16776108_10212000587428386_498942832_o

«Τα συναισθήματά μας, ό,τι μας φέρνει ζωή, είτε χαρά είτε λύπη, πρέπει να το ζούμε μέχρι μυελού οστών». (Εικονογράφηση: Vladimir Radibratovic)

Η «Νίκη» του με συγκίνησε βαθιά. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, δάκρυσα, κάτι που μου συμβαίνει σπανίως όταν διαβάζω. Ίσως γιατί ο Χρήστος είναι φίλος ζωής, ίσως γιατί έτυχε να δουλεύουμε μαζί όταν αρρώστησε η μητέρα του, ίσως γιατί πάντα, αυτός ο άνθρωπος σου προκαλεί έντονα συναισθήματα. Πολλοί εκεί έξω τον κρίνουν εύκολα, αβίαστα, γιατί έχει, φαινομενικά, έναν τρόπο, σταθερά διακριτικά προκλητικό.

Ο Χρήστος Χωμενίδης, όμως, είναι ένας περίπλοκος άνθρωπος, που γράφει μυθιστορήματα χωρίς μεγάλες παύσεις και ταξιδεύει σε πολλούς κόσμους ταυτοχρόνως. Που διαβάζει συνεχώς και είναι περίεργος για όλα. Που δεν φοβάται τη λευκή σελίδα, αλλά δεν φοβάται και την ίδια τη ζωή. Στις μεγαλύτερές του, αληθινές, δυσκολίες, ανταπεξέρχεται με στωικότητα πρωτοφανή. Και όσα κάποιοι χαρακτηρίζουν «πρόκληση», είναι μάλλον πάθος.

Πάθος ασίγαστο που αφορά στα πάντα – και αν είσαι έντονος προς τη μια πλευρά, θα είσαι και προς την άλλη. Μην του ζητήσεις ποτέ και μην περιμένεις ποτέ από εκείνον κάτι μέτριο, επίπεδο, σύνηθες. Όσο θεωρητική είναι η εμφάνισή του, δυνατή η χειραψία του, τρανταχτή η φωνή του, έτσι είναι και η ψυχή του.

«Για χρόνια θεωρούσαμε πως είμαστε ο περιούσιος λαός και τώρα που μας το αρνούνται, έχουμε τρελαθεί».

-Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει βιβλίο σου στο θέατρο. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Αισθάνομαι πάρα πολύ χαρούμενος και είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι πρέπει να εκδηλώνουμε τη χαρά μας, να τη δείχνουμε. Τα συναισθήματά μας, ό,τι μας φέρνει ζωή, είτε χαρά είτε λύπη, πρέπει να το ζούμε μέχρι μυελού οστών. Δεν μου αρέσει καθόλου η μπλαζέ στάση που λέει ότι το καθετί είναι αναμενόμενο. Όχι: είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις τόσους ανθρώπους να δημιουργούν πάνω σε κάτι που εσύ έπλασες. Είναι αφάνταστα τιμητικό, είναι σαν αποτελείς τον καταλύτη της έμπνευσης τους.

-Σε εξέπληξε αυτό που έβλεπες στις πρόβες; Ένιωσες ότι θέλεις να επέμβεις;
Ένα θεατρικό πρέπει να έχει κι άλλες οπτικές. Το έργο έχει δύο μπαμπάδες, ο ένας είμαι εγώ και ο άλλος είναι ο Σταμάτης Φασουλής. Άρα, πρόκειται για ένα προϊόν συλλογικής διάνοιας. Προφανώς και πρέπει να εμπιστεύεσαι εκείνον που θα ανεβάσει το βιβλίο σου στο θέατρο. Δεν θα πηγαίνεις σαν την κακιά πεθερά να κάνεις συνεχώς υποδείξεις. Πρέπει να τον αφήσεις να διευθύνει το πηδάλιο που του έδωσες. Κατά τα άλλα, όταν έχω κάποια σχόλια, τα οποία δεν ξέρω καν αν είναι σωστά από τη στιγμή που είμαι ο πιο υποκειμενικός κριτής, τα λέω πάντα στον Σταμάτη. Είναι ένας γλυκός άνθρωπος που ξέρει να ακούει. Όμως, η απόφαση θέλω, και πρέπει, να είναι πάντα δική του.


