμε την προσπάθεια να προσεγγίσουμε τους μεγάλους συγγραφείς μας και τα συγκλονιστικά έργα τους.

Κατά την απονομή του Νόμπελ ο Οδυσσέας Ελύτης είπε «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές». Αυτά τα λόγια δεν πρέπει να τα ξεχνάμε ποτέ.

Τη σεναριακή διασκευή υπογράφουν ο Σταύρος Αβδούλος και η Ειρήνη Ριτσώνη. Τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, ερμηνεύει η Τατιάνα Παπαμόσχου. Ο Νικόλας Παπαγιάννης υποδύεται τον Κιαμήλ, ο Ευθύμης Γεωργόπουλος τον έναν γιο, Μιχαήλο, και ο Σόλων Τσούνης τον ξενιτεμένο γιο, Γιωργή. Η Ντίνα Μιχαηλίδου αναλαμβάνει τον ρόλο της Βαλινδέ, μητέρας του Κιαμήλ, ο Μιχάλης Αρτεμισιάδης του ταχυδρόμου Χαραλαμπή, και ο Γιάννης Αρτεμισιάδης στον ρόλο του Χρηστάκη, του δολοφονημένου γιου. Η σκηνοθεσία ανήκεις στον Μανούσο Μανουσάκη.

 

Διαβάστε ακόμα: «Βαρδιάνος στα σπόρκα»: η ΕΡΤ ξυπνάει ή απλώς αλλάζει πλευρό;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top