Αν και είναι κάποια χρόνια στην ελληνική αγορά, το Benriach (προφέρεται Μπενρίαχ, με βαθύ χ, από το λαιμό) δεν έχει ακουστεί ιδιαίτερα (λέτε να φταίει η προφορά;). Η αγορά έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, και ήδη υπάρχει πληθώρα δημοφιλών επιλογών στο χώρο των ουίσκυ που μας έρχονται από το Speyside της Σκωτίας, οπότε δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Παρόλα αυτά, το event για pairings Benriach με την κουζίνα της Έλενας Καπέρδα στο Fine Mess Smokehouse, με την παρουσία του Stewart Buchanan, global brand ambassador της εταιρείας, ήταν ευκαιρία να θυμηθώ κι εγώ λίγο καλύτερα το συγκεκριμένο ουίσκυ, και το Fine Mess είναι ένα μαγαζί που εκτιμώ ιδιαίτερα.
Το Benriach είναι, λοιπόν, ένα Speyside Single Malt. Η περιοχή Speyside γενικά έχει να προσφέρει ουίσκυ χωρίς ιδιαίτερο καπνό (όχι πως δεν υπάρχουν και peated επιλογές), με πολλά φρούτα στην παλέτα, κυρίως μήλο και αχλάδι. Από άλλες γεύσεις περιμένει κανείς συνήθως γλυκά αρώματα όπως μέλι, και κάποια μπαχαρικά, με σχετικά συχνό χαρακτηριστικό κάποιες πιο πιπεράτες νότες.
Η σειρά με την οποία δοκιμάσαμε τις ετικέτες είναι η εξής: Benriach The Original Ten, Benriach The Smokey Ten, Benriach The Twelve, Benriach The Smokey Twelve, Benriach The Sixteen, Benriach The Twenty One. Από το νεότερο προς το πιο παλαιωμένο, και άρα μάλλον, από το ελαφρύτερο στο βαρύτερο, με τα καπνιστά ανάμεσα.
Το γεύμα ξεκινάει λοιπόν με το απλό 10 ετών ουίσκυ τους, συνοδευμένο με Kimchi Fried Rice σερβιρισμένο με καβουροσαλάτα. Ξεκινώντας από το ουίσκυ, έχουμε ένα κλασικό Speyside. Αρκετό μήλο, βανίλια, κάτι από toffee στη μύτη, παλαιωμένο σε βαρέλια Oloroso Sherry, που διαπιστώνεται και στη γεύση έντονα. Επίσης τη γεύση κατακτά μια έντονη καραμέλα μαζί με το ξύλο, όχι πολύ γλυκιά όμως, σαν σκούρα, ελαφρώς αλατισμένη. Όπως θα περίμενε κανείς από ένα Speyside. Θα το σύστηνα σε έναν φανατικό της συγκεκριμένης περιοχής αποστακτηρίων που δεν το έχει δοκιμάσει, αλλά δεν θα έβγαινα από το δρόμο μου για να πάρω. Το pairing ήταν πολύ ωραίο, κρύο, σχετικά ανάλαφρο, με την μπαχαρώδη ουμάμι θαλασσινή αίσθηση των υλικών, να αναδεικνύει ωραία κάποιες από τις νότες όπως την καραμέλα, καθώς τους δημιουργούσε ένα δεύτερο επίπεδο πολυπλοκότητας.
Στο δεύτερο πιάτο, με το Benriach The Smokey Ten είχαμε ένα καπνιστό σκουμπρί, με σάλτσα από τον ζωμό του, και καπνιστό βούτυρο. Το ουίσκυ ήταν για μένα μια σαφώς βελτιωμένη εκδοχή του προηγούμενου, πιο όξινο μεν στη μύτη, αλλά ακόμη με έμφαση στα φρούτα, και δη το μήλο. Ήπια αλλά γεμάτη γεύση. Ξύλο και καπνός, φυσικά, αλλά η παλαίωση και σε βαρέλια από τζαμαϊκανό ρούμι, φέρνει όμορφο φρουτώδες αρωματικό συμπλήρωμα που γεμίζει ωραία τα κενά από τις εντάσεις των άλλων γεύσεων. Το σκουμπρί ήταν υπέροχα εκτελεσμένο. Είχε την δυσκολία της πρώτης ύλης για όποιον δε μπορεί τα πιο έντονα θαλασσινά, αλλά η σάλτσα το έδενε εξαιρετικά προσθέτωντας τη λιπαρότητα και μια ευχάριστη αναζωογονητική οξύτητα που σίγουρα χρειάζεται ένα καπνιστό ψάρι. Το pairing επίσης δούλευε, ανατρεπτικά, καθώς εδώ το πιάτο δημιουργούσε εντάσεις που το ουίσκυ ερχόταν να σβήσει νόστιμα, μέσα στη φρουτώδη, ελαφρώς καπνιστή παλέτα του.
