Εξήντα χρόνια μετά το μυθικό μιούζικαλ των Ρόμπερτ Γουάιζ, Τζερόμ Ρόμπινς, Άρθουρ Λόρεντς, Στίβεν Σοντχάιμ και φυσικά τη μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, έδωσε σάρκα και οστά σε ένα παιδικό του όνειρο σκηνοθετώντας το West Side Story.
Ο Σπίλμπεργκ 10 χρόνια μετά την πρώτη εκδοχή του θρυλικού μιούζικαλ και 50 χρόνια από σήμερα εμφανίστηκε στον κινηματογράφο και σαν μακρόσυρτος, επίμονος, σίφουνας δεν άφησε τίποτα στο διάβα του. Οι κινηματογραφικές δεκαετίες του ΄70 και ΄80 είναι κάτω από την καθοδήγηση του μεγάλου παραμυθά Στίβεν Σπίλμπεργκ, μέχρι να αποκτήσει με τη «Λίστα του Σίντλερ» το πρώτο του Όσκαρ, είχε κάνει τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», «Τα σαγόνια του Καρχαρία», το «Ε.Τ. ο Εξωγήινος», το «Πορφυρό Χρώμα» και άλλα πολλά και γέμισε τις σκοτεινές αίθουσες με ιστορίες, πόθους και πάθη, παραμύθια και εφιάλτες, όνειρα, χιούμορ και πλήθη.
Πολύς κόσμος τρύπωνε στους κινηματογράφους για να απολαύσει απλές ιστορίες, όμορφα ειπωμένες από έναν σκηνοθέτη που είχε αφομοιώσει όλο τον καλό Χολιγουντιανό, Αμερικάνικο κινηματογράφο και τον «επαναδιατύπωνε» με το δικό του μοναδικό τρόπο, υποστηριζόμενος από μεγάλα κεφάλαια και αξιοποιώντας με μοναδικό τρόπο τη σύγχρονη τεχνολογία.
Εμπνευσμένη από το έργο του Σαίξπηρ, «Ρωμαίος και της Ιουλιέτα», η υπόθεση του μιούζικαλ, μεταφέρεται στο μισογκρεμισμένο Απερ Γουέστ Σάιντ της δεκαετίας του 1950, δύο αντίπαλες συμμορίες, οι λευκοί Τζετς και οι Πορτορικανοί Σαρκς, συγκρούονται άγρια. Ο Τόνι (Άνσελ Έγκορτ) όμως, που ανήκει στους λευκούς, ερωτεύεται τη Μαρία (Ρέιτσελ Ζέγκλερ), αδελφή του ορκισμένου εχθρού τους Μπερνάρντο (Ντέιβιντ Άλβαρεζ) και κάπου εκεί ξεσπά απροκάλυπτος πόλεμος, με τη γειτονιά να χωρίζεται στα δύο και έναν έρωτα που φαίνεται αδύνατο να ανθίσει, καθώς όλοι είναι εναντίον του.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αφήνει τα γνώριμα μονοπάτια του, προκειμένου να δώσει τη δική του ερμηνεία πάνω στον θεατρικό μύθο του «West Side Story». Χρησιμοποιώντας άριστα ειδικά εφέ αλλά και εντυπωσιακά σκηνικά, καταφέρνει να ζωντανέψει ρεαλιστικά την άλλοτε σκοτεινή γειτονιά της Νέας Υόρκης, με τα διαλυμένα κτίρια, τους βρώμικους δρόμους, τα αυτοκίνητα εποχής, ρούχα και τα αξεσουάρ της 10ετίας του ’50. Η κινηματογραφική αναβίωση των θρυλικών τραγουδιών των Λέοναρντ Μπέρνσταϊν και Στίβεν Σοντχάιμ, είναι το δεύτερο, εξίσου σημαντικό, επίτευγμα του Σπίλμπεργκ.
