O Woody Allen και η Monique Van Vooren σε διαφήμιση της Smirnoff, 1966.

Στην ηλικία που ο Μαρσέλ Προυστ βούταγε τη μαντλέν του στο τσάι της γιαγιάς, εγώ μέθαγα ανελλιπώς στους ατμούς των πιο δυνατών οινοπνευματωδών. Ρακές και aqua vitae, ρούμι και τζιν συνόδευαν όλα τα παιδικά μου διαβάσματα. Είδα δεκάδες φυλές Ινδιάνων να ξεπαστρεύονται, επειδή παραήπιαν «νερό της φωτιάς», το οποίο τους προμήθευαν κάποια χλωμοπρόσωπα αποβράσματα. Ευτυχώς, το ιππικό του Κάστερ κατέφθανε πάντα την κατάλληλη στιγμή, για να σκορπίσει τους μεθυσμένους στασιαστές και να τιμωρήσει τους προδότες.

H προπαγάκιος εποχή

Αργότερα, χάρη στο «Νησί των Θησαυρών», η αναζήτησή μου της Αρετής και της Κακίας βρήκε στο δρόμο της το ρούμι και το μπράντι. Το ρούμι, οι πειρατές (ο Μπίλι Μπόουνς, ο Τζον Σίλβερ με το ξύλινο πόδι, ο Μαυρόσκυλος, ο Πιου ‒ο σατανικός αόμματος) το πίνανε σαν τις νεροφίδες. Το μπράντι, το απολάμβαναν μόνο οι τζέντλεμεν στο τέλος των γευμάτων: ο πυργοδεσπότης Τρελόνι, ο γιατρός Λάιβεζι, ο καπετάνιος Σμόλετ και, δίχως άλλο, ο νεαρός Τζιμ Χόκινς, τον οποίο, παρά τη φτωχική του καταγωγή, καλούσαν πού και πού να πιει μαζί τους κάνα ποτηράκι.

Pirate06

Το ρούμι, οι πειρατές (ο Μπίλι Μπόουνς, ο Τζον Σίλβερ με το ξύλινο πόδι, ο Μαυρόσκυλος, ο Πιου ‒ο σατανικός αόμματος) το πίνανε σαν τις νεροφίδες.

Όταν οι δύο αυτοί κόσμοι –εκείνος του Καλού ή της Αγγλίας των ευγενών κι εκείνος του Κακού ή των αποφοίτων των κατέργων– βρέθηκαν μαζί πάνω στην «Ισπανιόλα», σε αναζήτηση του θησαυρού του γέρο-Φλιντ, απέκτησα καινούριες γνώσεις, πιο θετικές αυτές, πάνω σε κοινωνιολογικά και ιατρικά θέματα.

Από πλευράς κοινωνιολογίας, ανακάλυψα ότι η αρετή απολάμβανε το μπράντι της στο ευρύχωρο καρέ των αξιωματικών, την ώρα που η διαφθορά, τύφλα στο ρούμι, ροχάλιζε σε δύσοσμους διαδρόμους. Αβρόχοις ποσίν, λοιπόν, σχημάτισα μια πρώτη εικόνα των κοινωνικών ιεραρχιών. Ήταν απλή και καθόλου σκοτισμένη από οράματα πάλης των τάξεων: όσοι ταξιδεύουν πρώτη θέση συμβολίζουν την Αρετή. Παράδειγμα ο γιατρός Λάιβεζι που, ως άλλος Άι-Νικόλας, πότε-πότε κατέβαινε στ’ αμπάρι, όχι βέβαια για να δώσει φάρμακα, αλλά για να κάνει με το μαχαίρι του καμιά αφαίμαξη σε τίποτα ημιθανείς πειρατές που στις φλέβες τους έτρεχε ρούμι αντί για αίμα.

Ως ξελογιασμένος νεοφώτιστος, απολάμβανα την μπίρα μου μέσα απ’ τις σελίδες του Σιμενόν, ανάκατη με τη μυρωδιά των μουσκεμένων ρούχων του επιθεωρητή Μεγκρέ.

