«Δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζομαι στην Ελλάδα. Έχω μια όμορφη και μακρά – θα τολμούσα να πω – σχέση με τη χώρα και τους μουσικούς της» (Φωτογραφία: countertenorcorner.com).

Μετά την περσινή αναστολή, το Samos Young Artists Festival (SYAF) επιστρέφει στο Αρχαίο Θέατρο του Πυθαγορείου από τις 7 ως τι 13 Αυγούστου, παρουσιάζοντας σπουδαίους μουσικούς έναντι του εντελώς συμβολικού εισιτηρίου των 5 ευρώ για κάθε βραδιά (τα έσοδα πηγαίνουν εξολοκλήρου σε φιλανθρωπικούς σκοπούς).

Πιστό στην ταυτότητα που έχουν διαμορφώσει οι καλλιτεχνικοί διευθυντές Masha Ilyashov και Αλέξης Καραϊσκάκης-Νάστος, το πρόγραμμα έχει καλειδοσκοπικό χαρακτήρα με έντονα εξατομικευμένες συναυλίες από διαφορετικά μουσικά είδη και περιόδους: τσιγγάνικη τζαζ, μουσική δωματίου, πιάνο, μπαρόκ, κλέτζμερ, και για αποκορύφωση τη «Γιορτή της ανθρώπινης φωνής» με τον διάσημο καταλανό κόντρα-τενόρο Xavier Sabata (Χαβιέρ Σαμπάτα) σε ένα πραγματικά απρόσμενο πρόγραμμα. Μια εξαιρετική αφορμή για να συζητήσουμε μαζί του σχετικά με μια τεχνική και αισθητική τραγουδιού που είναι πολύ παλιά, αλλά δεν παύει να εξελίσσεται και να μας εκπλήσσει. Μια εξαιρετικά μακρά συνέντευξη, που όμως έχει πολλά να πει.

«Βρίσκω πολύ συναρπαστικό το γεγονός ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που ένας κόντρα τενόρος θα τραγουδήσει στη Σάμο, τουλάχιστον για μεγάλο ακροατήριο».

– Έχετε εμφανιστεί πολλές φορές στην Αθήνα, αλλά νομίζω είναι η πρώτη φορά που συμμετέχετε στο SYAF και αν δεν κάνω λάθος η πρώτη φορά που θα τραγουδήσετε σε ένα ελληνικό νησί. Ελπίζω να έχετε μεγάλες και καλές προσδοκίες. Γνωρίζετε τον χώρο και τους συντελεστές;

Πράγματι δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζομαι στην Ελλάδα. Έχω μια όμορφη και μακρά – θα τολμούσα να πω – σχέση με τη χώρα και τους μουσικούς της. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που γνώρισα πριν από μερικά χρόνια καταπληκτικούς αρχιμουσικούς, όπως ο Γιώργος Πέτρου και ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, και είχα την τύχη όχι μόνο να έρθω να τραγουδήσω, αλλά και να ηχογραφήσω δύο υπέροχα CD, τα οποία έχω στην καρδιά μου, το Catharsis και το Dilettanti. Πράγματι έχω πολλές προσδοκίες – όχι για την επιτυχία της συναυλίας, που ελπίζω να έχει – αλλά περισσότερο για το ότι θα μοιραστώ το όμορφο πρόγραμμα που δημιουργήσαμε και θα τραγουδήσω σε ένα εμβληματικό υπαίθριο θέατρο με αυτούς τους καταπληκτικούς μουσικούς και αυτό το πολύ εκλεκτικό σχήμα που θα συνοδεύσει το ρεσιτάλ. Είναι κάτι που με κάνει εξαιρετικά ευτυχισμένο και ανυπομονώ γι’ αυτό.

– Η Σάμος έχει μια μακρά και πλούσια ιστορία, αναρωτιέμαι όμως αν έχει ξανατραγουδήσει ένας κόντρα-τενόρος σε αυτό το θέατρο.

