«Spritz με μεζέ». Πρόταση όλο και συχνότερη στην Αθήνα η οποία τα τελευταία δυο χρόνια περίπου βλέπει τα νέα της μαγαζιά να πηγαίνουν από wine bar σε spritzeria και αντίστροφα. Όταν λοιπόν άνοιξε ο «Φελλός», αρχές Αυγούστου, το πήρα λίγο αψήφιστα. Spritzeria, check.
Όνομα που παίζει με το κρασί, check. Πιάτα τύπου tapas, check. Οκ, αν με βγάλει ο δρόμος θα παω, δε βιάζομαι. Όμως πολύ γρήγορα, το μαγαζί άρχισε να ακούγεται έντονα, από ανθρώπους με κριτήριο. Έπρεπε να μάθω τι το ξεχωρίζει.
Στον πεζόδρομο της Βασιλικής, εκεί που η Κολοκοτρώνη συναντάει την Αιόλου, σε αγκαλιάζει η ζωντανή αύρα του “Φελλός”. Γήινα χρώματα, φωτεινός εξωτερικός χώρος, γεμίζει κόσμο που χαίρεσαι να βλέπεις. Ο έξω χώρος είναι απλά τραπεζάκια στο πλακόστρωτο. Μέσα κυριαρχεί urban-industrial μοτίβο που διαφέρει αναζωογονητικά από τα περισσότερα wine bars.
«Στο γραφείο που το σχεδιάσαμε, είπαμε ότι φτιάχνουμε απλά ένα μπαρ, το κρασί τους το αποκαλύψαμε στο τέλος», αναφέρει ο Θάνος Μανδάνας, συνιδιοκτήτης του μαγαζιού. Η μουσική συνοδεύει σε ευχάριστη ένταση με εύκολα γνωστά και μη τραγούδια, από ροκ μέχρι ρέγκε, σε αλληλουχία με συνοχή. Παρασκευές και Σαββατοκύριακα παίζει λίγο πιο δυνατά, ακολουθώντας τον παλμό της πόλης.
Τα κοκτέιλ του Δημήτρη Νάκα, επιμελημένα από την ομάδα Etiquette έρχονται να σχηματίσουν έναν κατάλογο βασισμένο στο κρασί και τα εγχώρια προϊόντα.
Το κοκτέιλ που μου πρότειναν για πρώτο ήταν το «ΦΕΛΛOVERS», ένα spritz με λευκό κρασί, λεμόνι, φρούτο του πάθους, βότανα και prosecco. Μέσα στην πληθώρα ξηρών και γλυκόπικρων spritz στην αγορά, έρχεται επιθετικά, με μια οξύτητα που θυμίζει κάτι από σπιτική λεμονάδα και δένει τέλεια με το ξηρό λευκό κρασί και τον βοτανικό χαρακτήρα των υπόλοιπων συστατικών σε μια καινοτόμα ιδέα που έχει νότες νοσταλγίας. Προτείνεται ανεπιφύλακτα.
Το “FELLOS AMERICANO”, ένα λευκό αμερικάνο που χρησιμοποιεί πολύ ωραία το χαμομήλι για να δέσει με τα εσπεριδοειδή και να δώσει αντίβαρο στην ελαφριά πικρίλα του τόνικ, είναι κάτι που θα αγαπήσουν οι λάτρεις του τζιν τόνικ αλλά αξίζει να εξερευνήσουν και όσοι προτιμούν πιο πολύπλοκα κοκτέιλ.
Με κάποια απογοήτευση θα πω πως το “AEGEAN SPRITZ” είναι απλά ένα spritz. Σερβίρεται με αγγούρι, που δίνει έντονα τα αρωματικά του χαρακτηριστικά και ταιριάζει με τη μαστίχα, αλλά είναι ένα ανάλαφρα γλυκόξινο δροσιστικό ανθρακούχο κοκτέιλ με αγγούρι, κάτι που βρίσκει κανείς σε κάθε δεύτερο κατάλογο αξιόλογου μαγαζιού. Αλλά, τα κλασσικά είναι κλασικά για κάποιο λόγο.
