Η Βrasserie Lorraine άνοιξε πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 2019.

O γάλλος ποιητής Jean Sarrazin έλεγε πως δεν θα είχε γράψει ποτέ κανένα ποίημα αν δεν είναι περάσει ώρες επί ωρών στην αγκαλιά τους, στη Λυών: Είναι κάτι τέτοια σημεία όπου η κλασική γεύση συναντάει την αστική συνείδηση και την έμπνευση της στιγμής. Τα ταμπλό βιβάν των μητροπόλεων που μιλούν γαλλικά. Ο λόγος για τις μπρασερί.

Ο Χέμινγουεϊ τις προτιμούσε, ο Ζόλα επικροτούσε, ο Εξυπερύ κρατούσε πάντα ένα δικό του τραπέζι στη δική του αγαπημένη, ο Ζακ Μπρελ άκουγε με αγαλλίαση τον τραγουδιστό ρυθμό τους. Οι ιστορικές μπρασερί, τα κλασικά μπιστρό, τα ρετρό εστιατόρια είναι στο DNA των Γάλλων. Στην ινσταγκραμική εποχή μας όμως, δεν χρειάζεται να περπατήσει κανείς σε παριζιάνικα βουλεβάρτα για να συναντήσει ένα τέτοιο στέκι. Μπορεί να σπεύσει κάπου πιο κοντά. Εν προκειμένω: στη συμβολή των οδών Σπευσίπου & Γλύκωνος 2 στο Κολωνάκι.

Το εστιατόριο λειτουργεί καθημερινά, εκτός Δευτέρας.

Η Βrasserie Lorraine δεν είναι μια τυπική, πολύβουη μπρασερί όπου συρρέουν “αι γενεαί πάσαι”, ούτε είναι ένα καθημερινό χαλαρό μπιστρουδάκι… Είναι ένα ατμοσφαιρικό εστιατόριο με κλασική γαλλική κουζίνα. Όχι την κουζίνα της Λωραίνης (Lorraine) με pâté ή andouillette, αλλά με ένα best of από παριζιάνικα hits: Steak tartare, entrecôte, σαλιγκάρια βουργουνδίας κ.ο.κ. Το comfort food στην ευγενέστερη εκδοχή του. “What’s not to like?”, που λένε και οι αμερικανοί.

Αυτή η  έστω κατ’όνομα μπρασερί, άνοιξε πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 2019, όμως μεσολαβούντος του κορωνοϊού, είναι ακόμα ένα ολοκαίνουριο στέκι για τους περισσότερους από εμάς. Βρίσκεται στη θέση του παλιού Μohnblümchen, που ήταν το πιο ιδιοσυγκρασιακό μαγαζί ρουχισμού μόδας (εξίσου θρυλικό όπως η Luisa, το Free Shop ή το Sotris) της χρυσής εποχής του Κολωνακίου. Μάλιστα το κτίριο που στεγάζει το εστιατόριο είναι ένα από τα ομορφότερα της πόλης, σε εκλεκτικιστικό αρ ντεκό, και εμβληματικού εκτοπίσματος (grand standing όπως λένε και στο Παρίσι). Αυτό προσθέτει στην πειστικότητα του όλου σκηνικού, μικραίνοντας την απόσταση από το Κολωνάκι στο St Germain.

Βρίσκεται στη θέση του παλιού Μohnblümchen, που ήταν το πιο ιδιοσυγκρασιακό μαγαζί μόδας της χρυσής εποχής του Κολωνακίου.

Ο διάκοσμος επιτρέπει στον επισκέπτη να φανταστεί πως βρίσκεται εν Παρισίοις.

Το να φτιάξεις ένα μαγαζί με παριζιάνικο ντεκόρ δεν είναι τόσο δύσκολο. Υπάρχουν πλείστα όσα πλέον στην Αθήνα που θυμίζουν Παρίσι (ή Νέα Υόρκη, ή Μπουένος Άϊρες κ.ο.κ.). Αυτό που είναι πιο απαιτητικό είναι να φτιάξεις ένα μαγαζί που μοιάζει dans son jus (στους χυμούς του) όπως λένε οι Γάλλοι, που να δείχνει δηλαδή παλιό και εδραιωμένο. Που να σε τυλίγει ζεστά όπως η θρυλική Ράτκα στη Χάρητος, φερειπείν. Αυτό απαιτεί επένδυση σε καλά υλικά, και επίσης απαιτεί γούστο. Στη Brasserie Lorraine έχει γίνει καλή δουλειά. Και αυτό φαίνεται σε λεπτομέρειες όπως ο ατμοσφαιρικός φωτισμός, ή η πολύ καλή ηχητική επένδυση, για να μη μιλήσουμε για το βίντατζ χρυσό καφασωτό ταβάνι.