Βρίσκω πολύ συναρπαστικό το γεγονός ότι ίσως είναι η πρώτη φορά που ένας κόντρα τενόρος θα τραγουδήσει σε αυτό το νησί, τουλάχιστον για μεγάλο ακροατήριο. Η ακρόαση ενός κόντρα-τενόρου μπορεί να δημιουργήσει στην αρχή μια μικρή αμηχανία, σε κάποιον μπορεί να φανεί λίγο παράξενο, αλλά στην πραγματικότητα ανήκει στην παράδοση της ιστορίας της μουσικής για πολύ καιρό, οπότε δεν νομίζω ότι αυτό θα αποτελούσε πρόβλημα για κανέναν. Τουλάχιστον θα ήθελα πολύ να πιστεύω ότι αυτό θα είναι μια ευκαιρία για όποιους δεν έχουν ακούσει ποτέ κόντρα-τενόρο να ανακαλύψουν έναν τύπο φωνής που μπορεί να φτάσει στην ψυχή του ακροατή, μια φωνή που έχει πολλά να πει μουσικά, και από άποψη ομορφιάς.

Η τεχνική που χρησιμοποιείτε είναι γνωστή και ως falsetto – «ψεύτικη φωνή». Πώς ανακαλύπτει ένας άνθρωπος μια φωνή που δεν είναι η «φυσική» του και αποφασίζει να αφιερωθεί σε αυτήν; 

Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση και πρέπει καταρχήν να σκεφτούμε λίγο τη λέξη falsetto,  “ψεύτικη φωνή”. Αυτό είναι κάτι που ονομάζω κρίση, ηθική αξιολόγηση: κάτι που δεν είναι φυσικό. Διαφωνώ πολύ έντονα με αυτό, γιατί πιστεύω ότι το falsetto είναι τόσο φυσικό όσο και η φωνή που χρησιμοποιεί η σοπράνο για να τραγουδήσει ψηλές νότες. Αυτό που κάνει μια σοπράνο ή μια μέτζο σοπράνο ή μια κοντράλτο όταν ανεβαίνει ψηλά, είναι ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός που χρησιμοποιώ εγώ όταν ανεβαίνω ψηλά σε αυτό το αποκαλούμενο falsetto. Οπότε θα έλεγα ότι το μη φυσικό είναι να κάνουμε αυτό που κάνει ο τενόρος ή ο βαρύτονος, όταν κρατάει τη φωνή του στήθους στις ψηλές νότες, ή αυτό που κάνει μια τραγουδίστρια της τζαζ όταν τεντώνει τη φωνή του στήθους στο ψηλό ρεγκίστρο (το λεγόμενο belting).

«Η επανάσταση των κόντρα-τενόρων συνέβη αφενός λόγω της αποδοχής τους από το κοινό και από τον κόσμο της όπερας, αφετέρου επειδή τα ωδεία και οι καθηγητές είναι πλέον πιο εξοικειωμένοι με την τεχνική» (Φωτογραφία: carinthischersommer.at).

Για να ανακαλύψει ή να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μπορεί να είναι κόντρα-τενόρος πρέπει πιστεύω  να προσέξει τρεις πτυχές. Η πρώτη είναι η ευκολία του μηχανισμού: πρέπει να είναι εύκολο για κάποιον να τραγουδήσει με αυτή τη φωνή του κεφαλιού, αυτόν τον μηχανισμό που λέγεται falsetto, πρέπει να του βγαίνει με φυσικό τρόπο. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να αγαπά το ρεπερτόριο: ως κόντρα-τενόρος πρέπει να ξέρετε ότι το ρεπερτόριο που πρόκειται να τραγουδήσετε στην αρχή θα είναι πολύ περιορισμένο, μόνο μουσική μπαρόκ, μετά θα ανακαλύψετε ότι μπορείτε επίσης να τραγουδήσετε Μότσαρτ, Σούμπερτ και τόσα άλλα πράγματα, αλλά το γεγονός είναι  ότι βασικά το ρεπερτόριό σας θα επικεντρωθεί σε 2,5 αιώνες και πρέπει να αγαπάτε αυτό το ρεπερτόριο. Και η τρίτη πτυχή είναι περισσότερο ψυχολογική: πρέπει να είσαι εντάξει με το να εκφράζεις τον εαυτό σου με αυτόν τον τρόπο, να δείχνεις την ψυχή σου στους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο,  δεν πρέπει να υπάρχει κανένα είδος μπλοκαρίσματος στο ψυχολογικό ή συναισθηματικό επίπεδο.

«Τώρα είναι σαν μια χρυσή εποχή για τους κόντρα-τενόρους, γιατί δεν είμαστε μόνο ένα πράγμα, αλλά είμαστε πολλοί και διαφορετικοί».

