ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ-ok

“Ένα βραβείο κοινού σημαίνει ότι σε ψήφισαν αναγνώστες ανεπηρέαστοι από προσωπικά συμφέροντα, σε αντίθεση με μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων στις εκλογές”. Εξού και ο Χρήστος Χωμενίδης παραλαμβάνει περιχαρής το βραβείο του.

– Στις δυο χρονιές του θεσμού των βραβείων Public κέρδισαν στην κατηγορία “μυθιστόρημα” βιβλία (φέτος το δικό σας και πέρυσι του Α. Κορτώ) που έχουν γραφεί για τις μητέρες σας. Λανθάνει κάποια οιδιπόδεια διαδρομή στο συλλογικό υποσυνείδητο των 100.000 και πλέον ψηφοφόρων;

Η κεντρική ηρωίδα, η Νίκη, είναι μεν εμπνευσμένη από τη μάνα μου, το μυθιστόρημα μου ωστόσο κάθε άλλο παρά αποτελεί μια προσευχή ή μιαν απολογία προς τη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο. Ο γιος, άλλωστε, της Νίκης δεν εμφανίζεται παρά εντελώς φευγαλέα στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος. Στη «Νίκη» επεχείρησα τη μυθιστορηματική ανάπλαση μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής των γονέων και των παππούδων μας. Μιας εποχής που υπήρξε απείρως πιο περίπλοκη και πολυσήμαντη απ’ όσο την παρουσιάζουν οι στρατευμένοι δάσκαλοι και οι προπαγανδιστές, ανεξαρτήτως ιδεολογίας. Θα συσχέτιζα λοιπόν την επιτυχία της «Νίκης» με την ανάγκη των αναγνωστών να επαναπροσδιορίσουν το συλλογικό μας παρελθόν. Και μέσω του παρελθόντος, το παρόν μας.

– Σας ψήφισε το κοινό. Πιστεύετε ότι το κοινό έχει κριτήριο ή ψηφίζει συνήθως τους πιο διάσημους; Το ερώτημα ισχύει και για την πολιτική.

Για να συμμετάσχεις σε μια ψηφοφορία για την ανάδειξη του δημοφιλέστερου βιβλίου, πρέπει να είσαι αναγνώστης. Ως αναγνώστης, προφανώς διαθέτεις κριτήριο –σου το έχουν καλλιεργήσει τα διαβάσματά σου. Κριτήριο μάλιστα ανεπηρέαστο από προσωπικά συμφέροντα και προσδοκίες, σε αντίθεση με ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων στις πολιτικές εκλογές.

– Η αποδοχή του κοινού είναι κάτι που σας μεθά και το αποζητάτε; Μπορεί να παρασύρει, να βλάψει το έργο ενός καλλιτέχνη;

Απολαμβάνω -όπως ο καθένας μας φαντάζομαι- την αποδοχή, την αγάπη των άλλων. Ποτέ, όμως, δεν καταδέχθηκα να ρετουσάρω την εικόνα μου, προκειμένου να γίνω δημοφιλής. Ποτέ δεν άμβλυνα τις γωνίες μου, δεν παράστησα τον καλούλη ή τον γλυκούλη, με σκοπό να αρέσω σε έναν ή σε περισσότερους ανθρώπους. Πολλώ δε μάλλον, δεν έγραψα αποσκοπώντας στην κυκλοφοριακή επιτυχία. Ακούστε: Η τέχνη, στην οποίαν έχω αφιερώσει τη ζωή μου, είναι ιερή. Αλίμονο σε όποιον την ευτελίζει ναρκισσευόμενος ή ποντάροντας σε ένα εύκολο μπεστ-σέλερ.

Μια Αριστερά που έχει επεξεργαστεί δημιουργικά την ιστορική της διαδρομή, δεν μπορεί παρά να είναι μια φιλελεύθερη Αριστερά. Στην κυβέρνηση βρίσκονται σήμερα δυνάμεις που εκφράζουν ιδέες βαθιά αντιδραστικές.
ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ

“Εκπλήσσομαι ειλικρινά που οι φιλελεύθερες ιδέες στην πατρίδα μας έχουν τα τελευταία χρόνια δαιμονοποιηθεί. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αδυσώπητη. Η πραγματικότητα, δηλαδή η αλήθεια, είναι επίσης επαναστατική. Δεν το λέω εγώ – ο Λένιν το λέει!”

