marathonios1

«Υπάρχει μια θεμελιώδης γνώση που μοιραζόμαστε εγώ και ο Χαρούκι Μουρακάμι, εκ του γεγονότος και μόνο ότι γράφουμε και έχουμε και οι δύο τρέξει τα 42,2 χιλιόμετρα του Μαραθωνίου της Αθήνας. Η γνώση αυτή συμπυκνώνεται στο ότι η λογοτεχνία απωθεί το ζήτημα της ταχύτητας. Αυτό σημαίνει ότι, όπως και στη λογοτεχνία, οφείλεις να τρέξεις τόσο γρήγορα, όσο χρειάζεται. ΄Η, μάλλον, να τρέξεις όσο σου επιτρέπεται».

H δουλειά του συγγραφέα μοιάζει σε πολλά με τον αγώνα του μαραθωνοδρόμου. Και, υπό αυτήν την έννοια, έχω τρέξει κάμποσες φορές στα χνάρια άλλων συγγραφέων, μολονότι δεν τους γνώρισα ποτέ. Ανάμεσά τους, όμως, υπάρχει κι ένας που έχω πατήσει κυριολεκτικά στα βήματά του. Μόνο που το έκανα ανάποδα.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του 1980 και πίστεψε πως ήταν η μοναδική ευκαιρία, έστω και σε λάθος εποχή, να τρέξει την «κλασική διαδρομή». Ξεκίνησε, λοιπόν, μόνος ένα πρωί από το ξενοδοχείο Χίλτον και αρκετές ώρες αργότερα τερμάτισε, κατάκοπος από την εξαντλητική ζέστη, στον Τύμβο του Μαραθώνα. Ο Μουρακάμι περιγράφει αυτήν τη μοναχική μαραθώνια περιπέτεια στο βιβλίο του «Για ποιο πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο». Το συγκεκριμένο κεφάλαιο τελειώνει με μια κακοφωτισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία του δρομέα μπροστά στο ηρώο των Μαραθωνομάχων.


Διαβάστε ακόμα: Έτσι έτρεξε ο Μουρακάμι τον Μαραθώνιο της Αθήνας.


Ο μαραθώνιος που έχω τρέξει εγώ είναι διαφορετικός. Διεξάγεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου. Δεν τρέχω μόνος, αλλά ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους δρομείς. Και, φυσικά, όλοι τρέχουμε με αφετηρία τον Μαραθώνα, για να προλάβουμε τα νέα στην Αθήνα. Εντούτοις, μολονότι ο μαραθώνιος που έτρεξε ο Μουρακάμι είναι από κάθε άποψη η τέλεια μεταφορά για τη λογοτεχνία (ο δρομέας τρέχει μόνος, η διαδρομή καταλήγει στην αφετηρία, ο αγώνας γίνεται υπό αντίξοες συνθήκες), υπάρχει μια θεμελιώδης γνώση που μοιραζόμαστε εγώ και ο Ιάπωνας συγγραφέας, εκ του γεγονότος και μόνο ότι γράφουμε και έχουμε και οι δύο τρέξει τα 42,2 χιλιόμετρα. Και η γνώση αυτή συμπυκνώνεται στο ότι η λογοτεχνία απωθεί το ζήτημα της ταχύτητας. Εδώ δεν ισχύει καν το αντι-στερεότυπο της βραδύτητας (αυτό το γνωστό: «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να βιάζεται»). Αυτό που γνωρίζουν καλά συγγραφείς και μαραθωνοδρόμοι είναι ότι ο αγώνας δεν διακυβεύεται στο πόσο γρήγορα τρέχεις. Είναι ένα αίνιγμα οικονομίας. Κι αυτό σημαίνει ότι, όπως και στη λογοτεχνία, οφείλεις να τρέξεις τόσο γρήγορα, όσο χρειάζεται. ΄Η, μάλλον, να τρέξεις όσο σου επιτρέπεται.

«Η τέχνη του δρομέα, όπως και εκείνη του συγγραφέα, είναι μια άσκηση του ρυθμού».

Ο Μουρακάμι γράφει: «Όταν προσπερνάμε ο ένας τον άλλον στον δρόμο, ακούμε τον ρυθμό της ανάσας και αντιλαμβανόμαστε πώς ο καθένας μας μετράει τον χρόνο». Η τέχνη του δρομέα, όπως και εκείνη του συγγραφέα, είναι μια άσκηση του ρυθμού. Κι όσο περνούν τα χρόνια, μαθαίνεις όλο και ακριβέστερα να «μετράς» τον εαυτό σου και τους άλλους.

marathonios2

«Ο μαραθώνιος που έτρεξε το 1983 ο Μουρακάμι –ανάποδα, από την Αθήνα στον Μαραθώνα– είναι από κάθε άποψη η τέλεια μεταφορά για τη λογοτεχνία: ο δρομέας τρέχει μόνος, η διαδρομή καταλήγει στην αφετηρία, ο αγώνας γίνεται υπό αντίξοες συνθήκες».

