Albert-Fourié.-Un-repas-de-noces-à-Yport.1886

«Γαμήλιο γεύμα στο Υπόρ» του Albert Auguste Fourie, 1886.

«Είχαν στρώσει το τραπέζι στο υπόστεγο του αμαξοστάσιου. Ήταν πάνω στο τραπέζι τέσσερα ροσμπίφ, έξι πιατέλες κοτόπουλα με σάλτσα, μοσχάρι της κατσαρόλας, τρία μπούτια, και στη μέση ένα ωραίο γουρουνάκι, τριγυρισμένο από τέσσερα λουκάνικα από ξινήθρα. Στ’ άκρα του τραπεζιού στέκονταν ορθές οι καράφες με το ρακί. Ο γλυκός μηλίτης στις μπουκάλες ανέβαζε τον πυκνό αφρό γύρω στους φελλούς και όλα τα ποτήρια ήταν από πριν γεμάτα κρασί ώς τα χείλη. Μεγάλες πιατέλες γεμάτες κίτρινη κρέμα, που κυμάτιζε μόνη της με το παραμικρότερο σάλεμα του τραπεζιού, έδειχναν απάνω στη γυαλιστερή τους επιφάνεια τα αρχικά γράμματα των ονομάτων των νεονύμφων, σχεδιασμένα σαν ψιλά αραβουργήματα.

Είχαν φέρει έναν ζαχαροπλάστη από το Υβετό για τις τούρτες και τα αμυγδαλωτά: κι αυτός, γιατί ήταν νιόφερτος στον τόπο, είχε βάλει όλη την προσοχή του· κι έφερε ο ίδιος στο τραπέζι, στα επιδόρπια, ένα ζαχαρένιο οικοδόμημα, που έκανε όλους να φωνάξουν· στη βάση ήταν ένα τετράγωνο από γαλάζιο χαρτόνι που παρίστανε μία εκκλησία με τα περιστύλιά της, τις κολόνες της, τ’ αγαλματάκια της από γύψο τριγύρω μέσα σε βαθουλώματα πλουμισμένα μ’ αστέρια από χρυσόχαρτο· και στο δεύτερο πάτωμα στεκόταν όρθιος ένας πύργος από ισπανικό γλύκισμα, τριγυρισμένος από μπιντίνια, από αμύγδαλα, σταφίδες και κομμάτια πορτοκάλι· και, τέλος, πάνω στο τελευταίο ηλιακό, που ήταν ένα πράσινο λιβαδάκι με βράχους, με λιμνούλες από κομπόστα και με πλοία από λευκά καρυδότσεφλα, δειχνόταν ένας μικρός Ερωτιδεύς μέσα σε μια σοκολατένια ανεμοκούνια, που οι δύο της παραστάτες τελείωναν σε δύο φυσικά μπουμπουκιασμένα ρόδα, σαν δύο τοπία, στην κορυφή τους.
Έτρωγαν ως το βράδυ.»

Γουσταύος Φλωμπέρ, «Μαντάμ Μποβαρύ», εκδ. Γράμματα, 1991, μτφ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης.

Όπως επιγραμματικά σημειώνει ένας από τους αδελφούς Goncourt: «Ο λαός κολατσίζει, ο αστός γευματίζει, ο ευγενής δειπνεί».

Ένα ταξιδάκι στο 19ο αι. πού ‘χε απίστευτη εμμονή με το φαγητό. Από εγχειρίδια ευζωίας έως εξεζητημένους τσελεμεντέδες, από αναφορές των αστυνομικών αρχών για νοθευμένα τρόφιμα έως παιδευτικά συγγράμματα για τη νεολαία. Οι εύπορες τάξεις, απελευθερωμένες από το «φόβο της έλλειψης», μετατρέπουν το γεύμα σε τελετουργία και το συνοδεύουν μ’ ένα διατροφικό λόγο ηδονιστικό και κανονιστικό συνάμα.

Το μεγάλο ρεαλιστικό μυθιστόρημα της εποχής, με τον Flaubert, τον Zola, τον Maupassant, τον Huysmans, δεν περιορίζεται στο να καταγράψει μόνο αυτήν την πραγματικότητα, αλλά την ξεψειρίζει κυριολεκτικά, την ανατέμνει, την αναγνωρίζει ως το αμεσότερο καθρέφτισμα του πολιτισμού.

Στις σκηνές γύρω από ένα τραπέζι, δεν μιλάει λεπτομερώς μόνο για τα πιάτα, αλλά και για ερωτικούς δεσμούς, κοινωνικές σχέσεις και οικονομικές ανισότητες. Όπως επιγραμματικά σημειώνει ένας από τους αδελφούς Goncourt: «Ο λαός κολατσίζει, ο αστός γευματίζει, ο ευγενής δειπνεί».

Κι ο Φλωμπέρ (1821-1880), ως περιώνυμος λάτρης του καλού φαγητού, αλλά και ως μέγας καταγραφεύς της ανθρώπινης βλακείας, γίνεται ο οικοδεσπότης μας πότε στο Χρυσό Σπίτι της «Συναισθηματικής Αγωγής», πότε στα οργιαστικά συμπόσια του «Σαλαμπό», πότε στο χορό όπου η Έμα Μποβαρύ ανακαλύπτει το πάθος και τον πόθο της για όσα δεν έχει.

 

Διαβάστε ακόμα: Εγκώμιο στην αγελάδα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top