– Είστε ένας συγγραφέας όχι μεν στρατευμένος, αλλά αναγνωρισμένος και για κάποιες φιλελεύθερες ιδέες. Συχνά γίνεστε στόχος ανθρώπων με διαφορετική άποψη στα media και στα social media. Συμφωνείτε ότι οι πιο ένθερμοι επικριτές σας προέρχονται από το χώρο που βρίσκεται σήμερα στην εξουσία;

Εκπλήσσομαι ειλικρινά που οι φιλελεύθερες ιδέες στην πατρίδα μας έχουν τα τελευταία χρόνια δαιμονοποιηθεί. Όταν μιλάμε για πολιτικό φιλελευθερισμό, αναφερόμαστε στο πνεύμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Γεωργίου Καρτάλη. Στο πνεύμα μιας Ελλάδας με ανοιχτούς ορίζοντες, κοσμοπολίτικης, με διακριτό διεθνή ρόλο. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός κάθε άλλο παρά ασύμβατος είναι με την Αριστερά. Μια Αριστερά, ίσα-ίσα, που έχει αφομοιώσει και έχει επεξεργαστεί δημιουργικά την ιστορική της διαδρομή, δεν μπορεί παρά να είναι μια φιλελεύθερη Αριστερά. Στην κυβέρνηση βρίσκονται σήμερα δυνάμεις που –επιτρέψτε μου να το πιστεύω κάθε μέρα και εντονότερα- εκφράζουν ιδέες βαθιά αντιδραστικές. Αντιπαθούν την ανοιχτή κοινωνία. Αρνούνται συχνά την ίδια την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αδυσώπητη. Η πραγματικότητα, δηλαδή η αλήθεια, είναι επίσης επαναστατική. Δεν το λέω εγώ – ο Λένιν το λέει!

– Ήσασταν ο μόνος γραβατωμένος στην απονομή. Πιστεύετε στον ενδυματολογικό κώδικα; Σας κακοφαίνεται όταν ο Υπουργός Οικονομικών τον περιφρονεί;

Μου αρέσουν ιδιαιτέρως τα κοστούμια, οι γραβάτες, τα βαμβακερά πουκάμισα, τα καλογυαλισμένα σκαρπίνια. Είμαι από τους λίγους της γενιάς μου που πηγαίνουν σε ράφτη. Συνήθεια, η οποία εκτός από πολύ διδακτική και ευχάριστη είναι και ιδιαιτέρως οικονομική. Ένα ραμμένο κοστούμι μπορεί με την πρέπουσα συντήρηση να αντέξει και δεκαπέντε και είκοσι χρόνια. Προσφάτως, συνάντησα έναν εξαιρετικό κύριο ενενήντα ετών στο μνημόσυνο της γυναίκας του. «Φοράω» μου είπε «για να την τιμήσω, το γαμπριάτικο ρούχο μου. Παντρευτήκαμε το 1955». Δεν φιλοδοξώ- εννοείται- να επιβάλω το ενδυματολογικό μου γούστο σε κανέναν. Ας μην ξεχνάμε ότι ο μερακλής Τσιτσάνης φορούσε μεν κάθε βράδυ κοστούμι, είχε εξορίσει δε τις γραβάτες από την γκαρνταρόμπα του. Αν πεις για τον Μάρκο Βαμβακάρη –η αυτοβιογραφία του οποίου αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, σωστό αριστούργημα- περηφανεύεται πως έφτιαχνε κοστούμια από άριστο ύφασμα. Τα φορούσε, όμως, με φανέλες δίχως πουκάμισο. Ο Υπουργός Οικονομικών και ο κάθε Υπουργός μπορεί να ντύνεται όπως του αρέσει. Ας φοράει και φουστανέλα ή χιτώνα. Αρκεί να φέρνει για τη χώρα αποτελέσματα.