Μια ακόμα πειστική λεπτομέρεια εντοπίζεται στα σακάκια των σερβιτόρων: Κουμπωμένοι στα λευκά, θυμίζουν -τηρουμένων των αναλογιών- τους περιποιητές θρυλικών παριζιάνικων διευθύνσεων όπως το L’Ami Louis. Ο δε νεαρός κύριος Λευτέρης μας κέρδισε με το εξής ερώτημα: “Θα θέλατε νερό ανθρακούχο ή ήπιο;”. Πολύ σωστά, διότι όταν σε ρωτούν παντού αν προτιμάς ανθρακούχο ή μεταλλικό, είναι σα να εννοούν ότι το ανθρακούχο δεν είναι μεταλλικό. Λεπτομέρειες, θα πείτε. Προφανώς. Ωραίες λεπτομέρειες όμως, όπως τα μαχαίρια Laguiole για το κόψιμο μιας σωστά αιμάσσουσας entrecôte.

Το να φτιάξεις ένα μαγαζί με παριζιάνικο ντεκόρ δεν είναι τόσο δύσκολο. Αυτό που είναι πιο απαιτητικό είναι να φτιάξεις ένα μαγαζί που να δείχνει παλιό και εδραιωμένο.

Η ζεστασιά των αμπαζούρ, σε βάζει σε μια συνθήκη, τώρα που κάνει και κρύο έξω τα βράδια, αστικής θαλπωρής.

Οι καθρέφτες στους τοίχους, η ολάνθιστη ταπετσαρία (έμμεση αναφορά στο όνομα mohnblümchen -η προηγούμενη επιχείρηση- που σημαίνει παπαρούνες στα Γερμανικά;), τα μαρμάρινα τραπέζια και η στιβαρή μπάρα, οι πράσινες βελούδινες πολυθρόνες, οι πολυέλαιοι, όλα δημιουργούν ένα σκηνικό με διακριτή τη γαλλική αύρα. Ναι, δεν είναι το ορίτζιναλ αιωνόβιο μαγαζί στο Παρίσι που θα πάει ο παππούς με την εγγονή του για να της μάθει να τρώει στρείδια. Είναι ένα μοδάτο fun restaurant στην Αθήνα που προσελκύει και βαριά πορτοφόλια, και γόβες με κόκκινες σόλες, αλλά πιστέψτε με, τα περισσότερα μοδάτα καταστήματα στο Παρίσι, ακόμα και αν είναι σε ιστορικές διευθύνσεις όπως το παμπάλαιο Lapérouse, δεν έχουν απαραίτητα καλύτερο φαγητό.

Eπικεφαλής της κουζίνας είναι ο Παναγιώτης Ζώκος, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μιχάλη Νουρλόγλου, που ομνύει -όπως και ο Νουρλόγλου- στη «φαγητένια» γενναιόδωρη κουζίνα, πέρα από πειραματισμούς. Η σαλάτα με βινεγκρέτ λιαστής ντομάτας (14€) είναι ορεκτικά οξεία, και το ελαφρά ψημένο κατσικίσιο chèvre που τη συνοδεύει έχει ωραία κοκκωδη υφή και πλούσιο άρωμα. Τα σπαράγγια (14€) με γκρατιναρισμένο τυρί compté είναι λίγο πιο μονοδιάστατα αλλά έχουν απροσποίητη νοστιμιά. Το βοδινό ταρτάρ (16€) είναι όπως πρέπει ψιλοκομμένο (όχι λιανισμένο) και ζυγισμένα πικάντικο, με κρεάτινο γευστικό βάθος. Το σωταρισμένο foie gras (19€) με γλυκιά κολοκύθα και πιπέρι σετσουάν είναι πολύ πληθωρικό -μοιραστείτε το για να μην σας λιγώσει- και στα ελαφρά καψαλισμένα χτένια με beurre blanc (24€) το miso χαρίζει ένα επιπλέον umami.