Διαβάστε ακόμα: Ιωάννης Πάππος – Ο άνθρωπος που έβλεπε τα ξενοδοχεία να περνούν


-Χάνει κάτι η μαγεία της ελευθερίας της φαντασίας του αναγνώστη, όταν οι χαρακτήρες και η δράση παίρνουν συγκεκριμένο «πρόσωπο» επί σκηνής;
Με αυτήν την έννοια δεν θα έπρεπε να μεταφέρονται πότε βιβλία στο σινεμά, στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Ο καθένας, όταν διαβάζει κάτι, έχει μία εικόνα στο νου του, που μπορεί κάλλιστα να έρθει σε αντιπαράθεση μ’ αυτό που θα του δείξει ο σκηνοθέτης και τούτο μπορεί να είναι πολύ γόνιμο.

Πρόσφατα, για παράδειγμα, διάβασα το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Anthony Burgess, ένα βιβλίο που έχει μεγάλη απόσταση από την ταινία του Κιούμπρικ, η οποία ομολογώ ότι με έχει καθορίσει. Διαβάζοντας το βιβλίο είδα, όμως, μία άλλη διάσταση του πράγματος. Πρόκειται, λοιπόν, για διαφορετικές καλλιτεχνικές εκδοχές που είναι πολύ ωραίο να υπάρχουν. Λέω συχνά ότι ένα βιβλίο αποτελεί μία ημιτελή χειρονομία από τον συγγραφέα: σου δίνω εγώ ένα βιβλίο και εσύ γεμίζεις τα κενά της διήγησης, εσύ πλάθεις τα πρόσωπα των ηρώων. Στήνεις, με δύο λόγια, τη δική σου ταινία με τις δικές μου οδηγίες. Ακόμη, όμως, και το θέατρο είναι μία ημιτελής χειρονομία, διότι δεν μπορείς να δείξεις τα πάντα. Ο θεατής συμπληρώνει τις μυρωδιές, τις μέσα σκέψεις, όσα συμβαίνουν και δεν λέγονται, αλλά υπονοούνται. Με δυο λόγια, ούτε ο θεατής ούτε ο αναγνώστης είναι παθητικοί δέκτες. Είναι ενεργητικοί αποδέκτες που αντιδρούν στο συναίσθημα.

image006

Οι συντελεστές της θεατρικής παράστασης «Νίκη», που από τις 19/2 ανεβαίνει στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.

-Είναι η «Νίκη» το πιο προσωπικό σου βιβλίο;
Όχι. Από τη στιγμή που δεν αφορά σε μένα, δεν είναι. Άλλωστε, δεν αφορά μόνο στη μητέρα μου, αλλά έναν ολόκληρο κόσμο που «εξακτινώνεται». Δεν είναι πιο προσωπικό βιβλίο από άλλα, με την έννοια ότι ακόμη και επιστημονική φαντασία να γράφεις, με έναν τρόπο, πάντα, όλοι, αυτοβιογραφικά γράφουν. Ό,τι διαβάζεις είναι μεταμφιεσμένες εμπειρίες του συγγραφέα.

Δεν ήξερα καν αν ήθελα να αναφέρω ότι είναι ένα βιβλίο βασισμένο στη μητέρα μου. Ήθελα να βάλω στο εξώφυλλο αυτήν την ωραία της φωτογραφία και σκεφτόμουνα ότι άμα έβαζα κάτι άλλο θα ερχόταν στον ύπνο μου και θα μου παραπονιόταν. Και επειδή έβαλα τη φωτογραφία, έπρεπε να πω ότι ήταν η μητέρα μου… κάπως έτσι το ομολόγησα. Είμαι πάρα πολύ ευαίσθητος σχετικά με το ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα: δεν είναι ένα χρονικό, δεν είναι καν ντοκουμέντο. Τα ιστορικά γεγονότα, για παράδειγμα, αναπτύσσονται με βάση τη δική μου έμπνευση, παρότι συνεπή στο πνεύμα της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Και επίσης, μου φαίνεται πολύ κακόγουστο να παριστάνω τον χαριτωμένο γιο που γράφει βιβλία.

