Tι θα είχαν απογίνει οι Velvet Underground δίχως την παρουσία του Warhol; (Φωτογραφία: Steve Schapiro).

Άνοιξη του 1966. Στο βανάκι που κατευθύνεται προς την πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Μίσιγκαν, κοντά στο Ντιτρόιτ, η παράνοια δίνει και παίρνει. Καθένας στην κοσμάρα του, μαζί με ηρωίνη και αμφεταμίνες. Η Nico στο τιμόνι, ξύλινη, αδιάφορη, την ώρα που οι Lou Reed, John Cale, Sterling Morrison και Maureen Tucker – οι Velvet Underground – «προβάρουν», γρατζουνώντας ξανά και ξανά το ίδιο ακόρντο, αδιαφορώντας για τους συνεπιβάτες, πολύ λιώμα για να καταλάβουν τι συμβαίνει γύρω τους. Όλοι τους ρολίστες, σουπερστάρ ή απλώς μαριονέτες στο τελευταίο παιχνιδάκι του Άντυ Γουόρχολ, μια multimedia εμπειρία που θα βαπτιστεί α λα Duchamp «The Exploding Plastic Inevitable».

Είναι η κατάληξη μιας ολόκληρης σειράς πειραματισμών από μεριάς του σε μια ευρεία γκάμα ειδών και τομέων, όπως το θέατρο, ο κινηματογράφος, το χάπενινγκ, ο χορός και, εν προκειμένω, το rock’n’roll. Που θέλει αμείλικτο βομβαρδισμό των αισθήσεων.

Το όνομα του συγκροτήματος το τσίμπησαν από το εξώφυλλο ενός σαδομαζοχιστικού βιβλίου, σαν εκείνα που πετυχαίνεις στην 42e Street.

Στο λεωφορειάκι τους, όλοι αγαπάνε όλους, μοιράζονται τα πάντα, τριπάρουν παρέα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δύσκολα ο Reed και ο Cale υποφέρανε τη Nico. Ο Γουόρχολ την επέβαλε στο γκρουπ προτού καν μάθει αν μπορούσε να τραγουδήσει μαζί τους. Τον είχε συνεπάρει το στυλάκι της ψυχρής Πρωσίδας, η λυσσασμένη επιθυμία της να γίνει σταρ.

Πρώην μοντέλο, ηθοποιός (μ’ ένα ρολάκι στη Dolce Vita του Fellini κι έναν μεγαλύτερο στα Chelsea Girls του Γουόρχολ), η Nico είχε εντούτοις καταφέρει να γοητέψει με τη σειρά Jimmy Page και Bob Dylan. Χωρίς, όμως, ποτέ να καταφέρει να κάνει στην άκρη τον Reed και τον Cale.

Ο Άντυ να δηλώνεται ως «παραγωγός» του πρώτου τους άλμπουμ, την ώρα που η συνεισφορά του περιορίζεται απλώς στο εξώφυλλο του δίσκου (Φωτογραφία: cleveland.com).

Όλα αρχίζουν στις 11 Νοεμβρίου του 1965, όταν τα δυο συντρόφια ξαναβρίσκονται με τον Sterling Morrison, παλιό συμφοιτητή του Reed, και τη Maureen Tucker, μια ξεχασμένη κρουστή.

Εκείνη τη μέρα αποφάσισαν να φτιάξουν τους Velvet Undergraund – ένα όνομα συγκροτήματος που τσίμπησαν από το εξώφυλλο ενός σαδομαζοχιστικού βιβλίου, σαν εκείνα που πετυχαίνεις στην 42e Street.

«Οι Velvet είναι η folk music μιας Νέας Υόρκης της διαστροφής», θα πει ο Frank Zappa.

Ο Γουόρχολ θα τους ανακαλύψει λίγο αργότερα, σ’ ένα κλαμπ του Greenwich Village. Την κατάλληλη στιγμή. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος (ονόματι Café Bizarre) δεν γούσταρε. Είπε στον Reed: «Ακόμα ένα τέτοιο τραγούδι και τρώτε πόδι». Αργότερα, ο Frank Zappa, που πάντα έπεφτε διάνα σ’ αυτού του είδους τις περιγραφές, θα πει: «Οι Velvet είναι η folk music μιας Νέας Υόρκης της διαστροφής».