Ο σκηνοθέτης θα έχει βαρεθεί πενήντα χρόνια τώρα να κατηγορείται για ακαδημαϊσμό, για κάθε και σε κάθε ταινία του οι κριτικές τον κατηγορούν για ατολμία, διστακτικότητα, δειλία και «κλασικισμό». Μα αυτό πάντα ήθελε να κάνει ο μεγάλος αυτός παραμυθάς, να μας πει την ιστορία απλά, κατανοητά, με χιούμορ, να μας συνεπάρει και να μας ταξιδέψει, τα υπόλοιπα τα άφηνε για τους άλλους. Ο Σπίλμπεργκ βλέπει την Τέχνη σαν ένα χορό. Είναι ανάγκη ο χορός να έχει κάποιο νόημα; Χορεύεις επειδή το ευχαριστιέσαι. Έτσι πρέπει να βλέπουμε τις ταινίες του, για να μην βολοδέρνουμε μεταξύ ενοχών, σκοπών και επιδιώξεων και για να βρίσκουμε χρόνο για ξέφρενο, αμόλυντο καθαρό χορό της χαράς.
Η Νέα Υόρκη επεξεργασμένη ψηφιακά είναι πανέμορφη, χάρη και στον διευθυντή φωτογραφίας Γιάνους Καμίνσκι γοητεύει απ’ άκρη σε άκρη στις τσιμεντένιες ταράτσες, τις γέφυρες, τα σοκάκια, τα κλαμπ της, στις προσόψεις των κτιρίων της ακόμα και στους λόφους των γκρεμισμένων κτηρίων της που ετοιμάζουν την καινούργια πόλη. Η ταινία διατηρεί την αναγκαία και ζωογόνα θεατρικότητα της και αναπτύσσεται μ’ ένα ανάλαφρο και ρυθμικό μοντάζ, με χρώματα βαθιά κι έντονα, με σκηνογραφικές κι ενδυματολογικές παλέτες αντιθετικές σαν τους ήρωές της: κόκκινα, καφετιά, πορτοκαλί, για τους Λατίνους μπλε, ασπρόμαυρα γκρίζα για τους Τζετς. Η παρουσία της 89χρονης Ρίτα Μορένο, η οποία είχε κερδίσει και το Όσκαρ β’ ρόλου ως Ανίτα, λειτουργεί σαν συνδετικός και συγκινητικός κρίκος με το πρώτο φιλμ.
Ο Σπίλμπεργκ ξέρει πολύ καλά κάτι που έγραψε ο ιρλανδός συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, «ο Χορός είναι η κάθετη έκφραση οριζόντιων επιθυμιών» κι αυτό μας το δείχνει καθέτως, πλαγίως οριζοντίως και με κάθε τρόπο. Η ταινία βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση, σαν τους χορευτές σε μια πίστα κάτω από τους εξαίσιους ήχους μιας σπουδαίας μουσικής και όμορφων τραγουδιών, χωρίς να χάνεται τίποτα από αυτά που πρέπει να μας αφηγηθεί, χωρίς να στερούμαστε τίποτα από αυτά που κινούνται στη σφαίρα της συγκίνησης και της ευχαρίστησης.
Ο Σπίλμπεργκ συνομιλεί, χορεύει με το φιλμ που αγάπησε και αφήνει χώρο και σε αυτούς που γνωρίζουν την πρώτη ταινία, αλλά δημιουργεί χώρο και σε ανθρώπους που δεν την έχουν δει να διασκεδάσουν, να παρασυρθούν στο χορό, να ψυχαγωγηθούν, αφήνοντας τη μουσική του Μπερνστάιν να πλημμυρίζει την ακοή μας, τα ακροδάχτυλα που παίζουν πάνω στο βελούδο των καθισμάτων, τις πατούσες μας που θέλουν να «αυτονομηθούν» στο κόκκινο χαλί της αίθουσας, τις αισθήσεις που θέλουν να μας κάνουν μέρος αυτού του χυμώδους νεαρόκοσμου, που όταν δεν μιλά τα αγριεμένα αγγλικά του και τα επιθετικά ισπανικά του, μιλά ανεμπόδιστα αισθαντικά, απροκάλυπτα ερωτικά, υπέροχα ορμητικά με τη γλώσσα του σώματος.
Διαβάστε ακόμα: Είδαμε το «Μην Κοιτάτε Πάνω». Μια δηλητηριώδης πυκνή σάτιρα.