O Yannick Nézet-Séguin διευθύνει την Ορχήστρα της Philadelphia Orchestra  στο Carnegie Hall (Chris Lee).

Αλλαγή φρουράς στη ΜΕΤ

Είχαμε αναφερθεί στην αλλαγή φρουράς που συντελέστηκε το 2016 στην ηγεσία των δύο κορυφαίων μουσικών θεσμών της Νέας Υόρκης με το άρθρο μας για τον νέο μουσικό διευθυντή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης Jaap van Zweden. Με μικρή σχετικά χρονική απόσταση τότε έγινε η διαδοχή και στη Μητροπολιτική Όπερα.

Εκλεκτός της ΜΕΤ, σε μια από τις πιο περιζήτητες θέσεις της υφηλίου, ο νεαρός Καναδός αρχιμουσικός Yannick Nézet-Séguin (γεν.1975). Εδώ ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της παραίτησης του προηγούμενου μουσικού διευθυντή και της επιλογής του νέου ήταν συντομότερος από ότι στην περίπτωση της Φιλαρμονικής, τα σενάρια λιγότερα και ο εκλεκτός αρκετά γνωστός στη Νέα Υόρκη, τόσο από τις εμφανίσεις του στην ίδια τη ΜΕΤ, αλλά και στο Carnegie Hall, αφού η Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας της οποίας συνεχίζει να ηγείται, είναι τακτική επισκέπτης του ιστορικού θεσμού.

Εκείνο που σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να έχει ενδιαφέρον είναι τα κριτήρια που φαίνεται να οδήγησαν σε αυτή την επιλογή. Όπως και στην περίπτωση του James Levine τη δεκαετία του 1970 η Μετροπόλιταν που έχτισε τη διεθνή φήμη του και την εκτός Αμερικής καριέρα του  στο Μπάιροϊτ, το Ζάλτσμπουργκ και τη Βιέννη όντας ήδη στη ηγεσία της, φαίνεται ότι προτιμά και στην περίπτωση του Nézet-Séguin προτιμήθηκε ένας ταλαντούχος νεαρός αρχιμουσικός ο οποίος θα έχει την ευκαιρία να εξελιχθεί καλλιτεχνικά από αυτή τη θέση, αντί ενός ήδη καταξιωμένου, εκπροσώπου μιας παλαιότερης γενιάς με θητεία σε αντίστοιχες θέσεις.

O νεαρός Καναδός αναμετρήθηκε με το «κύκνειο άσμα» του Richard Wagner, τον Πάρσιφαλ (Credit Ken Howard/Metropolitan Opera).

Φαίνεται επίσης ότι και τώρα, όπως και τότε, προτιμάται κάποιος που κατάγεται, αλλά κυρίως έχει κάνει τις σπουδές του στην ένθεν πλευρά του Ατλαντικού. Αν λοιπόν ισχύουν αυτές οι σκέψεις, αποκλείοντας δηλαδή τους καταξιωμένους αρχιμουσικούς της παλαιότερης γενιάς και αρκετούς Ευρωπαίους, τους οποίους θα μπορούσε κανείς να φανταστεί σε μια τέτοια θέση, η επιλογή του Nézet-Séguin είναι μάλλον εύστοχη.  Παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, ο Seguin έχει ήδη συνεργαστεί με τις σπουδαιότερες ορχήστρες του κόσμου, ανάμεσά τους τις Φιλαρμονικές Ορχήστρες της Βιέννης, του Βερολίνου και του Λονδίνου, καθώς και τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Nézet-Séguin είναι ο τρίτος μόλις αρχιμουσικός που κατέχει την περίοπτη αυτή θέση, αφού η ΜΕΤ, παρά τη μακρά ιστορία της, δεν είχε πριν τη δεκαετία του 1970 μόνιμο μουσικό διευθυντή με αποτέλεσμα, εκτός από την μακρά θητεία του James Levine, μόνο ένας ακόμα αρχιμουσικός, ο Rafael Kubelík (1914-1996) είχε, για πολύ σύντομο όμως χρονικό διάστημα, αυτόν τον τίτλο.

