«Και ξαφνικά χύμηξε ένα σκοτάδι και θυμήθηκα ένα ποίημα που έλεγε για τις γάτες κάτι τέτοιο: “Και πώς χωρίς τα μάτια σας θα βρούμε άκρη στο σκοτάδι;…”».

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2000 (Αθήνα)

Ήμουν πάνω σε μια σιδερένια «βουερή» (όχι θορυβώδη) γέφυρα μαζί με κάτι άλλους. Στ’ αριστερά μου μια παράξενη σιδερένια σκάλα –σχεδόν στον αέρα–, που δυο μικρά πανέμορφα γατιά προσπαθούσαν να την κατέβουν και να φτάσουν κάτω, στο γρασίδι ας πούμε. Τα λυπόμουν, τα λάτρευα, ήταν πολύ μικρά για να τα καταφέρουν μ’ εκείνα τα πλατειά σκαλοπάτια και την μεγάλη απόσταση που είχαν μεταξύ τους. Ήθελα να πάω να τα πιάσω και να τα κατεβάσω η ίδια, μα η κορυφή της σκάλας ήταν αρκετά μακρυά από την γέφυρα όπου στεκόμουν και φοβήθηκα τον ίλιγγο. Τα γατάκια ωστόσο κάτι κατάφερναν και μόνα τους. Στο μεταξύ ένας νόστιμος άντρας, μπορεί και αρχιτέκτονας, με φλέρταρε με πολύ γούστο κι είχα κάθε διάθεση να ενδώσω, αλλά ήταν εκεί γύρω και η σύζυγος, μια σοβαρή διοπτροφόρος, που μου έστελνε προειδοποιητικά βλέμματα. Ζυράννα, πρόσεξε, μη ρίξεις δίχτυ εδώ, δεν κάνει… είπα στον εαυτό μου. Επίσης κοίταζα δυο δεκάρες στο έδαφος. Και ξαφνικά χύμηξε ένα σκοτάδι και θυμήθηκα ένα ποίημα που έλεγε για τις γάτες κάτι τέτοιο: «Και πώς χωρίς τα μάτια σας θα βρούμε άκρη στο σκοτάδι;…» Ένα πολύ ωραίο ποίημα, εκεί το θυμόμουν τέλεια, εδώ σκοντάφτω.

 

Στην επόμενη σελίδα: «Μίλα στην Ζυράννα, γατάκι μου!».

1 2 3 4 5

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top