Δεν άργησα να υποψιαστώ ότι είχα πέσει θύμα της «άρχουσας ιδεολογίας»: ένα μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι με έκανε να θαυμάσω την τέχνη του ζην ενός ζάπλουτου γερο-λόρδου που περιφρονούσε τα μπράντι κι έτρεφε βαθιά εκτίμηση για τα παλιά κεχριμπαρένια ρούμι. Καθώς μάλιστα αποκαλυπτόταν στην τελευταία σελίδα ότι ήταν ο δολοφόνος, έμαθα να διακρίνω ηθική από κοινωνιολογία. Κι αφού ένας αιώνας χώριζε τον Στίβενσον από την Κρίστι, μισοκατάλαβα τότε ότι οι συρμοί των οινοπνευματωδών έχουν, όπως και η οικονομία, τους κύκλους τους, εξίσου κανονικούς με αυτούς του Κοντράτιεφ: έναν αιώνα στο τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνικής κλίμακας, έναν αιώνα στο ψηλότερο. Κι όμως, αγνοούσα ακόμα ότι τα τρελά χρόνια του Μεσοπολέμου χόρευαν τσάρλεστον χειλοποτώντας κοκτέιλ και long drinks με λευκό ρούμι.

MoscowMule

Η βότκα ξεκίναγε το 1947 την κατάκτηση της Αμερικής, χάρη σ’ ένα κοκτέιλ: το «Moscow Mule».

Δεν είχα πιει ίσαμε τότε γουλιά οινοπνεύματος, παρεκτός από μερικά ποτηράκια ερυθριάζοντος ύδατος και κάνα δαχτυλάκι σαμπάνια στα γενέθλιά μου, αλλά οι γνώσεις μου ήταν ήδη ευρύτατες. Μόνο η εξερεύνηση της βοτκίας χώρας με απορρύθμισε. Ανακάλυψα το αλκοόλ αυτό σε μικρή ηλικία, χάρη σε μια σειρά άρθρων σχετικών με την κρυφή ζωή των αρχόντων του Κρεμλίνου και τα ατέλειωτα νυχτερινά τους συμπόσια. Στα χρόνια εκείνα του Ψυχρού Πολέμου, το τι μέρος του λόγου ήταν η βότκα μού φαινόταν ευνόητο: ένα διαβολικό ποτό για καταραμένους. Η έκπληξή μου υπήρξε μεγάλη όταν, λίγο καιρό αργότερα, διάβασα στις σελίδες κάποιου περιοδικού ένα πορτρέτο-συνέντευξη της κόρης του προέδρου των ΗΠΑ. Η Μάργκαρετ Τρούμαν ομολογούσε ότι δεν έβαζε ποτέ στο στόμα της αλκοόλ, παρά μόνο μετά από μια συναυλία (ήταν πιανίστρια), οπότε και πρόσφερε στον εαυτό της μια βότκα-πορτοκάλι. Άλλα αναγνώσματα με πληροφόρησαν ότι η στιγμή που το Σιδηρούν Παραπέτασμα υψωνόταν στην Ευρώπη, η βότκα ξεκίναγε το 1947 την κατάκτηση της Αμερικής, χάρη σ’ ένα κοκτέιλ: το «Moscow Mule» (βάζετε δυο παγάκια σ’ ένα ποτήρι, προσθέτετε το χυμό ενός lime, 6 cl βότκα και συμπληρώνετε με τζιντζιμπίρα). Όλος ανησυχία για την παρακμή της Δύσης, περίμενα τα αμερικάνικα αντίμετρα, όπως την επέλαση των μπάρμεν, τους οποίους δεν αμφέβαλα ότι ο γερουσιαστής Μακάρθι, στο απόγειο τότε του κυνηγιού του των μαγισσών, θα ξεμασκάρευε ως στελέχη δικτύου κατασκόπων της KGB. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Δεν πέρασε μάλιστα πολύς καιρός και οι Ευρωπαίοι κομουνιστές σταμάτησαν την καμπάνια τους εναντίον της βότκας, εναρμονιζόμενοι πλήρως στο πνεύμα των συμφωνιών της Γιάλτας.