Ο νεαρός Καναδός είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις τόσο από το πόντιουμ της ΜΕΤ, όσο και στο Κάρνεγκι Χολ. Η ανάληψη των καθηκόντων του είχε αρχικά προγραμματιστεί να γίνει σε δύο στάδια ξεκινώντας από την επόμενη της εκλογής του σαιζόν, αρχικά με τον τίτλο «Music Director Designate» και από τη σαιζόν 2020-1 ως «Music Director». Όμως οι εξελίξεις με τον πρώην μουσικό διευθυντή τον έφεραν στη θέση του ήδη από την αρχή της προηγούμενης σαιζόν χωρίς πλέον μεταβατικά στάδια στα πλήρη καθήκοντά του.

Στη ΜΕΤ ο Nézet-Séguin είχε διευθύνει τα χρόνια πριν την εκλογή του μια σειρά από παραστάσεις, μεταξύ άλλων την «Κάρμεν», τον «Οθέλλο» και τον «Ντον Κάρλο», τον Φάουστ και τη «Ρουζάλκα», με την τελευταία να έχει αφήσει στον υπογράφοντα την καλύτερη ανάμνηση από αυτές.

Ο Nézet-Séguin έδειχνε να έχει την εποπτεία του έργου του Wagner, τον Πάρσιφαλ, και τον απόλυτο έλεγχο της ορχήστρας σε μια πολύ αξιόλογη ερμηνεία (Credit Ken Howard/Metropolitan Opera).

Στη μεταβατική ακόμα σεζόν ο νεαρός Καναδός αναμετρήθηκε με το «κύκνειο άσμα» του Richard Wagner, τον Πάρσιφαλ. Ο Nézet-Séguin έδειχνε να έχει την εποπτεία του έργου και τον απόλυτο έλεγχο της ορχήστρας σε μια πολύ αξιόλογη ερμηνεία. Εμφανής ήταν η επιλογή ιδιαίτερα αργών τέμπι, πιο αργών ίσως ακόμα και από τον προκάτοχό του θα λέγαμε, μια και οι «παροικούντες της Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν, ότι ο επίσης έξοχος ερμηνευτής του Wagner, James Levine, φημιζόταν για τα αργά του τέμπι στο συγκεκριμένο συνθέτη. Τα αργά τέμπι σε συνδυασμό με την επιδίωξη πολύ εκφραστικού ήχου δημιούργησαν ίσως ελαφρά εις βάρος της δραματικότητας του έργου, μια εξόχως μυστηριακή ατμόσφαιρα στην πολύ ενδιαφέρουσα και σκηνοθετικά παράσταση, στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι τραγουδιστές με τον Klaus Florian Vogt να κερδίζει τις εντυπώσεις ως Πάρσιφαλ, τον René Pape ως Gurnemanz και τον Peter Mattei στο ρόλο του Αμφόρτα να είναι σταθερά σε κορυφαίο επίπεδο, τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά, και την Evelyn Herlitzius ως Kundry συγκλονιστική!

Ακόμα καλύτερες είναι οι εντυπώσεις μας από τις ερμηνείες του Nézet-Séguin στο Carnegie Hall με επιλογές από διάφορες εποχές και συνθέτες.

Ο Nézet-Séguin είναι ο τρίτος μόλις αρχιμουσικός που κατέχει την περίοπτη θέση του ΜΕΤ (Rose Callahan).

Με την Philadelphia Orchestra στο Carnegie Hall

Η πρώτη μας εμπειρία με το νεαρό αρχιμουσικό είχε γίνει σε μια επίσκεψη της Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας αφιερωμένη στη Βιέννη. Στην πρώτη συναυλία είχαν παρουσιαστεί έργα του Μπετόβεν με την ανάγνωση του Nézet-Séguin να είναι μάλλον παραδοσιακή, σε κάθε περίπτωση με υπέροχο ήχο και μεστότητα. Στην ίδια επίσκεψη είχε παρουσιαστεί και η Τέταρτη Συμφωνία του Anton Bruckner. . Φαίνεται ότι η όμορφη λυρική ροή και ο πλούσιος ρομαντικός ήχος είναι γενικότερα το χαρακτηριστικό του Nézet-Séguin, όπως φάνηκε και πέρσι τόσο στην επιλογή και στην εκτέλεση της «Ρομαντικής». Επίσης πρέπει να του αποδοθούν τα εύσημα για την εξαιρετική απόδοση της ατμόσφαιρας, του ιδιαίτερου χαρακτήρα της αναγνωρίσιμης υφής του έργου του Μπρούκνερ, κάτι που δεν είναι και τόσο αυτονόητο στην ένθεν πλευρά του Ατλαντικού.