Η entrecôte ήταν άψογα ψημένη και συνοδεύονταν από “ακαδημαϊκές” σάλτσες (πιπεράτη, μπεαρνέζ, καφέ ντε παρί) και τραγανές λεπτοκομμένες τηγανιτές πατάτες.

Το λες και γλυκιά μελωδία.

Στα κυρίως, το πιο αδύναμο πιάτο που δοκιμάσαμε ήταν η σκληρούτσικη πάπια με πορτοκάλι (21€) με αρκετά γλυκιά και κολλώδη σάλτσα. Η entrecôte (34€) και το φιλέτο ήταν όμως άψογα ψημένα και συνοδεύονταν από “ακαδημαϊκές” σάλτσες (πιπεράτη, μπεαρνέζ, καφέ ντε παρί) και τραγανές λεπτοκομμένες τηγανιτές πατάτες. Ταμάμ.

Στα γλυκά το Paris-Brest (8€) με αφράτο chou και πραλίνα φουντουκιού, το millefeuille (9€) και το moelleux σοκολάτας (9€) με αλμυρή καραμέλα και παγωτό βανίλια είναι όλα τους φρεσκοφτιαγμένα και πειστικώς γαλλικά, με όμορφες εναλλαγές τραγανού – μαλακού, ζεστού – κρύου και πάντα βουτυρένιου (pur beurre) στην ούγια.

Τα γλυκά είναι φρεσκοφτιαγμένα και πειστικά γαλλικά, με όμορφες εναλλαγές τραγανού – μαλακού, ζεστού – κρύου και πάντα βουτυρένιου (pur beurre) στην ούγια.

Η είσοδος υπόσχεται γαλατική ευωχία.

Ο χώρος είναι από τους ελκυστικότερους νέους χώρους εστίασης της πόλης. Αναφερθήκαμε στο ντεκόρ παραπάνω, τώρα ας επιμείνουμε στην ατμόσφαιρα. Ναι, δεν μπορεί ένα νεότευκτο στέκι να διαπεραστεί από την ιστορικότητα και τη βιωμένη αύρα ενός παλιού μαγαζιού, όμως η φλόγα των κεριών και οι αντανακλάσεις τους στα ποτήρια, οι νότες του πιάνου (ας είναι ελαφρώς κλισέ το ρεπερτόριο) και η ζεστασιά των αμπαζούρ, σε βάζουν σε μια συνθήκη, τώρα που κάνει και κρύο έξω τα βράδια, αστικής θαλπωρής. Ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί (ο κατάλογος έχει προσεγμένες επιλογές από τον γαλλικό, τον αμερικανικό και τον ελληνικό αμπελώνα) τα δένει όλα αυτά και τα βάζει σε ρότα για μια γλυκιά βραδιά.

Ποιά είναι η πρόκληση; Το μαγαζί αυτό να παλιώσει. Το ευχόμαστε, αν και η μοίρα των trendy εστιατορίων εν Αθήναις είναι δυστυχώς να αλλάζουν μετά από μερικές σεζόν. Αν πάλιωνε η Brasserie Lorraine, θα εξιλεώνονταν για την ρετρό σκηνογραφία της και θα γίνονταν με τη σειρά της κλασική. Για παράδειγμα το Odeon είναι ένα από τα πιο κλασικά στέκια τύπου μπρασερί της Νέας Υόρκης. Ποιος θυμάται σήμερα ότι 40 χρόνια πριν ήταν ένα νεο-ρετρό κατασκεύασμα που ήθελε να μετακενώσει την αύρα μιας παλιάς παριζιάνικης grande brasserie στην άλλη πλευρά του ατλαντικού;

 

//Brasserie Lorraine: (Σπευσίπου & Γλύκωνος 2, Αθήνα, τηλ.: 211 1082920).

 

Διαβάστε ακόμα: Το νέο γαστρονομικό τρίγωνο των «κάτω» Λαδάδικων στη Θεσσαλονίκη.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top