Χάρη στον πλατωνικό μου έρωτα για τα ποτά, η γεωστρατηγική δεν είχε πια μυστικά για μένα: η μόδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ενός καλοκαιρινού long drink που άκουγε στο όνομα «Cuba Libre» (3 παγάκια σ’ ένα ποτήρι, 2 cl χυμό lime, 4 cl ρούμι, γεμίζετε με Coca-Cola) με έκανε να διακρίνω ένα ξεπάγωμα στις σχέσεις μεταξύ Κούβας (ρούμι) και ΗΠΑ (Coca-Cola). Το ανήγγειλα στους γνωστούς μου. Δυστυχώς, προέκυψε ο Κόλπος των Χοίρων κι η ιστορία με τους σοβιετικούς πυραύλους. Έμαθα να βάζω νερό στις αναλύσεις μου!

 

151138850400

Στη δεκαετία του ’50, το παγάκι γίνεται η ωραιότερη κατάκτηση της νεογέννητης «καταναλωτικής κοινωνίας».

Sun on the rocks

Ωστόσο, το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Είχα πάρει τον ηλεκτρικό και στον τοίχο κάποιου σταθμού μου φάνηκε ότι είδα κάτι τεράστια ποτήρια με τα χείλη να ιριδίζουν από πρισματικά φώτα. Στο εσωτερικό τους, παγάκια που έμοιαζαν με παγόβουνα έλιωναν κάτω από το βόρειο σέλας. Από πάνω, ένα μνημειακό μπουκάλι, του οποίου το περιεχόμενο έμοιαζε να υπάρχει μόνο και μόνο για να καλύπτει με πορφύρα τις διαφάνειες του ποτηριού… Martini on the rocks! Άλλες μάρκες ακολούθησαν. Μια γλυκιά μουσική ανήγγειλε τη νέα εποχή. Διότι, πίσω απ’ τα παγάκια, επρόκειτο να βουλιάξουν στο σύμπαν των ποτών χιλιάδες ήλιοι, χιλιόμετρα χρυσής άμμου, γαλάζια πέλαγα και άσπρα συννεφάκια…

Σ’ αυτήν τη δεκαετία του ’50, το παγάκι γίνεται η ωραιότερη κατάκτηση της νεογέννητης «καταναλωτικής κοινωνίας». Μέσα στα living-rooms, όπου ακόμα δεν θρονιαζόταν η τηλεόραση, αδειάζαμε αδιάκοπα παγοδοχεία. Το παγάκι αναμόρφωνε το τελετουργικό της κουβέντας και του απεριτίφ, γέμιζε με κρυστάλλινους ζητακισμούς τις τρύπες της συζήτησης, χάριζε λεπτές περιδινήσεις σε στοχασμούς της στιγμής. Μια τέχνη του ζην γεννιόταν κάτω απ’ το χαμηλό φωτισμό των αμπαζούρ. Αν κι ακόμα στοιχίζονταν πάνω στα τραπεζάκια μόνο δυο-τρία μπουκάλια, οι δυνατότητες επιλογής μεγάλωναν. Το περιεχόμενο προσφερόταν «με» ή «χωρίς»: με ή χωρίς πάγο, με ή χωρίς zeste, με ή χωρίς νερό.