H επόμενη επίσκεψη περιελάμβανε το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Σεργκέι Προκόφιεφ και δύο έργα του Μωρίς Ραβέλ. Το, επιπλέον φορτισμένο με την μελαγχολική ατμόσφαιρα της εποχής του «Μεγάλου Πολέμου», την εποχή του οποίου γράφτηκε, αφιέρωμα στο σπουδαίο Γάλλο συνθέτης της εποχής του μπαρόκ: “Le tombeau de Couperin“ και το, βασισμένο στον ανά τους αιώνες αγαπημένο στην ευρωπαϊκή παράδοση, αρχαίο ελληνικό μύθο, μπαλέτο: «Δάφνις και Χλόη».

Η ανάγνωσή του στο έργα του Ραβέλ ήταν εξόχως ρομαντική. Πέραν του Nézet-Séguin, η φετινή συναυλία της ιστορικής Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας στο Κάρνεγκι Χολ, περιελάμβανε μία αποκάλυψη, ακόμα έναν νεαρό που φαίνεται ότι θα απασχολήσει τον κόσμο της μουσικής τα επόμενα χρόνια, το νεαρό Αμερικανό βιολονίστα Benjamin Beilman, ο οποίος πραγματικά έλαμψε με την εμφάνισή του στο Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί και Ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ. Και εδώ η επίδοση της ορχήστρας υπό τον Nézet-Séguin υπήρξε εξαιρετική, με το έργο να μας κάνει να σκεφτούμε, πόσο διαφορετική θα ήταν ίσως η πορεία του Προκόφιεφ αν είχε μείνει στη Ρωσία και δεν είχε πάει λίγο μετά την ολοκλήρωσή του στο Παρίσι.

Οι “Φωνές της Philadelphia”

 Στην προπέρσινη σεζόν το ενδιαφέρον της Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας ήταν στραμμένο στην αμερικανική μουσική με τον Nézet-Séguin να δείχνει αρκετές αρετές σε αυτό το ρεπερτόριο αλλά πάνω από όλα ενδιαφέρον και αφοσίωση. Αφ’ ενός μεν με τα αφιερώματα στο μεγάλο Leonard Bernstein στα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, αφ’ ετέρου δε με ένα έργο αφιερωμένο στην ίδια την πόλη της Φιλαδέλφειας, που είχε ορχήστρα είχε παραγγείλει και πρωτοπαρουσίασε αρχικά στην έδρα της και αργότερα και στη Νέα Υόρκη. Ήταν το έργο: “Philadelphia Voices” του Αμερικανού συνθέτη και καθηγητή στο Massachusetts Institute of Technology (ΜΙΤ) Tod Machover. Οι φωνές της πόλης, είτε από την ορχήστρα είτε από τη χορωδία, εμπεριείχαν εκτός από τους ήχους της καθημερινότητας, στοιχεία από την ιστορία της πόλης και από την αυτό-εικόνα της, ως κατεξοχήν πόλης της ανοχής, της μάχης κατά των φυλετικών διακρίσεων και της σημασίας της για την αμερικανική δημοκρατία. Πολλά από τα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν είχαν επιλεγεί από συζητήσεις με απλούς κατοίκους της πόλης, ενώ ο συνθέτης χρησιμοποίησε εκατοντάδες ώρες ηχογραφήσεων, που πραγματοποίησε ο ίδιος από τη ζωή της πόλης. Επρόκειτο για την έκτη και μεγαλύτερη City Symphony του Machover και την πρώτη που, στη συναυλία στο Carnegie Hall, παρουσιάστηκε εκτός της πόλης για την οποία γράφτηκε.

Η επιλογή του Nézet-Séguin στην κορυφή της ΜΕΤ αποδεικνύεται εύστοχη (Rose Callahan).