-Δεν βγάζει κάτι τέτοιο, πάντως, ούτε το βιβλίο ούτε κι εσύ ως προσωπικότητα.
Με τη μητέρα μου, ευτυχώς, δεν είχα ανοιχτούς λογαριασμούς. Επειδή μάλιστα η ασθένεια από την οποία πέθανε διήρκεσε ένα χρόνο, προλάβαμε να πούμε και όσα δεν είχαμε καταφέρει πριν. Γι’ αυτό νομίζω, όπως αποδείχτηκε, ότι αφορά τόσο πολύ κόσμο: γιατί πρόκειται για την Ελλάδα μιας ολόκληρης εποχής μέσα από τα μάτια ενός πολύ μικρού κοριτσιού.

-Ποιο είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη μικρή Νίκη του βιβλίου;
Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με όλες τις Ελληνίδες μάνες που λένε ότι κορυφαία στιγμή της ζωής τους είναι αυτή της γέννας, εκείνη όριζε τη στιγμή που ερωτεύτηκε τον πατέρα μου και τα βρόντηξε όλα για να είναι μαζί του. Αυτό βεβαίως έχει απαλλάξει κι εμένα από το βάρος που κουβαλούν όλοι με τη γέννησή τους.

«Στις προσβολές στα social media δεν απαντάω. Είναι σαν να βγαίνεις στο φωταγωγό μιας πολυκατοικίας και, φωνάζοντας, να απαντάς σε κάποιον τρελό που σε βρίζει».

-Η ίδια, με ποιον τρόπο σου έχει περιγράψει την περίοδο του εγκλεισμού της τόσα χρόνια μέσα σ’ ένα σπίτι;
Ως φρικτή. Γι’ αυτό και γινόταν έξαλλη όταν άλλοι μυθοποιούσαν τέτοιες καταστάσεις και νοσταλγικές ταινίες παρουσίαζαν τα πράγματα ονειρικά. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που έζησε η μάνα μου τό ‘χει ζήσει η Άννα Φρανκ. Είναι ο τρόπος που ζούσε ο κόσμος που δεν είχε χρήματα τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με τις κοινές αυλές, την ανέχεια, καμία ιδιωτικότητα, με κοινόχρηστες τουαλέτες και ντους – όλα αυτά της προξενούσαν αποστροφή. Κάπως έτσι κατάλαβα τι σήμαινε για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής η ανοικοδόμηση της Αθήνας, ακόμη κι αν ήταν σαρωτική και άναρχη. Ναι, είναι άσχημες, κακότεχνες και πρόχειρες οι πολυκατοικίες. Και εδώ στην Κυψέλη που μένω είμαστε γεμάτοι από τέτοιες. Τότε όμως προσέφεραν στον κόσμο ιδιωτικότητα. Η Νίκη ζούσε πάντα σε δύο άκρα, τον εγκλεισμό αλλά και την απόλυτη έκθεση, όπως επίσης την αριστερή αφήγηση της μισής οικογένειας και την αστική καταγωγή της υπόλοιπης.

-Πότε ήταν αληθινά ευτυχισμένη;
Όταν ερωτεύτηκε. Και μικρή, όταν ζούσε με τη γιαγιά της, την οποία λάτρευε. Ξέρετε, όλες αυτές οι καταστάσεις αποσταθεροποιούν ένα παιδί, σταματά να αισθάνεται ασφάλεια. Συνεπώς, μπορεί να αντιδράσει με δύο τρόπους: είτε να γίνει πολύ εσωστρεφές και να λουφάξει είτε να παρακολουθεί τα πάντα απ’ έξω σαν περιπέτεια, σαν να βλέπει σινεμά. Νομίζω ότι το δεύτερο, κάπως το δείχνω στο βιβλίο, εκεί μάλλον το βιβλίο γίνεται λίγο περισσότερο «εγώ»…