Από την εποχή του Alfred Deller (1912-1979) και των counter-tenor με την κάπως αδύναμη φωνή, κατάλληλη για μουσική δωματίου, έχουμε περάσει στους contra-tenori, που εμφανίζονται σε μεγάλες αίθουσες όπερας. Πώς έγινε αυτή η εξέλιξη;

Ναι, πράγματι, από την εποχή του Alfred Deller μέχρι σήμερα η τεχνική του κόντρα-τενόρου έχει αλλάξει πολύ και η θέση που παίρνουμε τώρα στον κόσμο της όπερας είναι πολύ διαφορετική από τα πράγματα που οι τραγουδιστές μπορούσαν να κάνουν τότε. Πρέπει να σκεφτούμε ότι η επανάσταση των κοντρα-τενόρων ήταν ένα είδος αυτοδιδασκαλίας: έμαθαν πράττοντας, δεν είχαν ποτέ δασκάλους, είχαν απλώς μια διαίσθηση για το πώς θα έπρεπε να γίνονται αυτά τα πράγματα, είχαν αυτή τη θέληση να ανακαλύψουν το μπαρόκ ρεπερτόριο, το πρώιμο ρεπερτόριο που κανείς δεν θα έκανε εκείνη την εποχή. Οπότε πιστεύω ότι άνθρωποι όπως ο Alfred Deller ήταν περίπου επαναστάτες, επειδή είχαν πραγματικά τα κότσια να σπάσουν ένα σύστημα που βασικά ενδιαφερόταν μόνο για τη ρομαντική ή τη μεταρομαντική μουσική, και για αυτό ο Alfred Deller είναι για μένα ένα είδωλο. Είναι αλήθεια ότι η τεχνική του δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο η τεχνική που έχουν σήμερα ορισμένοι συνάδελφοί μου, αλλά η μουσικότητά του ήταν εξαιρετική και οι ερμηνείες του σε έργα του Blow και του Purcell, και σε τόσα πολλά διαφορετικά είδη αγγλικής μπαρόκ μουσικής, αποτελούν σημείο αναφοράς για εμάς μέχρι σήμερα.

– Υπάρχει εξήγηση γι’ αυτή την εξέλιξη; 

Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Η επανάσταση των κόντρα-τενόρων συνέβη αφενός λόγω της αποδοχής τους από το κοινό και από τον κόσμο της όπερας, αφετέρου επειδή τα ωδεία και οι καθηγητές είναι πλέον πιο εξοικειωμένοι με την τεχνική και μας αντιμετωπίζουν ως κανονικούς τραγουδιστές, οπότε μας ζητείται να τραγουδήσουμε με πλήρη δύναμη με τα ίδια βασικά στοιχεία τεχνικής που θα χρησιμοποιούσε μια σοπράνο ή ένας τενόρος ή ένας βαρύτονος για να τραγουδήσει σε ένα μεγάλο θέατρο. Γι’ αυτό τώρα πρέπει να είμαστε σε θέση να τραγουδήσουμε για κοινό άνω των 2000 ή ακόμη και 3000 ατόμων, χωρίς κανενός είδους ενίσχυση. Αυτά δημιούργησαν αυτού του είδους την επανάσταση στην τεχνική και σήμερα μπορείτε σχεδόν να πάτε σε οποιοδήποτε ωδείο στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης ή σε όλο τον κόσμο και να βρείτε έναν καθηγητή που είναι πρόθυμος να δουλέψει με έναν κόντρα-τενόρο.

– Επομένως, στις μέρες μας τα πράγματα φαντάζουν ιδανικά. 

Στην πραγματικότητα, τώρα είναι σαν μια χρυσή εποχή για τους κόντρα-τενόρους, γιατί δεν είμαστε μόνο ένα πράγμα, αλλά είμαστε πολλοί και διαφορετικοί: υπάρχουν χαμηλοί κόντρα τενόροι, όπως εγώ, που είναι σαν κοντράλτο, υπάρχουν μέτζο-σοπράνο, υπάρχουν σοπράνο. Διαφέρουμε επίσης από την άποψη της προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να βρούμε ερμηνευτές για πολλούς και διαφορετικού τύπου ρόλους. Σήμερα μπορείς να βρεις ψηλές φψνές για οποιαδήποτε όπερα μπαρόκ  γραμμένη για καστράτο, και να έχεις άνδρα υψηλό τραγουδιστή, που μπορεί να τραγουδήσει είτε τον ρόλο του σοπράνο καστράτο, είτε τον ρόλο του κοντράλτο. Για μένα λοιπόν αυτή είναι μια πραγματική χρυσή εποχή των κοντρα-τενόρων.