Πέρσι το Μάρτιο η ορχήστρα συνέπραξε με έναν συμπατριώτη του Nézet-Séguin, το νεαρό  πιανίστα Jan Lisiecki στο Κοντσέρτο του Mendelssohn. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκε μια ιδιαίτερη ερμηνεία της «Μεγάλης» συμφωνίας του Franz Schubert με υψηλότερες των συνηθισμένων ταχύτητες, τονισμό των κοντράστ και των δυναμικών, σε βάρος ίσως των μυστηριακών και πιο ενδόμυχων, διαστάσεων του έργου, η οποία μας ξένισε τότε ελαφρώς, λόγω της μάλλον αντι-βιεννέζικης προσέγγισης, δύο μέρες μόνο μετά τις μαγικές εμφανίσεις της Φιλαρμονικής της Βιέννης στον ίδιο χώρο και με τον υπογράφοντα να έχει συνδέσει το συγκεκριμένο έργο με αυτήν, ήταν όμως ένα ακόμα δείγμα μιας έντιμης και πολύ αξιόλογης προσωπικής προσέγγισης-πρότασης του Nézet-Séguin.

Στην τελευταία της περσινή εμφάνιση στη Νέα Υόρκη η ορχήστρα παρουσίασε μια επίσης ευαίσθητη, εξόχως ρομαντική ερμηνεία της Πρώτης συμφωνίας του Sergei Rachmaninov, ενώ στο πρώτο μέρος κυριάρχησε η λαμπερή παρουσία της νεαρής Ιταλίδας πιανίστριας Beatrice Rana, στην οποία θα αναφερθούμε στο προσεχές διάστημα, στο Τρίτο Κοντσέρτο του Προκόφιεφ.

Ο Nézet-Séguin θα έχει σε κάθε περίπτωση τη μοναδική ευκαιρία να εξελιχθεί καλλιτεχνικά.

Με την ορχήστρα της ΜΕΤ στο Carnegie Hall

Λίγες μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες εμφανίσεις του Nézet-Séguin με την ορχήστρας της Μετροπόλιταν στο Carnegie Hall, όπου τα τελευταία χρόνια η τελευταία δίνει, μετά τη λήξη της οπερατικής σεζόν τρεις συναυλίες. Ο νέος μουσικός διευθυντής διηύθυνε για πρώτη φορά δύο από αυτές.

Στις αρχές Ιουνίου, με τη σύμπραξη της έξοχης μέτζο-σοπράνο Isabel Leonard η ορχήστρα διακρίθηκε για την ακρίβεια, το λυρισμό και τον πλούσιο ήχο σε έργα των Ravel, Debussy και Dutilleux.

Στην τελευταία συναυλία της περσινής σεζόν για την Ορχήστρα της ΜΕΤ και τον ίδιο, και ενώ η διάσημη Λετονή μέτζο-σοπράνο Elīna Garanča με την άριστη τεχνική της, την σχετικά λιτή της λόγω ιδιοσυγκρασίας έκφραση αλλά πλούσια μουσικότητά της, ερμήνευσε με υπέροχο τρόπο τα Rückert-Lieder Gustav Mahler, το ενδιαφέρον στο δεύτερο μέρος στράφηκε στην Εβδόμη συμφωνία του Bruckner. Ο αρχιμουσικός είχε φανερά τον έλεγχο της ορχήστρας η οποία ηχούσε όμορφα, η αίσθηση που δινόταν όμως ήταν ότι παρά την πολύ έντιμή προσπάθεια, οι μουσικοί της ήταν, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, σε ότι αφορά την απόδοση της ιδιαιτερότητας του συνθέτη, και σε αντίθεση με τους συναδέλφους του από τη Φιλαδέλφια, όπως αναφέραμε πιο πάνω, «σαν ψάρια έξω από το νερό»! Αυτό μας έκανε να αναρωτηθούμε πότε ήταν η τελευταία φορά που η ορχήστρα είχε ερμηνεύσει έργα του συνθέτη, μια και δεν μπορούσαμε να θυμηθούμε καμία συναυλία τα τελευταία αρκετά χρόνια. Την απάντηση έδωσε ο ίδιος ο αρχιμουσικός αποχαιρετώντας το κοινό για το καλοκαίρι. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της που η ορχήστρα ερμήνευε έργο του συγκεκριμένου συνθέτη!

Από τη φετινή εμφάνιση στο Carnegie Hall με την ορχήστρα της Philadelphia και την Hélène Grimaud στο πιάνο (Credit Chris Lee/Carnegie Hall).