Το “NEGRONI NI GRECO” είναι φαινομενικά το μαύρο πρόβατο του καταλόγου. Ανάμεσα σε ελαφριά απεριτίφ, ένα negroni με τσίπουρο εκχυλισμένο με κόκκους καφέ. Παρόλα αυτά, δουλεύει. Ο καφές έχει επιλεχθεί ώστε η γεύση στο κοκτέηλ να θυμίζει μόκα, και όχι την τόσο επιθετική γεύση του εσπρέσσο που ίσως θα ήταν υπερβολική στα πλαίσια του μενού και του φαγητού. Ταιριάζει με το βερμούτ κόκκινων φρούτων σε ένα όχι ιδιαίτερα πικρό negroni που είναι ευχάριστο, αν και σίγουρα όχι τόσο περιπετειώδες όσο φαίνεται από τα συστατικά του.
Πέρα από τα κοκτέιλ, υπάρχει εκτενής κατάλογος κρασιών αποκλειστικά από Έλληνες παραγωγούς, επιλεγμένος από τη Βασιλική Γαλάνη (που γνωρίζουμε απ’ το Materia Prima). Εκμυστηρεύεται ο Θάνος Μανδάνας: “Άν κάποιες φορές θέλει ο κόσμος να δοκιμάσει κάποιο κρασί και δεν μπορεί να πάρει μπουκάλι, ανοίγουμε και κρασιά που δεν είναι για ποτήρι”.
Η κουζίνα, επιμελημένη από τον Ηλία Μπαλάσκα (του Seawolf στο Κουκάκι) με προσθήκες του Αντώνη Μωραΐτη αποτελείται κυρίως από ψάρι και δίνει έμφαση στην ιδέα του μεζέ.
Οι εντάσεις κυριαρχούν, όπως για παράδειγμα στον ταραμά με wasabi και lime, με τρομερά κρεμώδη υφή, και όσο χαρακτήρα χρειάζεται για να συνοδέψει ακόμη και τα πιο δύσκολα από τα spritz της μπάρας.
Το σεβίτσε μαγιάτικου ήταν επίσης πολύ προσεγμένο, ισορροπημένο αλλά με την τσαχπινιά του μεζέ στο παιχνίδι των εντάσεων. Το ψάρι βέβαια αλλάζει από ημέρα σε ημέρα ανάλογα με το τι θα βρουν οι σεφ κάθε πρωί στην αγορά. “Έχουμε κόλλημα με τις πρώτες ύλες. Είναι όλες επιλεγμένες μια προς μια, βγαίνουμε κάθε μέρα για ψώνια για να είμαστε σίγουροι ότι θα είναι φρέσκα” αναφέρει ο Αντώνης Μωραΐτης.
Το tataki τόνου ίσως έπαιξε λίγο παραπάνω με τις εντάσεις από όσο θα προτιμούσα. Το βρήκα αλμυρό, ακόμη και για tataki. Κατά τα άλλα η σάλτσα teriyaki ήταν όπως θα περίμενε κανείς ενώ ο τόνος, ήταν τέλεια μαριναρισμένος αλλά τελικά χανόταν στο σύνολο των γεύσεων. Σίγουρα όχι το αγαπημένο μου πιάτο, αλλά best seller απ’ ότι φαίνεται, ίσως αξίζει δεύτερη ευκαιρία.
Το μεγάλο ατού του μαγαζιού είναι το μεράκι που ξεχειλίζει, και όχι μόνο σε όσα γεύεσαι. Οι ιδιοκτήτες περιφέρονται ανάμεσα στον κόσμο και διασκεδάζουν όντας εκεί, μιλάνε για τα μελλοντικά πλάνα για το μαγαζί με λάμψη στο βλέμμα. Αυτό που είδα είναι ένα ήδη καλό μαγαζί που τους επόμενους μήνες μόνον θα βελτιώνεται.
Διαβάστε ακόμα: Κονιάκ, μια λέξη που δε μάθαμε να χρησιμοποιούμε σωστά.