– Ακριβώς οι κόντρα-τενόροι συχνά τραγουδούν μουσική που γράφηκε για καστράτο, σε βαθμό που κάποιοι να ταυτίζουν τα δύο. Είναι όμως λογικό να συμβαίνει αυτό;

Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας πολύ συχνά λέγεται ότι οι κόντρα-τενοροι είναι το ισοδύναμο με αυτό που ήταν οι καστράτι στην εποχή του μπαρόκ, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Θα ήθελα καταρχήν να εξηγήσω ότι οι καστράτοι και οι κοντρα-τενόροι ζούσαν την ίδια εποχή και δούλευαν μαζί, κυρίως στην εκκλησία, στην Ιταλία και σε όλη την Ευρώπη, την εποχή του μπαρόκ. Οι κοντρα-τενόροι ή οι φαλτσετίστες χρησιμοποιούνταν κυρίως στην εκκλησία. Οι καστράτι χρησιμοποιούνταν επίσης στην εκκλησία, αλλά και στη σκηνή, και εκεί έγιναν τόσο διάσημοι. Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι σε διάφορες περιπτώσεις στην εποχή του Handel υπήρχαν κοντρα-τενόροι που εμφανίζονταν σε  παραστάσεις όπου ο καστράτος ήταν άρρωστος ή δεν μπορούσε να παίξει, οπότε τους αντικαθιστούσε ένας άνδρας άλτο ή κόντρα-τενόρος. Σήμερα εμείς οι κοντρα-τενόροι τραγουδάμε ως επί το πλείστον ό,τι είχε γραφτεί για καστράτο, αλλά δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τον ήχο, γιατί πρέπει να σκεφτούμε το καστράτο σαν να είναι η φωνή ενός παιδιού στο σώμα ενός άνδρα.

«Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η έμφυλη θεωρία που εφαρμόζεται σε όλα τα είδη των τεχνών, και φυσικά στην όπερα και την κλασική μουσική δεν μπορεί να μην αποτελεί μέρος των συζητήσεων».

– Θα μπορούσε σήμερα να «επιβιώσει» καλλιτεχνικά  ένας καστράτο; 

Δεν είμαι σίγουρος αν στις μέρες μας θα θέλαμε να ακούσουμε έναν καστράτο, σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα ομορφιάς στις φωνές. Ο 20ός αιώνας ανέπτυξε ένα πολύ έντονο γούστο το ρεγκίστρο της φωνής να είναι εντελώς ίδιο στα χαμηλά και στα ψηλά μέρη, αυτό δηλαδή που ονομάζεται ομοιογενής αισθητική, και δεν πιστεύουμε ότι οι καστράτο εκείνη την εποχή τραγουδούσαν έτσι. Πιστεύουμε ότι τραγουδούσαν με δύο πολύ διαφορετικές φωνές, μια πολύ υψηλή φωνή κεφαλής και μια μεσαία χαμηλή φωνή στήθους, οπότε δεν ανακάτευαν αυτά τα δύο ρεγκίστρα, απλώς άλλαζαν από το ένα στο άλλο. Σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα δεν νομίζω ότι ο κόσμος θα λάτρευε πολύ αυτόν τον ήχο.

«Οι φωνές των κόντρα-τενόρων μπορούν συχνά να συνδεθούν με τη ρευστότητα του φύλου: ένας άνδρας με γυναικεία, ας πούμε, φωνή».

 – Στην εποχή μας συχνά η φωνή του κόντρα-τενόρου στην όπερα συσχετίζεται με την έμφυλη ρευστότητα – ένας άνδρας τραγουδά με «γυναικεία» φωνή έναν ρόλο ανδρικό. Πόσο σας απασχολεί ή σας ενδιαφέρει αυτό;