Αυτό προφανώς οφείλεται τόσο στην, άδικη βέβαια, σύνδεση του Μπρούκνερ με ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα τα οποία χρησιμοποίησαν τόσο τη μουσική του όσο και τις επιθέσεις που δεχόταν από το βιεννέζικο τύπο της εποχής του για να προπαγανδίσουν την πολιτική τους (ένα θέμα στο οποίο αξίζει να επανέλθουμε), αλλά και στο γεγονός ότι μόνο τις τελευταίες δεκαετίες η ορχήστρα της ΜΕΤ εμφανίζεται και ως συμφωνική ορχήστρα, ενώ επίσης οι παλαιότεροι κριτικοί της Νέας Υόρκης, υποστηρίζουν ότι επίσης μόνο τις τελευταίες δεκαετίας και εξαιτίας της δουλειάς του προηγούμενου αρχιμουσικού η ορχήστρα έχει την ποιότητα που την κατατάσσει ανάμεσα στις κορυφαίες της ηπείρου. Σε κάθε περίπτωση η επιμονή, και την άλλη του ορχήστρα, του Nézet-Séguin στον Bruckner και άλλους ρομαντικούς και μετα-ρομαντικούς συνθέτες από τον πυρήνα του ρεπερτορίου των μεγάλων ευρωπαϊκών ορχηστρών, είναι χαρακτηριστική για την ταυτότητα και της προθέσεις του.

Σκηνή από τον Πάρσιφαλ της Μετροπόλιταν Όπερα (Credit: Ken Howard/Metropolitan Opera).

Perspective Artist-Φετινές εμφανίσεις

Εκτός από τις υποχρεώσεις του στη ΜΕΤ και τις τακτικές του πια εμφανίσεις με τις δύο ορχήστρες των οποίων ηγείται, ο Καναδός αρχιμουσικός είναι φέτος και ένας από τους Perspective Artists του Carnegie Hall, κάτι που σηματοδοτεί όχι μόνο επιπλέον συναυλίες αλλά και ορισμένες διαφορετικού τύπου εκδηλώσεις τις οποίες επιλέγει ο ίδιος στα πλαίσια αυτής της ιδιότητας. Δύο από τις πιο χαρακτηριστικές του επιλογές είναι η εμφάνισή του ως πιανίστα-συνοδού της διακεκριμένης Αμερικανίδας μέτζο-σοπράνο Joyce DiDonato στο εμβληματικό «Winterreise” του Franz Schubert, καθώς και η εμφάνισή του στις 22 Νοεμβρίου με την ορχήστρα της πατρίδας του, με την οποία αναδείχτηκε και την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω των νέων του καθηκόντων, Orchestre Métropolitain de Montréal. Θα παρουσιαστούν έργα του Μότσαρτ, με τη σύμπραξη και εδώ της DiDonato (η οποία ήταν και πέρισυ η σολίστ σε μια από τις εμφανίσεις της Ορχήστρας της Philadelphia), καθώς και η «Ρομαντική» συμφωνία του Bruckner.

Από παλιότερες εμφανίσεις στο Κάρνεγκι Χολ, με το νεαρό βιολονίστα Benjamin Beilman.

Πριν λίγες μέρες ο Nézet-Séguin πραγματοποίησε την πρώτη από τις πολλές, όπως είπαμε, φετινές του εμφανίσεις στο Carnegie Hall με την Ορχήστρα της Philadelphia στην πρώτη από τις τρεις δικές της φετινές της εμφανίσεις της στη Νέα Υόρκη.

Στο πρώτο μέρος παρουσιάστηκε η νεοϋορκέζικη πρεμιέρα του έργου: “Umoja, Anthem for Unity” (for orchestra, 1997) ης παρούσας στην αίθουσα Αμερικανίδας με καταγωγή από την Αφρική συνθέτη Valerie Coleman. Η σύνθεση μάλλον πιο παραδοσιακή από το προαναφερθέν έργο με τους πολλούς πειραματισμούς, ήταν από ιδεολογικής πλευράς και τηρουμένων πάντα των αναλογιών κοντά στο πνεύμα των «Φωνών των Πόλεων». Και εδώ επιχειρείται να τονιστεί η επιθυμία για ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη πολλών διαφορετικών πολιτισμών. “Umoja” την διάλεκτο των Swahili σημαίνει «ενότητα» με την έννοια να είναι κεντρική σε εορτές και εκδηλώσεις της Αφρικανικής διασποράς. Το έργο ξεκινά υποβλητικά, μελωδικά και αρμονικά να διαταράσσεται στο μεσαίο τμήμα από «διαφωνίες» και «εντάσεις», που εκπροσωπούν στα λόγια της συνθέτη το ρατσισμό και τις αδικίες και να καταλήγει πάλι με αισιοδοξία στην όμορφη ατμόσφαιρα στην οποία ξεκίνησε.

Παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, ο Seguin έχει ήδη συνεργαστεί με τις σπουδαιότερες ορχήστρες του κόσμου (Jonathan Tichler / Met Opera).

Ακολούθησε το Τρίτο Κοντσέρτο για Πιάνο του Béla Bartók με τη Γαλλίδα πιανίστα Hélène Grimaud να συνεργάζεται άριστα με την ορχήστρα και να ανταποκρίνεται με διαφοροποίηση και όμορφο ήχο στα πιο λυρικά και μυστηριακά σημεία του, αλλά και με πολύ καλή τεχνική και δυναμισμό στις μεγάλες ταχύτητες του απαιτητικού έργου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ορχήστρα της Philadelphia είχε πραγματοποιήσει και την παγκόσμια πρεμιέρα του έργου το 1946, ένα χρόνο μετά το θάνατο του συνθέτη που είχε αφήσει χωρίς ενορχηστρώσει τα τελευταία δέκα δευτερόλεπτα της μουσικής, κάτι που ολοκλήρωσε ο Tibor Serly, φίλος του συνθέτη και μέλος για κάποια χρόνια της ορχήστρας. Στην πρεμιέρα, αντί για τη δεύτερη σύζυγο του συνθέτη Ditta Pásztory-Bartók για την οποία προοριζόταν το έργο και η οποία που επέστρεψε στην Ουγγαρία μετά το θάνατο του άντρα της, σολίστ ήταν ο György Sándor. Της ορχήστρας της Philhadelphia ηγείτο τότε Eugene Ormandy, ο οποίος διηύθυνε το έργο αρχικά στη Philhadelphia στις 8, και αργότερα στο Carnegie Hall στις 26 Φεβρουαρίου του 1946.

Κατά τη διάρκεια της πρόβας για το έργο του Richard Wagner “Der Fliegende Holländerr” (Credits:Richard Termine).

Στο δεύτερο μέρος, και πάλι μια επιλογή από τις αρχές του εικοστού αιώνα, παρουσιάστηκε η «Συμφωνία των Άλπεων» του Richard Strauss, με τον αρχιμουσικό να επιτυγχάνει και πάλι αξιόλογη και στιβαρή ορχηστρική επίδοση και τους μουσικούς της ορχήστρας να διακρίνονται στα σολιστικά μέρη, σε μια ατμοσφαιρική βραδιά.

Και ενώ, όπως φάνηκε και στη «Συμφωνία των Άλπεων» δεν υπάρχει μάλλον αμφιβολία ότι ο Καναδός αρχιμουσικός έχει τον πλήρη έλεγχο της ορχήστρας είτε διευθύνει με μπαγκέτα είτε χωρίς, είτε από στήθους είτε με παρτιτούρα, ο έλεγχος αυτός φαίνεται να μην είναι κυριαρχικός και να αφήνει περιθώρια στους μουσικούς ως άτομα να αναδείξουν τη μουσικότητα τους και στην ορχήστρα ως σύνολο τις αρετές της. Η ακρίβεια και κυρίως η ισορροπία μεταξύ των γκρουπ των οργάνων, ιδιαίτερα με την «ορχήστρα του» από τη Philadelphia, αξιοθαύμαστη ενώ και οι ερμηνευτικές του προσεγγίσεις στα έργα, κάποιες φορές προσωπικές και πάντα ενδιαφέρουσες.

Ο Nézet-Séguin θα έχει σε κάθε περίπτωση τη μοναδική ευκαιρία να εξελιχθεί καλλιτεχνικά μέσα σε ένα σχεδόν απίστευτου επιπέδου, στην ηγεσία δύο κορυφαίων θεσμών, πλαίσιο, που κάθε μουσικός θα ονειρευόταν!

 

Διαβάστε ακόμα: Kariné Poghosyan, μια «εκρηκτική» πιανίστρια.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top