«Η σκηνή που πρέπει να παίξει ο Κίνσκι είναι να παρουσιαστεί μουντζουρωμένος με μαύρη μπογιά και δεμένος σαν γουρούνι της σούβλας και να πέσει κάτω με τα μούτρα για να υποστεί τις προσβολές του βασιλιά».

Ο Κίνσκι –πρώτος ο ίδιος είναι έτοιμος να το παραδεχτεί– δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Αφήνει πίσω του μονοπάτια από φλεγόμενη, πικρή αντιπάθεια όπου περάσει. Η αναμέτρηση τύπου αγάπη-μίσος ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Βέρνερ –η οποία έχει πάρει θρυλικές διαστάσεις στα κινηματογραφικά κουτσομπολιά– είναι κάπως παρεξηγημένη. Αυτό, όμως, δεν τους εμποδίζει να κάνουν θόρυβο μπροστά σε κόσμο.

 Όταν δεν τον χρειάζονται στα γυρίσματα, ο Κίνσκι αποσύρεται στο μπάνγκαλοου του, κοιμάται, διαβάζει, μαγειρεύει και διώχνει τους πάντες –εκτός από τον Βέρνερ– οι οποίοι χτυπάνε την πόρτα του.

Το απόγευμα ο Κίνσκι φτάνει στο ανάκτορο. Ένας νεαρός εξηντάρης, κατάλευκα ντυμένος και με μια ξανθιά χαίτη. Δεν είναι ακριβώς αυτή η εικόνα που έχω για έναν χαρακτηριστικό Βραζιλιάνο δουλέμπορο, αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Η σκηνή που πρέπει να παίξει είναι να παρουσιαστεί μουντζουρωμένος με μαύρη μπογιά και δεμένος σαν γουρούνι της σούβλας και να πέσει κάτω με τα μούτρα για να υποστεί τις προσβολές του βασιλιά: «Γιατί έστειλες 250.000 πολεμικά πλοία στις ακτές μου; Γιατί μου σκότωσες το λαγωνικό μου;»

 

Στην επόμενη σελίδα: «Τα αρπακτικά μάτια του Κίνσκι».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top