Ανεβαίνοντας ηλικία, το 12 ετών απόσταγμά τους, σερβιρίστηκε με μια tarte tatin εσαλότ με κρέμα γκοργκονζόλα. Το ουίσκυ ήταν το δεύτερο αγαπημένο μου της βραδυάς, και σίγουρα το προσωπικό αγαπημένο από τις νεότερες ετικέτες τους. Ο Stewart Buchanan το χαρακτήρισε μια τούρτα Black Forest σε ουίσκυ, και καταλαβίνω ακριβώς γιατί. Νότες σοκολάτας, οξύτητες βύσσινου από την παλαίωση σε βαρέλια Pedro Himenez sherry, και έντονη γεύση από τα δρύινα βαρέλια που επίσης παλαιώνεται -το οποίο οριακά θυμίζει ξηρούς καρπούς. Ένα πολύ ωραίο ουίσκυ για κάθε περίσταση, το προτείνω και σε αναλογία ποιότητας τιμής. Η τάρτα ήταν μαλακή, και δεν υπήρχε αυτό το ωραίο τραγανό στοιχείο που συνήθως αναδεικνύει τις τάρτες, ενώ ίσως ήταν υπερβολικά γλυκιά για το ουίσκυ λόγω της φυσικής γλυκύτητας των εσαλότ. Στην προσωπική μου άποψη το pairing δεν έβγαζε τόσο νόημα, κυρίως έφερνε τις πιο όξινες νότες του ουίσκυ όπως το βύσσινο στο προσκήνιο, δηλαδή το αναμενόμενο.
Το Benriach The Smokey Twelve δεν μπόρεσε να σταθεί αντάξια στο συνομήλικο ξαδερφάκι του. Βγάζει τα βαρέλια Oloroso και Marsala που χρησιμοποιούν με ωραίο τρόπο, η καπνιστή μύτη του υπόσχεται πολλά, αλλά στη γεύση δεν νιώθω ότι ανταπεξέρχεται. Έντονο ξύλο, τα γνωστά, Speyside αρώματα από μήλα και αχλάδια, μελένιες νότες που αναδεικνύονται από τον καπνό, αλλα συνολικά μια συμπαθητική γεύση από ένα συμπαθητικό ουίσκυ. Σερβιρίστηκε με μία πίτα με πέρδικα, γαρνιρισμένη με κανθαρέλλες. Τα μανιτάρια ήταν εξαιρετικά γευστικά, και η πίτα είχε μαγειρευτεί ωραία, κρύβοντας τη γεύση του κυνηγιού που έχει συνήθως η πέρδικα σε ένα πολύ νόστιμο πιάτο. Δυστυχώς η πίτα είχε σερβιριστεί μέσα στη σάλτσα της με αποτέλεσμα να μουλιάσει γρήγορα, κάτι που έκανε το πιάτο σταδιακά λίγο πιο δυσάρεστο στην υφή, αλλά πάντα νόστιμο. Το pairing ήταν ωραίο, με την ουμάμι ελαφρώς γλυκιά γεύση της πίτας να φέρνει στα ίσια τους τις sherry νοτες από τα βαρέλια, και να αναδεικνύει περαιτέρω τον καπνό.
Το 16 χρονών Benriach είναι για μένα η επιτομή της γλυκιάς προσέγγισης των παλαιωμένων Speyside. Γλυκιά μύτη με ξύλο, βανίλια, και (μαντέψτε) μήλα, ίσως κάποια ελαφριά βοτανικά αρώματα τσαγιού. Γεύση βουτυρένιο μήλο, θυμίζει apple crumble και μέλι. Για pairing είχε ένα Beef Short Rib, σιγομαγειρεμένο στον καπνό, με πουρέ κάστανο και μια μαγιονέζα μεδούλι, ίσως η πιο νόστιμη έκπληξη της βραδυάς. Ωραία μαριναρισμένο, αλμυρό στην κρούστα, ισορροπημένο μέσα, με τον πουρέ κάστανο να δίνει τη σωστή γλυκύτητα για να ισορροπήσει το πιάτο. Σαν pairing ήταν καλό, αλλά το πιάτο ήταν μακράν ο βασιλιάς του pairing, οδηγώντας το ουίσκυ σε ρόλο κομπάρσου. Να πούμε εδώ, ότι στο slow and low, το Fine Mess δεν παίζεται.
Το τελευταίο ουίσκυ του σετ, το Benriach The Twenty One, ο 16χρονος προκάτοχός του ενηλικιώνεται και δημιουργεί το αγαπημένο μου ουίσκυ της βραδυάς, παρόλο που δεν προτιμάω τα πολύ γλυκά ουίσκυ. Με έντονα γλυκιά μύτη, που είναι σαν να μυρίζεις φρεσκοψημένη μηλόπιτα, και γεύση γλυκιά, αντίστοιχη, με μήλο και γλυκά μπαχαρικά, βανίλια και λίγο αχλάδι (το μυστικό της νοικοκυράς). Στη γεύση όμως έρχεται και μια ωραία μεστή “σταχτένια” καπνιστή ξηρότητα που το ανεβάζει για εμένα τρια επίπεδα, θυμίζοντάς σου: “ουίσκυ ήρθαμε να πιούμε, γλυκό πάρε να φας”. Και όντως, σερβιρίστηκε με ένα νοστιμότατο sticky toffee pudding με παγωτό spiced apple, που σε έκανε να θες να το πας μπουκιά – γουλιά, αφημένος κάθε φορά, σε μια νέα μικρή αποκάλυψη της ίδιας γεύσης.
Διαβάστε ακόμα: Διάσημοι on the rocks. Πέντε σταρ που (μάλλον) δεν ήξερες ότι έχουν ποτό με την υπογραφή τους.