Η δεκαετία του ’50 πλησίαζε στο τέλος της. Και άρχιζε μια επανάσταση: εκείνη του ουίσκι. Το ανακάλυψα προτού ακόμα δω έστω κι ένα μπουκάλι…

Για κάποιες άλλες ώρες της ημέρας, αργές μεταλλάξεις συντελούνταν, περνώντας στον αστερισμό του κρύου. Τους ατμούς της καυτής τσαγιέρας τούς αντικαθιστά η πάχνη των παγωμένων ποτηριών. Τα λικέρ, τα οποία φαινόταν πως το ριζικό τους το ’χε να προσφέρονται αποκλειστικά σε κυρίες στο τέλος του δείπνου, ζητάνε ευκαιρία να βγουν από το γκέτο τους. Σερβιρισμένα «on the rocks», βάζουν σε πειρασμό ακόμα και τους άντρες. Σε λίγο, η προσμονή του καλοκαιριού θα κατακλύσει όλες τις εποχές του χρόνου. Οι Έλληνες μαθαίνουν τον παραθερισμό και τα weekends. Το ποτό ριμάρει όλο και περισσότερο με διακοπές, ελεύθερο χρόνο, νιότη, έξω καρδιά. Και μπροστά στο μεσογειακής διαθέσεως βλέμμα μας, ονειρεμένες υπάρξεις αργοπίνουν ηδυπαθώς αστραφτερά μείγματα δίπλα σε πισίνες. Και οι μεν και τα δε στοίχειωναν τα εφηβικά μου όνειρα.

Τα χρόνια πέρναγαν και το σύμπαν των ποτών μεγάλωνε. Στα παγάκια έρχονται να προστεθούν οι φυσαλίδες. Αφρίζουν ψιθυρίζοντας παντού. Η Perrier σέρνει πρώτη το χορό. Ώσπου να ’ρθουν Ξινό νερό και Σουρωτή να αναπληρώσουν το ελληνικό κενό σε πομφόλυγες, για να μη μοιάζει η χώρα ξεθυμασμένη. Με λιβρέα νερού πηγής που απλώς ομόρφαιναν οι ροδέλες του λεμονιού.

Αλλά οι φυσαλίδες πηγαίνουν με τα χρώματα. Για ολόκληρες γενιές τινέιτζερ, αναψυκτικά και κόλες υπήρξαν από τις πρώτες συγκινήσεις μας. Μόνιμοι και φρόνιμοι σύντροφοι των πρώτων μας surprise parties. Κάτω από τις λαχανοειδείς κομμώσεις και όχι μακριά από τα φουρό, ματόκλαδα βαριά από το ρίμελ χαμήλωναν πάνω σε καλαμάκια.

«Κρατούσα πάντα μια ξεχωριστή θέση για το Campari. Το μεγαλόπρεπο πορφυρό του ένδυμα με γοήτευε. Ούτε το μπουκάλι ούτε η ετικέτα του έχουν αλλάξει από το 1860».

«Κρατούσα πάντα μια ξεχωριστή θέση για το Campari. Το μεγαλόπρεπο πορφυρό του ένδυμα με γοήτευε. Ούτε το μπουκάλι ούτε η ετικέτα του έχουν αλλάξει από το 1860».

Μεγκρέ και Μάρλοου

Η δεκαετία του ’50 πλησίαζε στο τέλος της. Και άρχιζε μια επανάσταση: εκείνη του ουίσκι. Σε ό,τι με αφορά, το ανακάλυψα προτού ακόμα δω έστω κι ένα μπουκάλι. Τα αστυνομικά μυθιστορήματα με έκαναν ν’ αναρωτιέμαι τι μπορεί να είναι το σκοτς ή το μπέρμπον. Οι ήρωές μου έπιναν υπερβολικές ποσότητες από δαύτο για να μπορέσω να φανταστώ ότι επρόκειτο για ένα ακόμα «νερό της ζωής». Έκανα απίθανες υποθέσεις για το τι μπορεί να περιείχαν εκείνα τα πλακέ φλασκιά που κρατούσαν πάνω στα φυλλοκάρδια τους ή τα παγούρια στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Το ουίσκι πινόταν αδιακρίτως από έντιμους ιδιωτικούς ντετέκτιβ, από διεφθαρμένους μπάτσους, από νεαρές όγδοες συζύγους ηλικιωμένων δισεκατομμυριούχων και από τους ίδιους τους δισεκατομμυριούχους, μόνον που αυτοί προτιμούσαν τα «παλιά σκοτς». Ήμουνα σε πλήρη σύγχυση. Χάρη στον Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, τον Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμον Τσάντλερ και τον Λέμι Κόσιον του Πίτερ Τσένι, μερικά αινίγματα άρχισαν να ξεδιαλύνονται. Όμως, μου χρειάστηκαν ακόμη χρόνια για να καταφέρω να βρω το δρόμο μου μέσα από τον κυκεώνα των blended, sigle malts, pure malts και κομπανίας.

