Ο Πυθαγόρας, ο πρώτος χορτοφάγος, σε εικονογράφηση του Gerardo Alba.

Επιδοκιμασμένη από τους μονοθεϊστές, η ιδέα είναι μια μπριζόλα σκληρή σαν σόλα: το ζώο είναι κατώτερο από τον άνθρωπο. Αμφισβητείται το 1970, όταν εμφανίζεται η ιδεολογία του αντισπισισμούαντιειδισμού, antispeciesism). Όμως, μεγάλες μορφές της Ιστορίας είχαν αγανακτήσει με τη μοίρα που επιφυλάσσουμε στο ζώο πολύ πριν αναδυθεί αυτό το ρεύμα σκέψης.

Από τον Πυθαγόρα ώς τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, περνώντας από τον Ρουσσώ ή τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ένα σωρό διανοούμενοι είχαν πάρει θέση κατά της κατανάλωσης ζώων. Από την Αρχαιότητα έως σήμερα, διερωτώμαστε σχετικά με την ηθική μας ευθύνη απέναντι στα ζωντανά. Να λοιπόν ένα μικρό ιστορικό εκείνων που υπήρξαν χορτοφάγοι προ ώρας.

 

O Πυθαγόρας υποστήριζε τη θεωρία της μετεμψύχωσης, το πέρασμα μιας ψυχής σε κάποιο άλλο σώμα. Άρα, πώς θα μπορούσε να τρώει κρέας;

1. Ο πρώτος ήταν ο Πυθαγόρας

Δεν σώζεται τίποτα από τα γραπτά του Πυθαγόρα, ο οποίος έζησε τον 6ο αι. π.Χ. Αλλά, ο Οβίδιος, στις Μεταμορφώσεις του τον 1ου αι. μ.Χ. μας μεταφέρει τα διδάγματα του προσωκρατικού φιλοσόφου, γνωστού από το θεώρημά του. Ορίστε λοιπόν η διατριβή του κατά των καταναλωτών κρέατος:

«Απέχετε, θνητοί, από του να μιαίνετε το σώμα σας με βδελυρά τρόφιμα. […] Η γη, μεγαλόδωρη στους θησαυρούς της, σας χαρίζει εξαίσια εδέσματα. Σας προσφέρει φαγητά που δεν πληρώνονται με φόρο αίματος. Είναι τα κτήνη εκείνα που χορταίνουν την πείνα τους με σάρκα, και πάλι όχι όλα, γιατί τα άλογα, τα πρόβατα και τα βόδια τρέφονται με χορτάρι. Μόνον τα φύσεως αιμοβόρα και άγρια θεριά, οι τίγρεις της Αρμενίας, τα οργίλα λιοντάρια, οι λύκοι, οι αρκούδες, αρέσκονται στην αιμάσσουσα τροφή. Δυστυχώς!

«Εν μέσω όλου αυτού του πλούτου που παράγει η γη, εσύ αντλείς ικανοποίηση συνθλίβοντας με τα σκληρά σου δόντια τα φρικτά απομεινάρια των θυμάτων σου σαν τους Κύκλωπες;», έλεγε ο Πυθαγόρας.

Δεν είναι κρίμα να καταπίνεις σωθικά στα σωθικά σου, να παχαίνεις το λαίμαργο κορμί σου με ένα σώμα που ανάλωσες και να διατηρείς τη ζωή μέσα σου διά του θανάτου ενός άλλου έμβιου όντος; Λοιπόν τι; Εν μέσω όλου αυτού του πλούτου που παράγει η γη, η καλύτερη μητέρα, εσύ αντλείς ικανοποίηση συνθλίβοντας με τα σκληρά σου δόντια τα φρικτά απομεινάρια των θυμάτων σου σαν τους Κύκλωπες;»

Στο βιβλίο Η ηθική των ζώων που εκδόθηκε το 2008, Ο φιλόσοφος Jean-Baptiste Jeangène Vilmer εξηγεί τους λόγους της χορτοφαγίας του Πυθαγόρα, δεδομένου ότι ο τελευταίος υποστήριζε τη θεωρία της μετεμψύχωσης, το πέρασμα μιας ψυχής σε κάποιο άλλο σώμα: «Έμμεσα δηλώνει το σεβασμό του στον άνθρωπο, αφού σύμφωνα με τη θεωρία του, είναι δυνατόν το σκοτωμένο ή βασανισμένο ζώο να φιλοξενεί την ψυχή κάποιου οικείου».


