Ο Γιάννης Τσέλεπος, ένας εκλεκτός μαιτρ του οίνου.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι ένας μύθος. Νομίζουμε ότι αντικειμενικά υπάρχει και πως μπορούμε να το αποδείξουμε, αλλά αν ρωτούσαμε τα ζώα θα είχαν άλλη γνώμη. Υπάρχει επειδή εμείς πιστεύουμε σ’ αυτό το μύθο, ακριβώς όπως πιστεύουμε σε θεούς και δαίμονες.

Το κρασί είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο αυτού του  πολιτισμού, του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, αφού το ευλόγησε ο ιδρυτής  της σημαντικότερης θρησκείας του και υπήρχε πολύ πριν απ αυτόν, άρα αναγνώρισε την αξία του. Με ένα αφηρημένο τρόπο, είναι η πρώτη τεχνητή νοημοσύνη του ανθρώπινου είδους, σχεδιασμένη να ενισχύει τη φυσική, να την οδηγεί σε άλλες σφαίρες και να την κάνει πολυεπίπεδη. Όπως ακριβώς και ο έρωτας, μπορούν να μας οδηγήσουν  στην υπέρβαση, στην ένωση με τη συμπαντική ενέργεια, που κάποιοι ονομάζουν θείο.

Όλα τα κρασιά; Όχι φυσικά, ούτε είναι όλα για όλους. Ο μύθος λέει πως είναι για μόνο για λίγους και  εκλεκτούς και μετά από μεγάλη προσπάθεια και αν τα καταφέρουν και αφού αυτό το μύθο έχουμε φτιάξει, έτσι πρέπει να είναι αφού είμαστε ο μύθος. Το ιερό δισκοπότηρο το βρίσκεις όταν είσαι έτοιμος, διαφορετικά είναι αόρατο. Τα μεγάλα κρασιά λοιπόν υπάρχουν επειδή το πιστεύουμε και για να τα φτιάξουμε πασχίζουμε, αγωνιζόμαστε όλη τη ζωή μας και δεν ησυχάζουμε ποτέ. Και όταν δεν είμαστε οι δημιουργοί αυτής της ουράνιας μουσικής, αλλά οι ακροατές, πάλι εκπαιδεύουμε τα αυτιά μας μια ζωή με τη νόηση, για να μπορούμε να συλλάβουμε όχι μόνο κάθε νότα, αλλά το μεγαλείο της σύνθεσης, την εξαίρετη κεντρική ιδέα.

Η εκλεκτή σοδειά του Κτήματος Τσέλεπου.

Το κρασί ήταν πάντα καλύτερο προς το τέλος της χρονιάς, όταν τα άλλα είχαν αδειάσει, και το στυλ αποτέλεσε μέτρο σύγκρισης.

Αυτά τα γράφω επειδή με τη συζήτηση αν υπάρχει μεγάλο ελληνικό κρασί ή αν θα υπάρξει και πότε είμαστε σχεδόν συνομήλικοι και τα τελευταία χρόνια της απαντάω με το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας. Και επειδή τα κρασιά που είχαμε την τύχη και την τιμή να δοκιμάσουμε στην εκδήλωση για τα 30 χρόνια του Κτήματος Τσέλεπου με ξανάφεραν στα γνώριμα στοχαστικά μονοπάτια. Κρατήστε τη λέξη όραμα.

Ο θαυμαστός Κοκκινόμυλος.

Με το Γιάννη Τσέλεπο είμαστε φίλοι. Γνωριστήκαμε μέσα από την πρώτη Μαντινεία του σε παρουσίαση του Cellier wine club τo 1992 όταν το τραπέζι μας απέρριψε τη φιάλη ως μη τυπική, αφού για όλους μας η πεμπτουσία τότε ήταν η ελαφριά αρωματική εκδοχή του Αντωνόπουλου. Κάτι με βασάνισε όμως και ζήτησα τη φιάλη πίσω, ξαναδοκίμασα και ανακοίνωσα στην ομήγυρη πως λαθέψαμε και αυτή η στιβαρή, με υψηλή οξύτητα αλλά και σώμα και ισορροπία εκδοχή του Μοσχοφίλερου ήταν απλά ένα κρασί ανώτερης κλάσης. Δοκιμάζοντας, έκπληκτοι ομοφωνήσαμε. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η Μαντινεία επαναπροσδιορίστηκε τότε, αλλά ο Γιάννης Τσέλεπος δεν ησύχασε ποτέ. Το κρασί ήταν πάντα καλύτερο προς το τέλος της χρονιάς, όταν τα άλλα είχαν αδειάσει, και το στυλ αποτέλεσε μέτρο σύγκρισης και έμπνευση για τους νέους οινοποιούς της περιοχής.

Πανοραμική θέα του κτήματος Τσέλεπου.