Άλλοτε είναι απαραίτητο να αναπτύξεις ταχύτητα, να τρέξεις ασμένως πίσω από τη ζωή (όπως πίσω από έναν αντίπαλο), να προλάβεις το βίωμα και (θαρρείς με μια κίνηση) να το μεταμορφώσεις στιγμιαία σε λέξεις – ακόμα και να το υπερκεράσεις. Και είναι άλλες φορές που πρέπει να υπολογίσεις τη σωστή ταχύτητα, να συγκρατηθείς, ίσως και να κουράσεις τη σκέψη πάνω σ’ αυτό που βλέπεις ή αισθάνεσαι ή φιλοδοξείς. Όπως όταν τρέχεις πίσω από έναν δρομέα που προπορεύεται και τον κουράζεις κρατώντας τον σε κοντινή απόσταση, χωρίς να τον περνάς, ωσότου εκείνος εγκαταλείψει. με τον ίδιο τρόπο ο συγγραφέας μετρά υπομονετικά τη διαδρομή που χαράσσουν οι λέξεις. Ενώ υπάρχουν κι εκείνες οι περιστάσεις, όταν όλοι οι αντίπαλοι σε έχουν προσπεράσει και τρέχεις δίχως ελπίδα για νίκη, μονάχα με το πείσμα να συνεχίσεις. Στον αγώνα της τέχνης, όπως και σε όλα τα αθλήματα αντοχής, δεν νικά ο ταχύτερος. Ή, μάλλον, ας το πούμε διαφορετικά: στη διάρκεια ενός μαραθωνίου ο καθένας μπορεί να τρέξει γρήγορα για μερικά δευτερόλεπτα (ίσως μάλιστα γρηγορότερα απ’ όλους), σε κάθε περίπτωση όμως το στοίχημα είναι ν’ αντέξεις ώς το τέλος. Πριν απ’ όλα πρέπει να αποφασίσεις αυτό: πόσο μακριά θέλεις να φτάσεις.

Η γραφή ενός χρονικού μοιάζει με μια τέτοια σύντομη επιτάχυνση κατά τη διάρκεια ενός μαραθωνίου. Όταν ο συγγραφέας αποφασίζει να εμπιστευτεί την αναπνοή του και να τρέξει (στην κυριολεξία) πίσω από τα γεγονότα, ή ακολουθώντας μια εντύπωση που δεν προλαβαίνει να ωριμάσει στον χρόνο. Ο χρονικογράφος τρέχει, τρόπον τινά, πίσω από έναν προπορευόμενο αντίπαλο με τις δύο υποδείξεις των συνθετικών του, τη γραφή και τον χρόνο, αντιστέκεται στην ανάπτυξη της μυθοπλασίας. μολονότι ποτέ δεν κατορθώνει να την αποφύγει εντελώς. Η μυθοπλασία εμφιλοχωρεί παντού όπου υπάρχει γραφή. Ακόμα και στην παράθεση στεγνών δεδομένων υπάρχει μυθοπλασία. Το χρονικό ωστόσο αποστρέφεται με μεγαλύτερη ένταση την πλοκή, επειδή ο συγγραφέας του απαρνείται την πολυτέλεια του αναστοχασμού. Αντιθέτως, αποτελεί μια διαδρομή στο τώρα, με τη διαφορά ότι το χρονικό γράφεται με το βλέμμα στο τώρα, αλλά δεν αποβλέπει αποκλειστικά στο σήμερα. Η στοχαστική παρατήρηση φιλοδοξεί να διατηρήσει τη δραστικότητά της, αφότου το γεγονός έχει πλέον παρέλθει. Να γιατί το χρονικό δεν είναι κατ’ ανάγκην ελαφρύ, σκωπτικό ή εφήμερο. Απαιτεί, λοιπόν, μια διαφορετικού τύπου αντοχή. Την αντοχή του δρομέα της μιας ανάσας.

//Το κείμενο που φιλοξενεί η στήλη είναι ο Επίλογος (με τίτλο «Για τον χρόνο, την αντοχή και την ταχύτητα») στο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου «Φακός στο στόμα», εκδ. Πόλις, 2012)

 

Διαβάστε ακόμα: Αργύρης Παπαθανασόπουλος – «Σπάρταθλον 2015, ο αγώνας της ζωής μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top