 

«Για λίγο κρέας, αφαιρούμε τη ζωή από τα ζώα, τον ήλιο, το φως, και μια πορεία που τους έχει προδιαγραφεί από τη φύση», έλεγε ο Πλούταρχος.

Kατά τον Πλούταρχο η κατανάλωση κρέατος από τους συγχρόνους του εξηγείται από την εγωιστική απόλαυση του στόματος και όχι από την αναγκαιότητα διατροφικής επάρκειας,

2. Για τον Πλούταρχο, οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν έχουν κανένα λόγο να σκοτώσουν για να τραφούν

Ήταν χορτοφάγος ο Πλούταρχος; Όπως και νά ‘χει, για τον φιλόσοφο και ηθικολόγο του 1ου αι. μ.Χ., η κατανάλωση κρέατος από τους συγχρόνους του εξηγείται από την εγωιστική απόλαυση του στόματος και όχι από την αναγκαιότητα διατροφικής επάρκειας, όπως συνέβαινε με τους πρωτόγονους: «Εμείς, άνθρωποι πολιτισμένοι που ζούμε σε καλλιεργημένα εδάφη, πλούσια, άφθονα, δεν έχουμε κανένα λόγο να σκοτώσουμε για να φάμε», σχολιάζει στη σύντομη πραγματεία του Περί σαρκοφαγίας (De esu cranium).

«Αν επιμένεις να ισχυρίζεσαι ότι η φύση έκανε τον άνθρωπο να τρώει κρέας, πήγαινε και σκότωσέ το μόνος σου […] δίχως να χρησιμοποιήσεις μαχαίρι […], σκότωσέ μου ένα βόδι με τα δόντια σου, ή ένα γουρούνι, ξέσκισε ένα αρνί ή ένα κουνέλι με τα νύχια σου, και φάτο έτσι ζωντανό, όπως κάνουνε τα ζώα».

Στο ίδιο κείμενο, ο Πλούταρχος πλέκει επίσης το εγκώμιο της ενάρετης φύσης των κτηνών: «Τίποτα δεν μας συγκινεί, ούτε το όμορφο χρώμα ούτε η γλύκα της φωνής ούτε η λεπτότητα του πνεύματος ούτε η καθαρότητα του ζην ούτε η ζωηράδα των αισθήσεων και η διάνοια των δύστυχων ζώων. Για λίγο κρέας, τους αφαιρούμε τη ζωή, τον ήλιο, το φως, και μια πορεία που τους έχει προδιαγραφεί από τη φύση».


 

«Τα πράγματα που τρώμε αφού τα σκοτώσουμε, σε όσους τα εκτρέφουν θα επιφέρουν βάρβαρο θάνατο μέσα από βασανισμούς», προφήτευε ο Ντα Βίντσι.

«Ο άνθρωπος και τα ζώα δεν είναι παρά ένα πέρασμα κι ένα κανάλι για τις τροφές, ένα νεκροταφείο για άλλα ζώα, ένα πανδοχείο νεκρών που συντηρούνται στη ζωή χάρη στο θάνατο του άλλου, ένα θηκάρι σήψης», έλεγε ο Ντα Βίντσι.

3. Λεονάρντο ντα Βίντσι: όπως κι οι Ινδουιστές, δεν έτρωγε τίποτα που να περιέχει αίμα

Με το πέρας της Αρχαιότητας, ανοίγει μια μακρά και αυστηρή μεσαιωνική παρένθεση σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ζώων. Το επισημαίνει ο Vilmer: «H πανταχού παρουσία του χριστιανισμού παραλύει τη σχέση ανθρώπου και ζώου εντός μιας αυστηρής ιεραρχίας, η οποία συνιστά κυριαρχία. Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης επιμένει στη διαφορά φύσης μεταξύ ανθρώπου και ζώου, του οποίου η ψυχή δεν είναι αθάνατη: πώς το ζώο θα μπορούσε να προσδοκά αιωνιότητα αν δεν δύναται να προσευχηθεί;»