Αυτό το βράδυ δοκιμάσαμε εκτός από την κλασσική, αλλά με 2 χρόνια στην πλάτη, άλλες  δύο εκδοχές της ποικιλίας στην αναζήτηση του κτήματος για την ανάδειξη των διαφορετικών εκφράσεων που μπορεί να δώσει στα διαφορετικά αμπελοτόπια και μακροκλίματα του οροπεδίου. Η μία με εκχύλιση με στέμφυλα, που αναδεικνύει τον ερυθρωπό χαρακτήρα της και η άλλη τη δυνατότητα μακρόχρονης παλαίωσης μέσα από την επίδραση των φίνων οινολασπών. Και τα 3 κρασιά ήταν εξαιρετικά, με υποδειγματική δομή, βάθος γεύσης, πολυπλοκότητα, ένταση, μακρά απολαυστική, πολυδιάστατη επίγευση και στα παλαιωμένα η εξέλιξη έφτανε στα ξηροκαρπάτα, την ορυκτότητα και τα αποξηραμένα εσπεριδοειδή. Κυρίως όμως είχαν χαρακτήρα, σημάδι πως ο δημιουργός τους είχε συνείδηση των πράξεών του.

Άργησε να φτάσει στα ροζέ ο Τσέλεπος, αλλά όταν έφτασε, έβγαλε τη Δρυόπη και αφρώδη ροζέ Αμαλία από τη Νεμέα και ροζέ από Μοσχοφίλερο.

Και φτάσαμε στο όραμα. Ίδιο στην ουσία  του, χρόνια τώρα, να εκφραστούν οι ποικιλίες, ελληνικές κυρίως, αν είναι δυνατόν (επειδή σε κάποιες περιοχές μπορεί να μην είναι) στον ανώτατο βαθμό σε σχέση με το αμπελοτόπι και να αναζητηθούν οι διαφορετικές οινολογικές εκδοχές τους, όσο προοδεύει η τεχνολογία, με απόλυτο σεβασμό στην πρώτη ύλη, στο σταφύλι από το κάθε αμπέλι. Και φυσικά από την πρώτη στιγμή υπήρξε το κόκκινο του Κτήματος, που έγινε κόκκινα και δοκιμάσαμε 2 χρονιές απ’ό το καθένα, Καμπερνέ Αυλοτόπι 2001 & 2009 και Μερλό Κοκκινόμυλο 2009 &2013. Δεν θα σας κουράσω ξανά με περιγραφές, τα κρασιά ήταν απίστευτα νεανικά και ώριμα ταυτόχρονα, πρωτογενή φρούτα ακόμα και στο 2001 και δευτερογενή και τριτογενή σε όλα με φινετσάτη διαστρωμάτωση ταννινών και στιβαρή δομή, πολυπλοκότητα και χαρακτήρα.

Τα κρασιά ήταν απίστευτα νεανικά και ώριμα ταυτόχρονα.

Η λογική προέκταση αυτής της φιλοσοφίας ήταν η απόκτηση του κτήματος στο Κούτσι της Νεμέας και η δημιουργία 3 κρασιών, το ένα Νεμέα μακράς  παλαίωσης και πιο πρόσφατα η επέκταση στη Σαντορίνη και οι εκεί συνεργασίες του Κτήματος με 2 στιβαρά κρασιά παλαίωσης, που πίνονται και φρέσκα. Παράλληλα η Amalia Brut είναι ένα στοίχημα που κέρδισε, αφρώδες από Μοσχοφίλερο φτιαγμένο με τη παραδοσιακή μέθοδο και τον αρωματικό του χαρακτήρα να εκφράζεται πλέον ταυτόχρονα με την πολυπλοκότητα των οινολασπών, ιδιαίτερα στην Vintage εκδοχή.

Στιγμιότυπο από την εκδήλωση για τα 30 χρόνια του Κτήματος Τσέλεπου.

Άργησε να φτάσει στα ροζέ ο Τσέλεπος, αλλά όταν έφτασε, έβγαλε τη Δρυόπη και αφρώδη ροζέ Αμαλία από τη Νεμέα και ροζέ από Μοσχοφίλερο, με χρήση αμφορέων και λοιπών οργάνων του σατανά, το εξαιρετικό φετινό Gris de Nuit. Το τερμάτισε; Βάζω στοίχημα πως όχι, χωρίς να ξέρω. Τερματίζεται μωρέ το Μοσχοφίλερο;

Και το Κτήμα; Θα κάτσει στ’ αυγά του επί τέλους; Σιγά. Υπάρχει η Νάουσα, αχαρτογράφητες οινικές περιοχές, υπάρχουν ακόμα σημαντικές ποικιλίες ανεξερεύνητες  και η συνεχής αναζήτηση νέων ορίων στους γνώριμους ουρανούς της υπέρβασης. Υπάρχει επίσης η νέα γενιά που παραλαμβάνει σιγά-σιγά το όραμα και δεν θα θέλει να βάλει τη σφραγίδα της;

Μάρτυρας σε μια αναδρομή του έργου ενός από μια φούχτα ανθρώπους που αναγέννησαν το ελληνικό κρασί το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Με ένα ποτήρι στο χέρι στο τέλος της εκδήλωσης ατενίζοντας τον φωτισμένο Παρθενώνα σκεφτόμουν πως ο άνθρωπος  χωρίς όραμα είναι ένα τίποτα, γιατί είμαστε τα οράματά μας. Ευχαριστώ τον Γιάννη Τσέλεπο και την ομάδα του  για την υπενθύμιση.

 

Διαβάστε ακόμα: Top 5: ελληνικές, ερυθρές και σπάνιες, ανερχόμενες ποικιλίες.

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top