«Ζητήστε από κάποιον με τον οποίον διαβάσατε το ίδιο μυθιστόρημα να σας διηγηθεί την υπόθεσή του και τότε θα αντιληφθείτε προς μεγάλη σας έκπληξη ότι είναι σαν να μιλά για κάποιο άλλο βιβλίο». (John Singer Sargent, «Man Reading», 1905).

Έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε ένα βιβλίο σαν κτήμα μας, θεωρώντας μοναδική του αποστολή τη σχέση που αναπτύσσουμε μαζί του. Λησμονούμε όμως ότι ανάλογες σχέσεις δημιουργεί το συγκεκριμένο βιβλίο και με πολλούς άλλους αναγνώστες κι αυτό από μόνο του το διαφοροποιεί σημαντικά. Αποτελεί οικτρή πλάνη να πιστεύουμε πως το βιβλίο έχει το περιεχόμενο που θέλησε να του δώσει ο συγγραφέας του. Στην πραγματικότητα έχει το περιεχόμενο εκείνο που του δίνει ο εκάστοτε αναγνώστης.

«Ένα βιβλίο επιβάλλει εξαρχής τον τρόπο με τον οποίο θα διαβαστεί».

Όποτε τυχαίνει να ανταλλάξω απόψεις για κάποιο βιβλίο, αντιλαμβάνομαι απολύτως αυτό που λένε, ότι ένα ανάγνωσμα δεν είναι ποτέ το ίδιο στα χέρια δύο ανθρώπων. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την αξιολόγησή του, αλλά και την ουσία του. Ζητήστε από κάποιον με τον οποίον διαβάσατε το ίδιο μυθιστόρημα να σας διηγηθεί την υπόθεσή του και τότε θα αντιληφθείτε προς μεγάλη σας έκπληξη ότι είναι σαν να μιλά για κάποιο άλλο βιβλίο. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί όλοι μας διαβάζουμε και ερμηνεύουμε τα γεγονότα και τους χαρακτήρες σύμφωνα με τα βιώματά μας, τις ιδέες και τις προκαταλήψεις που κουβαλάμε, με τις γνώσεις, την ευφυΐα, με ό,τι μας αφορά ως υπάρξεις. Σε ένα κείμενο χιλιάδων λέξεων είναι αδύνατο να σταθούμε με την ίδια προσοχή σε όλες τις φράσεις, τις παραγράφους, τις σελίδες. Οι «μαύρες τρύπες» που αφήνουμε πίσω διαφοροποιούν λιγότερο ή περισσότερο την εντύπωση που αποκομίζουμε κι εξηγούν ως έναν βαθμό τη διάσταση απόψεων μεταξύ των αναγνωστών.

Αριστερά: «Κάθε ανάγνωση είναι μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου βιβλίου» γράφει ο Δημήτρης Στεφανάκης. Δεξιά: «Στη ζωή τα πράγματα δεν είναι συνήθως όπως φαίνονται και η λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας το θυμίζει» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Από την άλλη, ένα βιβλίο επιβάλλει εξαρχής τον τρόπο με τον οποίο θα διαβαστεί. Ο Ρολάν Μπαρτ στο δοκίμιό του Η απόλαυση του κειμένου ισχυρίζεται πως «το πιο κλασικό κείμενο (ένα μυθιστόρημα του Ζολά, του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι) […] δεν το διαβάζουμε ολόκληρο με την ίδια αναγνωστική ένταση […] πηδάμε ατιμώρητα (κανένας δε μας βλέπει) τις περιγραφές, τις εξηγήσεις, τους στοχασμούς και τις συζητήσεις […] Διαβάστε αργά, διαβάστε ολόκληρο ένα μυθιστόρημα του Ζολά – το βιβλίο θα σας πέσει από τα χέρια· διαβάστε στα γρήγορα, κομματιαστά ένα μοντέρνο κείμενο – το κείμενο γίνεται σκοτεινό, κλειστό στην απόλαυσή σας». Οι σκέψεις αυτές παραπέμπουν στον Μύθο του Σισύφου, εκεί όπου ο Καμύ ομολογεί πως όλη η τέχνη του Κάφκα συνίσταται στο γεγονός ότι υποχρεώνει τον αναγνώστη να τον ξαναδιαβάσει. Ένα μοντέρνο κείμενο απαιτεί απόλυτη συγκέντρωση και αδιάπτωτη αναγνωστική ένταση, ειδάλλως καταντά ακατανόητο.

«Στη λογοτεχνία δεν ισχύει σε καμία περίπτωση το ένα κι ένα κάνουν δύο».

Κάθε βιβλίο προαπαιτεί τον τρόπο ανάγνωσής του και, την ίδια στιγμή, μεταμορφώνεται ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε αναγνώστη. Στη λογοτεχνία, βλέπετε, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση το ένα κι ένα κάνουν δύο, κάθε ανάγνωση είναι μια διαφορετική εκδοχή του ίδιου βιβλίου κι όλα αυτά με ωθούν να επαναλάβω άλλη μια φορά σε όσους δεν το έχουν αντιληφθεί: «Καλώς ήρθατε στη δημοκρατία του πνεύματος!»

 

// Από το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη «Πώς η λογοτεχνία σού αλλάζει τη ζωή» (το κείμενο στην έκδοση έχει τον τίτλο «Χιλιάδες βιβλία σ’ ένα βιβλίο», σελ. 55-57). Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016.

 

Διαβάστε ακόμα: Δημοσθένης Κούρτοβικ –«Κάτω τα καλά βιβλία!»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top