Πρέπει λοιπόν να περιμένουμε την Αναγέννηση για να επανεμφανιστούν οι αρχαίες αντιλήψεις υπέρ των ζώων και μάλιστα διά χειρός Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ήταν χορτοφάγος; Έχει γίνει πολύς λόγος για το θέμα, ακόμα κι αν το επιβεβαιώνουν δύο από τους βιογράφους του, ο συγγραφέας Serge Bramly και ο ιστορικός τέχνης Jean Paul Richter. Ο τελευταίος παραθέτει τα λόγια του εξερευνητή Andrea Corsali, ο οποίος σε μια επιστολή που απηύθυνε στον κυβερνήτη της Φλωρεντίας Τζουλιάνο των Μεδίκων γράφει: «Κάποιοι άπιστοι ονόματι Ινδουιστές δεν τρώνε τίποτα που να περιέχει αίμα, και δεν επιτρέπουν να πληγώνουμε τα έμβια όντα, όπως ο δικός μας Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Πράγματι, στη 12τομη συλλογή του σχεδίων και σημειώσεων, την οποία τιτλοφόρησε Codex Atlanticus, και όπου καταγράφει τους στοχασμούς του πάνω στο θάνατο και τη μακροβιότητα, ο Λεονάρντο λέει: «Ο άνθρωπος και τα ζώα δεν είναι παρά ένα πέρασμα κι ένα κανάλι για τις τροφές, ένα νεκροταφείο για άλλα ζώα, ένα πανδοχείο νεκρών που συντηρούνται στη ζωή χάρη στο θάνατο του άλλου, ένα θηκάρι σήψης».

Στις ίδιες αυτές σημειώσεις, ο πιο διάσημος των Φλωρεντινών ζωγράφων προφητεύει για «τα πράγματα που τρώμε αφού τα σκοτώσουμε» ότι «σε όσους τα εκτρέφουν θα επιφέρουν βάρβαρο θάνατο μέσα από βασανισμούς».


 

«Το κριτήριο που πρέπει να διέπει τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι η δυνατότητα να υποφέρουν», σημείωνε ο Ρουσσώ.

O Ρουσσώ διατεινόταν πως το κτήνος έχει το δικαίωμα να μην το κακομεταχειρίζονται γιατί, όπως και ο άνθρωπος, είναι ικανό να υποφέρει.

4. Για τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, από τη στιγμή που τα ζώα πονάνε, οι άνθρωποι έχουν ηθικό χρέος απέναντί τους

Ο Ρουσσώ, ο φιλόσοφος του ανθρώπου και της φύσης, παίρνει τη σκυτάλη για να ενισχύσει τις βάσεις της μοντέρνας ηθικής περί των ζώων. Διατυπώνει την άποψη ότι το κτήνος έχει το δικαίωμα να μην το κακομεταχειρίζονται γιατί, όπως και ο άνθρωπος, είναι ικανό να υποφέρει. Το κριτήριο που πρέπει να διέπει τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και ζώου δεν είναι πλέον η πνευματική ανωτερότητα, αλλά η δυνατότητα να υποφέρουν, η οποία είναι κοινή και για τους δύο.

Στην πραγματεία του Περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους (1755), ο Ρουσσώ γράφει: «Φαίνεται πράγματι ότι, αφού είμαι υποχρεωμένος να μην κάνω κακό στον συνάνθρωπό μου, δεν είναι τόσο επειδή είναι ένα λογικό ον αλλά γιατί είναι ένα αισθαντικό ον μια ιδιότητα που, όντας κοινή στο θηρίο και τον άνθρωπο, θα πρέπει τουλάχιστον να δίνει το δικαίωμα στο ένα να μην το κακομεταχειρίζεται άσκοπα ο άλλος».


 

«Από τα ζώα λείπει μόνον ο λόγος. Αν τον είχαν, θα τολμούσαμε να τα σκοτώσουμε και να τα φάμε;», σημειώνει στα Άπαντά του ο Βολταίρος.

Το θέμα του ζώου επιτρέπει στον Βολταίρο να εξετάσει υπό μια νέα οπτική γωνία την προέλευση του κακού ή την εγκυρότητα του ανθρωποκεντρισμού.