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η έμφυλη θεωρία που εφαρμόζεται σε όλα τα είδη των τεχνών, και φυσικά στην όπερα και την κλασική μουσική δεν μπορεί να μην αποτελεί μέρος των συζητήσεων, οπότε καταλαβαίνω ότι οι φωνές των κόντρα-τενόρων μπορούν συχνά να συνδεθούν με τη ρευστότητα του φύλου: ένας άνδρας με γυναικεία, ας πούμε, φωνή. Αλλά προχωρώ περαιτέρω σε αυτή τη συζήτηση, γιατί αυτός είναι ένας δρόμος πολλών διαφορετικών ατραπών: ένας κόντρα τενόρος μπορεί να εκφράσει πολλά διαφορετικά πράγματα, μπορεί να είναι εξαιρετικά θηλυκός, μπορεί να είναι εξαιρετικά αρσενικός, μπορεί να είναι εξαιρετικά ανδρόγυνος! Δεν συμφωνώ λοιπόν με την άποψη ότι η φωνή ενός κοντρα-τενόρου είναι η “φωνή του θεού” ή ότι είναι μια πολύ ξεχωριστή φωνή, νομίζω ότι είναι απλώς μια φωνή που είναι ευέλικτη και πλαστική. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι πολύ δραματική ή πολύ ελαφριά, ότι μπορεί να είναι οτιδήποτε χρειάζεται, όπως συνέβη και με τους τενόρους, των οποίων το ηχόχρωμα σε κάποιους είναι εξαιρετικά ελαφρύ και σχεδόν θηλυκό, ενώ άλλοι είναι πολύ ηρωικοί και πολύ αρσενικοί.  Όπως συνέβη επίσης με τις κοντράλτο και τις σοπράνο, των οποίων τα ηχοχρώματα μπορούν είναι είτε θηλυκά είτε αρσενικά.

– Αρα, λέτε, πως το φύλο μπορεί να εκφραστεί δίχως υπερβολές; 

Νομίζω ότι όλη αυτή η υπερβολή σχετικά με τη ρευστότητα φύλου του κόντρα-τενόρου είναι ασφαλώς πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά ας μην το θεωρούμε και ως κάτι δεδομένο σε κάθε κόντρα τενόρο. Γιατί έχω επίσης λίγο κουραστεί σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη μουσική, όπου πρέπει πάντα ο κόντρα-τενόρος να είναι ο ακραίος ρόλος, είτε ο τρελός, είτε ο ψυχοπαθής, είτε ο άγγελος, αλλά σχεδόν ποτέ ο pater familias, ο κανονικός ξυλουργός ή ο οικοδόμος δεν είναι κόντρα τενόρος – γιατί όχι; Νομίζω ότι το φύλο μπορεί να εκφραστεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους και δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς ακούγεται κάποιος, αλλά με τόσα άλλα πράγματα.

– Τα τελευταία χρόνια οι κόντρε-τενόροι έχουν «επιτεθεί» και σε ρεπερτόριο που γράφτηκε για γυναικεία φωνή – ένας συνάδελφός σας πριν λίγα χρόνια τραγούδησε στην Αθήνα την άρια του Μάλκολμ από την Κυρά της Λίμνης του Ροσσίνι, έναν ρόλο που γράφτηκε για κοντράλτο. Είναι δόκιμο αυτό;

 Χμμμ (βαθύς αναστεναγμός)… είναι ενδιαφέρον ότι όταν ένας κόντρα-τενόρος θέλει να τραγουδήσει έναν ρόλο που έχει γραφτεί για γυναίκα, λέμε “επιτέθηκε”, ενώ έχουμε ακούσει πολλούς ρόλους που έχουν γραφτεί για άντρα τραγουδιστή, όπως ο Ariodante του Handel, που όποτε τον τραγουδά γυναίκα, πάντα λέμε ότι είναι μια καλή επιλογή. Αντίθετα, όταν ένας άντρας, ένας κόντρα τενόρος, θέλει να τραγουδήσει έναν ρόλο που έχει γραφτεί για γυναίκα, τότε λέμε ότι κατά κάποιο τρόπο καταπατά το έδαφος κάποιου άλλου. Όμως δεν συμφωνώ με αυτό, νομίζω ότι οι τέχνες είναι ένα ελεύθερο τοπίο, είναι ένας εντελώς λευκός καμβάς όπου μπορείς να ζωγραφίσεις τα πράγματα με τον τρόπο που θέλεις. Εξακολουθώ να ελπίζω ότι μια μέρα θα υπάρξει ένας κόντρα-τενόρος που θα τραγουδήσει τον Οκταβιανό στον Rosenkavalier του Ρίχαρτ Στράους. Στο κάτω-κάτω της γραφής, είναι ένας ανδρικός ρόλος· είναι αλήθεια ότι γράφτηκε για γυναίκα, αλλά αν υπάρχει ένας άνδρας που τραγουδάει όμορφα και έχει την ισχύ και γνωρίζει το ρεπερτόριο και μπορεί να το τραγουδήσει τέλεια, τότε ποιο είναι το πρόβλημα;

«Ο ρομαντισμός ως αισθητική, ακόμη και πολιτικά, προκάλεσε αρκετή ζημιά σε εμάς ως κοινό, επειδή έχουμε την τάση να βάζουμε σε όλα ταμπέλες».