Η μόδα, στις αρχές των ’60s, ενός long drink που άκουγε στο όνομα «Cuba Libre» με έκανε να διακρίνω ένα ξεπάγωμα στις σχέσεις μεταξύ Κούβας (ρούμι) και ΗΠΑ (Coca-Cola).

Συγκριτικά, η απλότητα ενός εθνικού ποτού όπως το ούζο με σαγήνευε. Βέβαια, ούτε που υποψιαζόμουν την άκρα πολυπλοκότητα των φαινομένων του «θολώματος» και, φυσικά, αδυνατούσα να κάνω τους λεπτούς διαχωρισμούς μεταξύ της ρακής, του τσίπουρου, του ούζου, της μαστίχας και –παρότι διάβαζα μετά μανίας «Μικρό Ήρωα»‒ της τσικουδιάς. Αντιλαμβανόμουν, ωστόσο, ότι ο άντρας ο «πολλά βαρύς» πίνει το ούζο του ανέρωτο, ενώ ο λιμοκοντόρος «on the rocks». Οποία έκπληξις όταν στα σέβεντις ανακάλυψα ότι η πανίδα των φρικιών είχε καταφέρει να συνδυάσει αμερικανική κουλτούρα, ελληνική παράδοση και άδεια τσέπη, πίνοντας αποκλειστικά ούζο με πορτοκαλάδα.

fix_hellas_beer_02

«Μαθαίναμε ότι στο εξωτερικό υπήρχαν χιλιάδες μπίρες, όλων των ειδών και αποχρώσεων, ενώ σε μας εδώ υπήρχε μόνο μία, η ΦΙΞ».

Όσο για την μπίρα, αυτή πήγαινε καιρός που είχε κατέβει απ’ το βορρά. Με τη διαφορά ότι τότε υπήρχε μόνο μία, η ΦΙΞ, και μας είχε βγει από τη μύτη. Μαθαίναμε ότι στο εξωτερικό υπήρχαν χιλιάδες μπίρες, όλων των ειδών και αποχρώσεων. Ότι τις πίνανε ζεστές και σε απίστευτες ποσότητες. Ότι είχαν τους δικούς τους οπαδούς, εξίσου ευρυμαθείς και απαιτητικούς με τους οινογνώστες, και τους δικούς τους ναούς, όπου μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα συγκρίνονται μέχρι βαθείας νυκτός τα προσόντα τους. Ως ξελογιασμένος νεοφώτιστος, απολάμβανα την μπίρα μου μέσα απ’ τις σελίδες του Σιμενόν, ανάκατη με τη μυρωδιά των μουσκεμένων ρούχων του επιθεωρητή Μεγκρέ, τον οποίο τα ίχνη είχαν οδηγήσει σε κάποιο καπηλειό, δίπλα σ’ ένα κανάλι πνιγμένο στην ομίχλη. Την ξαναβρίσκω σήμερα μέσα απ’ τις σελίδες των περιοδικών. Επειδή οι Έλληνες είναι δεξιοί αριστερής ιδεολογίας, άρχισαν τελικά να πίνουν μπίρα, κι ας μην πάει με το κλίμα. Ο ζύθος καταργεί την πάλη των τάξεων και τις ώρες της ημέρας. Είναι οικονομικός, είναι cool και δεν τον ακούς να κατεβαίνει. Με δυο λόγια, είναι το μόνο ποτό που πίνεται χωρίς λόγο.