5. Για τον Βολταίρο, τα ζώα είναι σαν αδέλφια μας

Ο Βολταίρος, κεντρική μορφή του Διαφωτισμού, δεν αφιέρωσε πολλές σελίδες στα ζώα του σφαγείου. Παρόλ’ αυτά, αποτελούν ένα ομοιογενές corpus, το οποίο μαρτυρεί μεγάλο ενδιαφέρον για το ζήτημα των ζώων σε σημείο να διαπραγματεύεται ρητά τη χορτοφαγία. Το θέμα του ζώου τού επιτρέπει να εξετάσει υπό μια νέα οπτική γωνία την προέλευση του κακού ή την εγκυρότητα του ανθρωποκεντρισμού. Η επίκληση, ακόμη και η υπεράσπιση, της χορτοφαγίας θα εξυπηρετεί επίσης πολύ συχνά την υπόθεση του αντικληρικαλισμού.

Απόδειξη αυτό το απόσπασμα του 1772 από τα Άπαντά του: «Τους λείπει μόνον ο λόγος. Αν τον είχαν, θα τολμούσαμε να τα σκοτώσουμε και να τα φάμε; Θα τολμούσαμε να διαπράξουμε αυτές τις αδελφοκτονίες; Ποιος είναι ο βάρβαρος που θα μπορούσε να ψήσει ένα αρνί, αν αυτό το αρνί μάς ικέτευε με λόγια συγκινητικά να μη φανούμε δολοφόνοι και κανίβαλοι; Είναι απολύτως βέβαιο ότι αυτή η αηδιαστική σφαγή, που εκτίθεται διαρκώς στα χασάπικα και τις κουζίνες μας, δεν μας φαίνεται κάτι κακό` αντίθετα, θεωρούμε αυτήν τη φρίκη, συχνά μολυσματική, ως ευλογία Κυρίου και έχουμε ακόμα και προσευχές στις οποίες Τον ευχαριστούμε γι’ αυτούς τους φόνους. Ωστόσο, τι πιο αποτρόπαιο από το να τρέφεσαι συνέχεια με πτώματα;»


 

Τον 17ο αιώνα, η αγγλίδα αριστοκράτισσα Margaret Cavendish θέλησε να κατεδαφίσει τη θεωρία περί του «ζώου-μηχανής» του Καρτέσιου.

H αναρχική Louise Michel μιλούσε για το μαρτύριο που υπέβαλλε ο άνθρωπος στα ζώα (Η φωτογραφία από την ταινία «Louise Michel, la rebelle»).

6. Πρώιμες φεμινιστικές φωνές

Μπορεί η συνεισφορά τους να μην αναγνωρίστηκε δεόντως, αλλά πολλές γυναίκες στρατευμένες στο φεμινιστικό αγώνα μίλησαν για τα δικαιώματα των ζώων, αρχίζοντας από την Αγγλίδα αριστοκράτισσα Margaret Cavendish. Το 17ο αι., η δούκισσα αυτή ήταν από τις πρώτες που θέλησαν να κατεδαφίσουν τη θεωρία περί του «ζώου-μηχανής» του Καρτέσιου, ο οποίος το υποβίβαζε στη χαμηλότερη βαθμίδα του αυτομάτου.

Άλλη σημαντική γυναικεία φωνή εκείνη της αναρχικής Louise Michel, μεγάλης μορφής της Παρισινής Κομμούνας, η οποία έγραφε στα Απομνημονεύματά της το 1886: «Από τον βάτραχο που έκοψαν οι χωρικοί στη μέση, αφήνοντας το πάνω του μισό να συρθεί στον ήλιο, τα μάτια του φρικτά έξω, τα χέρια του να τρέμουν, προσπαθώντας να χωθεί κάτω από τη γη, μέχρι τη χήνα που της καρφώνουν τα πόδια, μέχρι το άλογο που εξαντλούν με βδέλλες ή ξεκοιλιάζουν τα κέρατα των ταύρων, το ζώο υφίσταται, δύστυχο, το μαρτύριο στο οποίο το υποβάλλει ο άνθρωπος».


 

«Στην Ασία, είδα Ινδούς γυμνοσοφιστές να αποστρέφουν το βλέμμα τους από τα αχνιστά αρνιά και τα κομμάτια της γαζέλας», γράφει η Γιουρσενάρ.