Διαβάστε ακόμα: Έβαν Σπηλιωτόπουλος – Έτσι κατέκτησε την Αμερική


-Μοιάζει, πάντως, να μην έχει τελειώσει η ιστορία του αριστερού-δεξιού στην Ελλάδα. Μας στοιχειώνει ακόμα;
Τα αιτήματα που κάνουν την Αριστερά τόσο ελκυστική, για τόσες δεκαετίες, υπάρχουν ακόμα. Αιτήματα για μία κοινωνία ίσων ευκαιριών, αξιοκρατίας όπου θα διασφαλίζεται ακόμα και στους ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν ένα επίπεδο ζωής, μια κοινωνία που θα φροντίζει τα γεροντότερα μέλη της, που θα έχει καλά σχολεία για τα παιδιά της και περίθαλψη… Αιτήματα αιώνων, πολύ προτού καν ιδρυθεί η Αριστερά. Την Αριστερά δεν την έκανε ελκυστική ο Στάλιν, αλλά όλα αυτά, τα οποία παραμένουν και ίσως σήμερα να είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Οι ταμπέλες είναι που έχουν πιάσει μούχλα.

-Τι συμβαίνει τελικά με τον Έλληνα; Ποιος είναι αλήθεια: ο καλός ή ο κακός εαυτός του;
Δεν μπορώ να στο απαντήσω αυτό έτσι όπως το θέτεις, ούτε θέλω να μπω σε αμπελοφιλοσοφίες. Η πολιτική μου θέση και η θέση μου απέναντι στα πράγματα είναι γνωστή και δηλωμένη. Πίστευα και πιστεύω ότι χρειάζονται επειγόντως μεταρρυθμίσεις, πρέπει να γίνουμε μία χώρα παραγωγική, μία κοινωνία που να μην είναι από τη μία επαίτης και από την άλλη, δήθεν, επαναστάτης. Για να έχεις πρόσωπο προς τα έξω, πρέπει να είσαι ο ίδιος δυνατός, παραγωγικός δηλαδή, γιατί μόνο τότε έχεις ρόλο στον ευρύτερο κόσμο. Το πελατειακό κράτος είναι εν πολλοίς η αιτία εξαιτίας της οποίας φτάσαμε να μην παράγουμε σχεδόν τίποτα σήμερα. Κι αν έχει μια υπερβολή αυτό, ως ένα βαθμό αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

Στο δημοψήφισμα υποστήριξα με πάθος το «ναι» και από το 2012 υποστηρίζω ότι όσα λέει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερά ούτε αλήθεια. Η αριστερά στην Ευρώπη είχε κάνει πολλά βήματα προόδου, πολύ μακριά από την αρχαϊκή αντίληψη του Μαρξ. Αριστερά στην Ευρώπη ήταν ο Πάλμε, ο Μπερλίνγκουερ, ο Βίλλυ Μπραντ και άλλοι, που καμία σχέση δεν έχουν με τη ρετρό αριστερά του 1925 που αναπαράγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Καταλαβαίνω, ωστόσο, ότι όσοι έχασαν κάθε στίγμα ασφάλειας με τα μνημόνια και άλλαξε βίαια η ζωή τους, ευρισκόμενοι σε μια παραζάλη, παρασύρθηκαν από τη γοητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Και παρότι έβγαλα ακόμη και λόγο υπέρ του «ναι», ήθελα την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος να σφίξω το χέρι σε όποιον ψήφισε «όχι». Δεν πιστεύω στις κάθετες αντιπαραθέσεις.

Μπορώ, εν μέρει, να εξηγήσω το φταίξιμο του Έλληνα με τη βίαιη αστικοποίησή του, η οποία συνέβη άγαρμπα μετά τον εμφύλιο, όταν αρκετοί άνθρωποι έφυγαν μετανάστες ή ήρθαν στις μεγάλες πόλεις. Αυτοί, λοιπόν, αποκήρυξαν αμέσως τους κώδικες ηθικής των μικρών κοινωνιών, των χωριών τους, χωρίς όμως να ασπαστούν τους κώδικες συμπεριφοράς και ηθικής των μεγάλων κοινωνιών, που είναι οι πόλεις. Έμειναν μετέωροι, χωρίς ρίζα, χωρίς αναφορά, χωρίς εσωτερικό check για το τι τους λέει ο καθένας και για το τι πραγματικά μπορεί να συμβεί.

