Θα είμαι σύντομος. Λίγα ψαροφαγικά εστιατόρια του ελληνικού αρχιπέλαγους (μπορεί και της ηπειρωτικής χώρας) ισορροπούν τόσο αρμονικά ανάμεσα σε καρτ-ποσταλική θέση, την αγνή φιλόξενη διάθεση και τη μαγειρική αρτιότητα. Και εξηγούμαι.
Στον «Μύλο» τα θαλασσινά καλούδια του Αιγαίου συναντούν ποικιλία παρασκευών και τεχνικών, που αντλούν επιρροές από την Ιταλία έως την Ιαπωνία, για να επανανοηματοδοτήσουν την ελληνικότητα με παιχνιδιάρικο αλλά και άκρως ουσιαστικό τρόπο. Οι πρώτες ύλες κόβονται, αποξηραίνονται, ωριμάζουν, ζυμώνονται, μεταμορφώνονται σε «αλλαντικό», ζυμαρικό ή πολλές φορές και στη«γυμνή» εκδοχή τους.
Στον «Μύλο» βρίσκει κανείς μια σαφή έκφραση θαλασσινού fusion που δε στερεί την ανάγκη της οικειότητας. Που δεν φλυαρεί, δεν προσποιείται, αλλά παντρεύει την ουσία των συνιστωσών για να δημιουργήσει μία συνισταμένη που καταφέρνει ταυτόχρονα να εκπλήσσει αλλά και να είναι οικεία στον ουρανίσκο.
Και όλα αυτά την ώρα που ο ήλιος λούζει με χρυσό φως το αρχιτεκτονικά εκλεκτικιστικό κόλπο της Αγίας Μαρίνας, υπό τη θέρμη του οικοδεσπότη Γιώργου και της παρέας του. Ο Γιώργος Κουτσουνάρης μπροστά και ο αδερφός του Μάριος πίσω από την κουζίνα.
Ο «Μύλος» είναι ένας εστιατορικός προορισμός έχοντας ήδη τοποθετήσει τη Λέρο στον γαστρονομικό χάρτη και πλέον δημιουργήσει τη δική του «σχολή». Σίγουρα είναι μια γευστική ανάμνηση, που θα συνοδεύει τον επερχόμενο χειμώνα, θα προσκαλεί σε αναπόληση και θα καλλιεργεί την προσδοκία του επόμενου καλοκαιριού για μία επόμενη επίσκεψη.
Διαβάστε ακόμα: Lure, γαστρονομικό «μακροβούτι» στο γαλάζιο της Σαντορίνης.