Ο Τσιτσάνης φορούσε μεν κάθε βράδυ κοστούμι, είχε εξορίσει δε τις γραβάτες από την γκαρνταρόμπα του. Ενώ ο Βαμβακάρης φορούσε τα κοστούμια με φανέλες, δίχως πουκάμισο.

– Γιατί κανείς συγγραφέας ή κινηματογραφικός δημιουργός δεν έχει αφηγηθεί ακόμα την κρίση; Ή έστω την φούσκα και την παρακμή που οδήγησαν στην κρίση. Είμαστε πολύ κοντά στα γεγονότα; Ή προτιμάμε να ζούμε στο μακρινό παρελθόν εκεί που όλα μοιάζουν πιο αθώα;

Στο μυθιστόρημά μου «Η Φωνή», του 1998, περιγράφω ακριβώς την ανεμελιά που χαρακτήριζε τότε την ελληνική κοινωνία και που έφθανε μέχρι την ύβρι. Στο μυθιστόρημά μου «Υπερσυντέλικος», του 2003, το ζευγάρι των ερωτευμένων ηρώων είναι δύο θύματα της δικτατορίας του life style, της νεύρωσης με την οικονομικά μετρήσιμη επιτυχία που κυριαρχούσε κατά την ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης. Η κρίση που ξέσπασε με την χρεωκοπία του ελληνικού Κράτους το 2010 είναι νωρίς ακόμα για να αποδοθεί λογοτεχνικά. Όσοι βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα, δίχως να έχουν δει καν το τέλος του δράματος, αποσκοπούν μάλλον στο να καβαλήσουν το κύμα της εποχής. Όπως ο ιατροδικαστής, έτσι και ο συγγραφέας, οφείλει να μιλάει πάντα τελευταίος.

ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗS

Στη βράβευση προσήλθε -από τους λίγους- με κοστούμι και γραβάτα. “Ένα καλό κοστούμι με καλή συντήρηση μπορεί να κρατήσει και είκοσι χρόνια. Ο κάθε Υπουργός ας φοράει και φουστανέλα. Αρκεί να φέρνει αποτελέσματα.”

– Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα πάσχουμε περισσότερο από ό,τι διεθνώς από τον “δημιουργό του ενός”; Υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι δημιουργοί από οποιονδήποτε χώρο (σινεμά, λογοτεχνία κ.τ.λ.) δημιουργούν ένα magnum opus στη διάρκεια της ζωής και, στη συνέχεια, αναπαράγουν ή επιστρέφουν διαρκώς σε αυτό ή γύρω από αυτό;

Υπάρχουν πράγματι μεγάλοι συγγραφείς που γράφουν και ξαναγράφουν το ίδιο βιβλίο, σπουδαίοι σκηνοθέτες που γυρίζουν και ξαναγυρίζουν την ίδια ταινία. Υπάρχουν και άλλοι που εξελίσσονται, πειραματιζόμενοι, διαρκώς. Είναι γεγονός πως στην Ελλάδα ο κόσμος δυσκολεύεται συνήθως να παρακολουθήσει τις στροφές ενός καλλιτέχνη. Τον ταυτίζει με την πρώτη του μεγάλη επιτυχία και τον πιέζει ασυνείδητα να επαναλάβει –ή ακόμα και να αντιγράψει- τον εαυτό του. Είμαι προσωπικά παθός. Το παρθενικό μου βιβλίο, «Το Σοφό Παιδί», έριχνε επί πολλά χρόνια τη βαριά σκιά του στα επόμενα μυθιστορήματά μου, πολλά εκ των οποίων ήταν –κατά τη γνώμη μου- καλλιτεχνικά αρτιότερα. Επιμένω ότι ο «Κόσμος στα Μέτρα του», τα «Λόγια Φτερά», «Το Σπίτι και το Κελλί» δεν έχουν τίποτα απολύτως να ζηλέψουν από το «Σοφό Παιδί», εκτός ίσως από την νεανική (κάπως ανοικονόμητη μεταξύ μας) ορμή του. Ποιος είμαι εγώ, ωστόσο, για να κρίνω τα βιβλία μου;

 

Διαβάστε ακόμη: Μέσα στο γραφείο-σαλόνι της Μάνιας Καραϊτίδη, στο θρυλικό οίκο της “ΕΣΤΙΑΣ”. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top