 –Στην ίδια κατεύθυνση ηχογραφήσατε και εσείς το «Χειμερινό ταξίδι» του Σούμπερτ – αν σκεφτούμε την εμμονή του ρομαντισμού για τη φύση, την αποστροφή για το συμβατικό, θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για αισθητική αυθαιρεσία;

Η επιλογή μου να ηχογραφήσω το Winterreise έρχεται από μακριά, δεν είναι κάτι αυθαίρετο. Eχω ένα μάστερ στο lied, πήγα στη Γερμανία για να σπουδάσω με το ληντεριστικό ντουέτο Hartmut Höll (πιάνο) και Mitsuko Shirai (τραγούδι), σπούδασα εκεί για αρκετά χρόνια και γνωρίζω το ρεπερτόριο πολύ καλά. Ήθελα να διδαχθώ τη “liedgestaltung”, ήθελα να μάθω το ρεπερτόριο, επειδή πίστεψα ότι είναι μια καταπληκτική σχολή τραγουδιού, το να τραγουδάς με σημείο εκκίνησης το κείμενο, να τραγουδάς από την προοπτική που μου αρέσει και με την οποία αισθάνομαι άνετα, δηλαδή το δράμα, τις λέξεις, την ποίηση, και βρήκα σε αυτό μια εξαιρετική σχολή. Η αγάπη μου για το ληντ είναι διαρκής.

– Το κοινό πώς υποδέχθηκε την αγάπη σας για το ληντ;

Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω σε ένα ρεσιτάλ ολόκληρο τον κύκλο του Winterreise, ο κόσμος το υποδέχτηκε πολύ θετικά και αυτό μου έδωσε πολλές ελπίδες για αυτό το ρεπερτόριο. Η καλύτερη κριτική που έλαβα ήταν: “Μετά από 20 δευτερόλεπτα ξέχασα ότι ήταν κόντρατενόρος” Αυτή η μουσική μιλάει για την ανθρώπινη φύση, μιλάει για την ψυχολογία, για την ψυχή και για τα πραγματικά ανθρώπινα όντα με έναν πολύ ποιητικό τρόπο. Αλλά αν είστε αρκετά δυνατοί για να συνδεθείτε με το βαθύτερο νόημα όλων αυτών των ποιημάτων και όλης αυτής της μουσικής, αν ξοδέψετε αρκετό χρόνο προσπαθώντας να βρείτε την αρχική πηγή αυτής της μουσικής, τότε ποιος νοιάζεται για το ποιος τραγουδάει τι! Έχω πλήρη επίγνωση της παράδοσης του ληντ και κυρίως του τρόπου με τον οποίο τραγουδιέται, αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί την οικουμενικότητα αυτής της μουσικής; Στις μέρες μας γιατί να θέλει κανείς να την περιορίσει σε έναν συγκεκριμένο τύπο φωνής ή φύλο ή ηλικία; Όσοι προσπαθούν να το κάνουν αυτό μπορεί κάλλιστα να την οδηγούν στο τέλος της.

– Η μουσική ανήκει σε όλους…

Αυτό είναι κάτι που έγραψα στο οπισθόφυλλο του cd μου γιατί είναι κάτι στο οποίο πιστεύω πολύ έντονα: η μουσική δεν έχει ιδιοκτήτη – είσαι ο ιδιοκτήτης του τραγουδιού σου, αλλά δεν είσαι ο ιδιοκτήτης της μουσικής, ούτε το κοινό, ούτε καν ο συνθέτης. Οπότε όλα έχουν να κάνουν με την εμπειρία και την ερμηνεία. Νομίζω λοιπόν ότι ο ρομαντισμός ως αισθητική, ακόμη και πολιτικά, προκάλεσε αρκετή ζημιά σε εμάς ως κοινό, επειδή έχουμε την τάση να βάζουμε σε όλα “ταμπέλες”, και αυτές οι “ταμπέλες” είναι εξαιρετικά περιοριστικές όταν πρόκειται για αισθητικές εμπειρίες. Ναι, οι “ταμπέλες” είναι πολύ χρήσιμες, οι άνθρωποι αισθάνονται πολύ έξυπνοι, αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποιεί κανείς ότι η πραγματικότητα και οι εμπειρίες είναι πολύ μεγαλύτερες από μια ηλίθια μικρή ταμπελίτσα, και εκεί είναι που ζει για μένα η αλήθεια, εκεί βρίσκεται η ζωή, εκεί που τα πράγματα δονούνται και εκεί που τα πράγματα αποτελούν μια πρόκληση για μας ως κοινό, και αυτός είναι ο λόγος που κάνω αυτό που κάνω.