 

Πες μου τι πίνεις να σου πω ποιος είσαι

Πάνω στα χαμηλά τραπεζάκια και γύρω απ’ το παγοδοχείο, ο αριθμός των μπουκαλιών όλο και μεγάλωνε. Μέσα στο μυαλό μου σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους ανά γενιά. Στο κέντρο, τα μοναδικά γνωστά απεριτίφ της δεκαετίας του ’40: το Ambassadeur και το Dubonnet, που ’χαν μέσα κινίνο, τα μεγάλα βερμούτ, όπως το Martini, το Cinzano ή το Noilly-Prat, στα οποία ήρθαν να προστεθούν τα έτοιμα αμερικάνικα, όπως το Gancia. Γύρω τους τα φυσικά γλυκά κρασιά: Μαυροδάφνη, Σαμιώτικο, Muscat γειτόνευαν με τα πορτό, τα σέρι, τα μαδέρα και, τσόντα, το αναπόφευκτο Κουμ-Κουάτ και το αλήστου μνήμης Cynar με καρδιά αγκινάρας. Στον επόμενο κύκλο, οι άσπονδοι φίλοι: ρακές και ουίσκι που πλήθαιναν συνεχώς. Σειρά μετά είχαν οι βότκες. Και, πιο πρόσφατα, κάτι κάνουν κι οι τεκίλες.

Κρατούσα πάντα μια ξεχωριστή θέση για το Campari. Το μεγαλόπρεπο πορφυρό του ένδυμα με γοήτευε, ιδιαίτερα από τότε που ’μαθα ότι οφειλόταν στο κρεμέζι. Ούτε το μπουκάλι ούτε η ετικέτα του έχουν αλλάξει από το 1860. Κι επιπλέον, στάθηκε η αφορμή για ν’ ανακαλύψω ότι τα απεριτίφ ή τα λικέρ δεν είναι καθόλου αδρανή σώματα. Ένας κεραυνός, ένα αεροπλάνο που σπάει το φράγμα του ήχου πάνω απ’ τους κάδους καθυστερούν για βδομάδες την ολοκλήρωση της παρασκευής. Όπως τα μεγάλα κρασιά, κάνουν ζωηρότατες διαλογικές συζητήσεις με τη μητέρα Φύση.

Τα ποτά όλο και λιγότερο πίνονταν στην ίδια κατάσταση με αυτή στην οποία βρίσκονταν βγαίνοντας απ’ το μπουκάλι. Το long drink ξεκινάει την καριέρα του. Σε αυτό αποκρυσταλλώνονται συγκεχυμένες φιλοδοξίες, οι οποίες δυστυχώς δεν έχουν βρει τους κοινωνιολόγους τους που θα ξεμπλέξουν το κουβάρι. Ορισμένοι (ερασιτέχνες) το θεωρούν εκδήλωση σκοτεινών και επονείδιστων επιθυμιών standing. Άλλοι ανιχνεύουν έναν ασυνείδητο οικολογισμό. Άλλοι, πάλι, διαβλέπουν μια αναζήτηση των χαμένων ήχων της παιδικής ηλικίας, όπως το κελάρυσμα της πηγής στο βάθος του κήπου.

Η δική μου κοινωνιολογία το μόνο που έβρισκε σε όλα αυτά ήταν μια αυξανόμενη επιθυμία ευπραγίας. Μεταξύ χίλιων συνδυασμών, δυνατών χάρη σε καμιά δεκαριά συστατικά, προσφέρεται ένας συγκεκριμένος που αυτόματα φαντάζει μοναδικός. Είναι το πρελούδιο της δοσοληψίας «Πες μου τι πίνεις να σου πω ποιος είσαι». Πράξη απλή, λιγότερο περιεσκεμμένη από αυτή ενός γεύματος, η προσφορά ενός ποτηριού δεν σηκώνει τη μετριότητα ούτε λάθη στην αναλυτική διαδικασία. Ολόκληροι δάσκαλοι σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων ή δονζουανισμού αποδεικνύονται ενίοτε άθλιοι τεχνίτες. Με δυο λόγια, στο σύμπαν των ποτών υπάρχει βαθιά συναίσθηση της ανθρώπινης ανάγκης.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top