Ο Άντυ και ο Λου στο The Bottom Line της Νέας Υόρκης, το1978 (morrisonhotelgallery.com).

Η μουσική των Velvet είναι κυρίως ο Cale. Ουαλός συνθέτης, έχοντας πάρει διαζύγιο από τον κλασικισμό, ανακαλύπτει τον μινιμαλιστή La Monte Young. Απ’ αυτόν κράτησε την αγάπη για τις μακροπερίοδες επαναληπτικές ακολουθίες, τη στοχαστική ατμόσφαιρα, το ρυθμό που υπνωτίζει. Όλα αυτά ταίριαζαν γάντι στον Γουόρχολ. Μαζί με την ποίηση του Lou Reed βρίσκει την αντήχηση της προσωπικής του εικονογραφίας.

Τα κομμάτια των Velvet, όπως τα Heroin, Waitin’ for my Man, White Light White Heat δεν είναι ύμνοι στην ντρόγκα. Αλλά μάλλον κυνικές διαπιστώσεις. Όπως οι σεριγραφίες του Γουόρχολ με τα δυστυχήματα. Για κείνον, το γεγονός ότι οι μουσικοί αυτοί είναι έξοχοι συνθέτες δεν έχει τόση σημασία όσο η στάση τους, το look τους, η δυναμική τους πάνω στη σκηνή.

Velvet γίνονται δεκτοί στον κλειστό κύκλο του Factory, ως κατοπτρίσματα του γουρχολικού σύμπαντος.

Το πρώτο πείραμα θα λάβει χώρα την 6η Απριλίου του 1966, σε μια κοινοτική αίθουσα της πολωνικής συνοικίας, στην καρδιά του East Village. Επί σκηνής, εκτελώντας τον περίφημο χορό του του μαστιγίου, ο Gerard Malanga, βοηθός, φίλος, εραστής. Στον εξώστη, ο Γουόρχολ, αγκαλιά με τον Morrisey και κάποιους «σταρ». Παίζει με τον προβολέα όπως άλλοι σολάρουν με την κιθάρα.

Tην εποχή του Factory. Tότε που η αστυνομία δεν δίσταζε να τραβήξει τα καλώδια για να μην ακουστεί η μουσική των Velvet.

Από τούδε και στο εξής, οι Velvet γίνονται δεκτοί στον κλειστό κύκλο του Factory, ως κατοπτρίσματα του γουρχολικού σύμπαντος. Σε σημείο ο Άντυ να δηλώνεται ως «παραγωγός» του πρώτου τους άλμπουμ, την ώρα που η συνεισφορά του περιορίζεται απλώς στο εξώφυλλο του δίσκου – τη δυσεύρετη και συλλεκτική πλέον «ξεφλουδισμένη μπανάνα».

Ο Reed και ο Cale θα του παραμείνουν πιστοί, παρά τις προσωπικές διαφορές τους. Χωρίς το δικό του «άγγιγμα του Μίδα», οι Velvet Underground δεν θα ήταν ποτέ κάτι παραπάνω από ένα ακόμα γκρουπάκι φλιπαρισμένων στον κατάλογο του ESP. Ο «μάγος» τους επέτρεψε να επιβάλουν την αισθητική τους (ή μάλλον την ηθική τους) του coolness.

Χρόνια μετά ρώτησαν τον Lou Reed. «Την εποχή των Velvet Underground, ο Γουόρχολ μας επέτρεψε να δουλέψουμε κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και να είμαστε ο εαυτός μας. Ο κόσμος μας άφηνε στην ησυχία μας, γιατί ο Άντυ έλεγε πως αυτό που κάναμε ήταν σούπερ. Μπορεί κάποιος να πει πως ήταν μια μεγαλοφυΐα, ναι, σήμερα το λέμε και για έναν παίκτη του μπέιζμπολ… Όταν συναντήθηκα μαζί του ήταν ένας χάλια επιχειρηματίας. Ήξερα πως μόλις είχε κάνει τη σειρά με τις σούπες Cambell’s, αλλά δεν ήξερα ούτε για τα «Car Crashes» ούτε για την ηλεκτρική καρέκλα…

 

Διαβάστε ακόμα: Blue movie – 50 χρόνια από την πρώτη «porno-chic» ταινία του Γουόρχολ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top