«Η μουσική δεν έχει ιδιοκτήτη – είσαι ο ιδιοκτήτης του τραγουδιού σου, αλλά δεν είσαι ο ιδιοκτήτης της μουσικής, ούτε το κοινό, ούτε καν ο συνθέτης» (Φωτογραφία: festivalperalada.com).

 –Για να επιστρέψουμε στο SYAF στη συναυλία συμμετέχετε θα τραγουδήσετε ένα εξαιρετικά απαιτητικό σε διάρκεια και ποικιλία πρόγραμμα, που δείχνει έναν μεγάλο εκλεκτικισμό – ένα σύνολο εν μέρει μπαρόκ θα ερμηνεύσει μουσική από τον 17ο μέχρι και τον 20ο-21ο αιώνα. Τι σηματοδοτεί αυτή η διάρρηξη των μέχρι πρότινος πολύ στεγανών ορίων;

 Βρίσκω το πρόγραμμα που θα παρουσιάσουμε στη Σάμο εξαιρετικά συναρπαστικό για πολλούς λόγους. Θα τραγουδήσω μερικά από τα αγαπημένα μου «tunes» – τα αποκαλώ έτσι αστειευόμενος, σαν να ήταν μουσική ποπ – μερικά από τα αγαπημένα μου κομμάτια από όλες τις εποχές: lied, seicento (17ος αιώνας), και άλλα. Γεγονός είναι ότι αποφασίσαμε να φιλτράρουμε κάποιες από τις μουσικές παρουσιάζοντάς τες σε μια πολύ εκλεκτική ενορχήστρωση με μπαρόκ σύνολο, και αυτό θα δημιουργήσει μια όμορφη μικρή ένταση στη μουσική, φέροντας μαζί διαφορετικές εποχές και αισθητικές, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι η μουσική και ο ήχος και η εμπειρία και όχι ο σχολαστικός – ας πούμε – τρόπος του πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα.

– Για ποιο λόγο έρχονται οι άνθρωποι στις συναυλίες; Τι λέει η εμπειρία σας;

Πάντοτε σκεφτόμουν ότι δεν κάνω αυτό που κάνω για να πληρώνει ο κόσμος προκειμένου να ακούσει κάποιον στις τελικές εξετάσεις τραγουδιού. Προτιμώ να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι έρχονται σε μια συναυλία δική μου ή ενός συναδέλφου μου για να ακούσουν κάτι που είναι μοναδικό και γίνεται με έναν πολύ προσωπικό τρόπο, ή μια πολύ ιδιαίτερη εκδοχή ενός από τα κομμάτια. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πηγαίνω σε συναυλίες και παραστάσεις όπερας, γιατί θέλω να το δω αυτό μέσα από το φίλτρο κάποιου και όχι απλώς “το κομμάτι”.

Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει στη ρομαντική αισθητική, όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν να ακούσουν μια συμφωνία και θέλουν αυτή τη συμφωνία, το οποίο είναι υπέροχο, αλλά συνδέεται με ένα άλλο είδος ευαισθησίας, που δεν είναι δική μου. Μου αρέσει να σκέφτομαι τη μουσική με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι άνθρωποι της εποχής του μπαρόκ: η μουσική δεν είναι απόλυτη, είναι μια αφορμή για να κάνεις κάτι άλλο, να χτίσεις μια παράσταση, να χτίσεις μια μοναδική στιγμή. Αυτό προσπαθώ να κάνω σε αυτή τη συναυλία και γι’ αυτό περιμένω να είναι κάτι πολύ όμορφο.

 

// Κατεβάστε το αναλυτικό πρόγραμμα του εδώ 

 

 

Διαβάστε ακόμα: Φαίδων Μηλιάδης. Πώς είναι να παίζεις δίπλα στα «ιερά» τέρατα της κλασικής μουσικής;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top