Η χορτοφαγία της Γιουρσενάρ περιοριζόταν στα ζώα της ξηράς -η ίδια απολάμβανε να τρώει ψάρια.

7. Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: «Δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να χωνέψω την αγωνία»

Σε μια δημοσιογράφο που τη ρώτησε γιατί ήταν χορτοφάγος, η Γιουρσενάρ απάντησε ξερά: «Δεν βλέπω πώς θα μπορούσα να χωνέψω την αγωνία». Να σημειωθεί πάντως πως η χορτοφαγία της περιοριζόταν στα ζώα της ξηράς -η ίδια απολάμβανε να τρώει ψάρια.

Στο Αδριανού Απομνημονεύματα (1951), η Γιουρσενάρ στοχάζεται πάνω στη χορτοφαγία. Αλλά το κάνει διά της mise en abyme, της αντιστροφής των δικών της πεποιθήσεων, ώστε να αποδώσει το πρόσωπο του αυτοκράτορα.

Απόσπασμα: «Για ένα μικρό διάστημα, πειραματίστηκα με την αποχή από το κρέας, στις σχολές φιλοσοφίας, όπου όπως αρμόζει οφείλει να δοκιμάζει κάποιος, έστω και για μια φορά, όλους τους τρόπους συμπεριφοράς. Αργότερα, στην Ασία, είδα Ινδούς γυμνοσοφιστές να αποστρέφουν το βλέμμα τους από τα αχνιστά αρνιά και τα κομμάτια της γαζέλας που σερβίρανε στη σκηνή του Χοσρόη. Αλλά η πρακτική αυτή, στην οποία η νεαρή αυστηρότητά σου βρίσκει κάποιο θέλγητρο, απαιτεί πιο περίπλοκες φροντίδες κι από της ίδιας της λαιμαργίας. Μας απομονώνει πάρα πολύ από την κοινότητα των ανθρώπων μ’ ένα λειτούργημα που είναι πάντα σχεδόν δημόσιο και που τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την επίδειξη κι από τις φιλίες. Προτιμώ να τρέφομαι σ’ όλη μου τη ζωή με παχιές χήνες και με φραγκόκοτες παρά να με κατηγορούνε σε κάθε γεύμα οι συνδαιτημόνες μου για άσκηση ασκητισμού. […] Όσο για τους θρησκευτικούς ενδοιασμούς του γυμνοσοφιστή, για την αηδία του στη θέα των ματωμένων κρεάτων, θα με συγκινούσε περισσότερο αν δεν μού ‘χε τύχει ν’ αναρωτηθώ σε τι διαφέρει ουσιαστικά η οδύνη του χόρτου που κόβουμε από του αρνιού που σφάζουμε, και αν η φρίκη μας μπροστά στα δολοφονημένα ζώα δεν οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η ευαισθησία μας υπάγεται στο ίδιο βασίλειο με τη δικιά τους».

Η ιδεολογία του αντισπισισμού κάνει την εμφάνισή της αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, για να διαδοθεί στη συνέχεια στον αγγλοσαξονικό κόσμο και διεθνώς. Παρένθεση εδώ: τον όρο σπισισμός τον εισήγαγε το 1973 ο Βρετανός ψυχίατρος Richard D. Ryder. Μέχρι τότε, το θεωρητικό ενδιαφέρον για την προστασία των ζώων παρέμενε υποτονικό, παρά τη σύσταση διαφόρων ενώσεων το 19ο αι. και μια σειρά δημοσιεύσεων από το 18ο ώς τον 20ο αι. Εντέλει, είναι το best-seller δυο χρόνια αργότερα του Αυστραλού φιλοσόφου Peter Singer Η Απελευθέρωση των Ζώων που θα γίνει η βίβλος του αντισπισιστικού κινήματος, το οποίο όσο πάει και ενισχύεται. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σίνγκερ, «Ο ειδισμός είναι μια μορφή προκατάληψης υπέρ των συμφερόντων των μελών του ιδίου είδους και εναντίον των μελών των άλλων ειδών».

 

 

Διαβάστε ακόμα: Περί του κρέατος. Μια ιστορία με πολύ ψαχνό.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top