XΩMENIDHS2009

«Τα αιτήματα που κάνουν την αριστερά τόσο ελκυστική, για τόσες δεκαετίες, υπάρχουν ακόμα. Οι ταμπέλες είναι που έχουν πιάσει μούχλα».

-Έτσι, η συνωμοσιολογία γίνεται και η προσφιλέστερη κρυψώνα;
Αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωσαν με φοβερούς μύθους, όπως ότι εξυφαίνονται παγκοσμίως συνωμοσίες που μας κρατάνε «κάτω» σαν λαό, γιατί αν ο Έλληνας ξυπνήσει, θα πάρει φαλάγγι όλη την ανθρωπότητα και άλλα συναφή. Άμα τα ακούς αυτά από μικρό παιδί, τι θα κάνεις; Δεν θα τα πιστέψεις; Δεν θα ξεχάσω ποτέ, γύρω στα 25 ήμουν, που μας είχανε πρήξει με το πόσο ελληνική είναι η Μακεδονία, τα συνθήματα, τον ήλιο της Βεργίνας παντού και τις συγκεντρώσεις όπου προΐσταντο παπάδες. Αντί, δηλαδή, να γοητεύσουμε και να «απορροφήσουμε» πολιτιστικά ένα μικρό όμορο κράτος, αποφασίσαμε να το έχουμε απέναντι μας.

Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι για χρόνια θεωρούσαμε πως είμαστε ο περιούσιος λαός και τώρα που μας το αρνούνται, έχουμε τρελαθεί. Βέβαια, αυτό κρατάει απ’ το 146 π.Χ. όταν η Αρχαία Ελλάδα υποτάχθηκε στους Ρωμαίους – ως εκ τούτου πρόκειται για ένα αρχέγονο θέμα, το οποίο δεν μπορούμε να διαχειριστούμε με τίποτα. Κάποιες περιόδους μοιάζει να επουλώνεται και άλλες να πυορροεί. Και όσοι αντιστάθηκαν σε αυτήν τη νοοτροπία, έφαγαν πολλή λάσπη. Όταν το 2012 έλεγες το αυτονόητο, ότι αποκλείεται μία κυβέρνηση, όποια και να είναι αυτή, να καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο, δεχόσουν ακατάσχετες επιθέσεις. Βοήθησαν πολύ και τα social media σ’ αυτό, υπήρξαν μπροστάρηδες στην επίθεση και στη μοχθηρία.

-Χρησιμοποιείς αρκετά τα social media. Απαντάς στις μοχθηρίες;
Δεν τα χρησιμοποιώ όσο άλλοι, ανεβάζω ένα status την ημέρα. Απαντώ μόνο όταν κάποιος γράψει κάτι πολύ χαριτωμένο ή ψευδές. Στις προσβολές δεν απαντάω. Είναι σαν να βγαίνεις στο φωταγωγό μιας πολυκατοικίας και, φωνάζοντας, να απαντάς σε κάποιον τρελό που σε βρίζει. Στα social media παίρνει κεφάλι αυτός που κάνει μεγάλη φασαρία και βωμολοχεί, κάτι τελείως αντίθετο από τη ζωή. Γι’ αυτό και παρουσιάζουν μία στρεβλή πραγματικότητα. Όταν περπατάς στο δρόμο, σου ψιθυρίζουν ή σου φωνάζουν;

«Η κόρη μου, η Νίκη, με έκανε πιο ώριμο, πιο συγκροτημένο, πιο συνεπή».

-Έστω. Τι νόημα έχει να δηλώνεις τη στάση σου στα social media και να μην κάνεις κάτι πιο δραστικό; Πιο πολιτικοποιημένο;
Κατ’ αρχάς, γράφω κείμενα στο capital.gr και στα ΝΕΑ μέχρι πρόσφατα. Κατά δεύτερον, πιστεύω βαθιά ότι το ύπατο αξίωμα σε μια πολιτεία είναι ο ενεργός πολίτης. Η δουλειά της πολιτικής είναι άλλη. Υπήρξα στην εκτελεστική επιτροπή της ΔΗΜΑΡ και έφυγα όταν κατάλαβα ότι αυτό το πράγμα οδηγείται στο θάνατο παρ’ ότι στην αρχή φαινόταν ελπιδοφόρο. Θέλω να πω, πάντως, ότι η συμμετοχή στις συνεδριάσεις της εκτελεστικής επιτροπής ήταν για μένα κάτι αφόρητα πληκτικό – τόσο πληκτικό, όσο δημιουργικό βρίσκω αυτό που γίνεται σε μια πρόβα. Στο μυαλό μου πρόκειται για δύο αντίθετα πράγματα: στην πρόβα οι άνθρωποι πλάθουν κάτι που είναι χειροπιαστό, ενώ στη συνεδρίαση ενός κόμματος ασχολούνται πάρα πολύ με λάντζα – απαραίτητη βέβαια, αλλά λάντζα! Οι παπάδες λένε ότι για να γίνεις παπάς, πρέπει να έχεις ακούσει την «κλήση». Ε, λοιπόν εγώ δεν άκουσα τέτοια κλήση για την πολιτική, αλλά για τη λογοτεχνία. Πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο είμαι και πιο χρήσιμος στην κοινωνία. Όπως λέει και ο Καβάφης, η τέχνη είναι η μεγαλύτερη κυρία του κόσμου.

-Σε τι σε άλλαξε η Νίκη, η κόρη σου;
Με έκανε πιο ώριμο, πιο συγκροτημένο, πιο συνεπή. Για παράδειγμα, κάτι δυσάρεστο για ένα παιδί είναι να κατέβει απ’ το σχολικό πούλμαν και να μην το περιμένει κανείς. Την περιμένω, λοιπόν, κάθε μεσημέρι! Ένα παιδί υπαγορεύει υποχρεώσεις και τάξη στη ζωή των γονιών του. Μου αρέσει που με κατέστησε πιο υπεύθυνο. Είμαι σίγουρος πια ότι ισχύει αυτό που γράφουν τα βιβλία, ότι η ασφάλεια στα παιδιά προκύπτει από την επαναληπτικότητα – επί της ουσίας, δεν τους αρέσουν οι εκπλήξεις.

Η Νίκη μάς δίνει, επίσης, την τεράστια ηδονή του ξεναγού. Χάρη στη Νίκη, για παράδειγμα, έχουμε πάει σε πάρα πολλά μουσεία και όπου αλλού γίνεται, για να συμβάλουμε στη γενικότερη παιδεία που θα θέλαμε να της προσφέρουμε. Όμως, επειδή δεν μπορεί να ζει σε έναν κόσμο χωρίς την αληθινή του εικόνα, επισκεφθήκαμε και ένα στρατόπεδο προσφύγων. Δεν σοκαρίστηκε ιδιαιτέρως… ίσως γιατί έπαιξε μαζί τους πιο «γνήσια» παιχνίδια. Ευτυχώς, στις ζωές των μικρών παιδιών, κάτι γνήσιο έχει μεγαλύτερη αξία από κάτι φανταχτερό. Γι’ αυτό και βλέπεις συχνά ότι μπορεί να τους κάνεις ακριβά δώρα, αλλά το αγαπημένο τους παιχνίδι είναι μία σακούλα, ένα κουτί ή μία κονσέρβα.

 

Εικονογράφηση: Vladimir Radibratovic. Δημιουργήστε το δικό σας πορτρέτο εδώ.

 


Info

Πότε: Από 19/02
Πού: «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», τηλ. 212 254 0300
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Θεατρική διασκευή: Σταμάτης Φασουλής – Γιώργος Λύρας
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιώργος Λύρας
Διανομή: Φιλαρέτη Κομνηνού, Στέλιος Μάινας, Ευγενία Δημητροπούλου, Γωγώ Μπρέμπου Ευαγγελία Μουμούρη, Σοφία Φαραζή, Μάξιμος Μουμούρης, Αλέξανδρος Καλπακίδης.
Στο ρόλο της γιαγιάς Σεβαστής η Μίρκα Παπακωνσταντίνου.


 

Διαβάστε ακόμα: Ο Kim de Molenaer ταξιδεύει την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top