O Remy επισκέπτεται ανωνύμως τα εστιατόρια για τα οποία γράφει. Ιδού ο μυστικός αρθρογράφος με το μενού για προσωπείο, δια χεριός του εικονογράφου Vladimir Radibratovic, για το Andro.

Αυτό που έχει επικρατήσει να αποκαλείται all-day bar-restaurant-café συνήθως περιγράφει χώρους που επιδιώκουν να διαθέτουν πελατεία όλες τις ώρες της ημέρας, προσφέροντας λίγο πολύ τα πάντα. Καφέ, φαγητό, ποτό και τα τρία συχνά με δόσεις μετριότητας, προχειρότητας ή και διεκπεραίωσης. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις τέτοιων χώρων που διεκδικούν κάτι παραπάνω από την αξιοπρεπή ανταπόκριση στις διαφορετικές ανάγκες των πελατών τους. Κι αν υποθέσουμε ότι το θέμα του καφέ λύνεται με μια καλή επιλογή προμηθευτή, μια καλή μηχανή και έναν έμπειρο barista, τα άλλα δύο σκέλη απαιτούν μεγαλύτερη οργάνωση και εξειδίκευση, θέλοντας τον πρωταθλητισμό να προϋποθέτει απόλυτη αφοσίωση. Έτσι βλέπουμε να φιγουράρουν ως γαστρονομικοί ναοί, μόνο επιχειρήσεις που ρίχνουν όλο το βάρος τους στην αδυσώπητη αρένα της εστίασης, όπου οι εστιάτορες και οι σεφ καλούνται να βάλουν όλη τους τη μαεστρία, ώστε το πλήθος να φύγει ικανοποιημένο, τα λιοντάρια χορτασμένα και ο Καίσαρ-κριτικός να σηκώσει τον αντίχειρα προς τον ουρανό.

Τη συγκεκριμένη νόρμα επιδίωξε να διαταράξει το Gaspar, ένα από τα projects των αδελφών Πιτσιλή, γνωστών από το ιστορικό Rock n’ Roll του Κολωνακίου και το Balthazar των Αμπελοκήπων. Το Gaspar ήρθε πριν μερικά χρόνια στο Φάρο του Ψυχικού να πάρει τη θέση του φαροφύλακα, ξυπνώντας παράλληλα τα glamourous αντανακλαστικά μιας περιοχής που αποτελεί σημείο συνάντησης των κατοίκων του Παλαιού και του Νέου Ψυχικού.

Στο Gaspar ο επισκέπτης έρχεται αντιμέτωπος με τις «ταξιθέτριες» τις υποδοχής, τα βλέμματα των θαμώνων που παίζουν who is who και όσους περιμένουν υπομονετικά να περάσει το 9μηνο για να επιστρέψουν στη Μύκονο, την Αντίπαρο ή τις Σπέτσες. Αφού καθίσει στο τραπέζι του, ο μετρ-σερβιτόρος θα δοκιμάσει να σπάσει τον πάγο με δόσεις χιούμορ, δίνοντας τον τόνο της γαστρονομικής ελαφρότητας που θα ακολουθήσει.

Το μενού κινείται σε δημιουργικούς δρόμους με χρήση αρωμάτων της Ελλάδας και του κόσμου σε βάσεις οικείες στην Ευρωπαϊκή παλέτα. Οι περιγραφές σε προϊδεάζουν για ένα γευστικό ταξίδι με ποικίλες επιδράσεις και σταθμούς και με πινελιές πρωτοτυπίας. Ο σεφ Άρης Καλλιπολίτης, με θητεία στο Rock n’ Roll, υπογράφει το μενού του «ομόσταυλου» Gaspar, φέρνοντας μαζί του την εμπειρία και την τριβή του με ένα ανάλογο κοινό, το οποίο μόνο ευχαριστημένο έβγαινε από την πόρτα της Λουκιανού κατά τις μικρές πρωινές ώρες.

Το highlight ήταν τα πικάντικα μοσχαρίσια Black Angus short ribs με πουρέ πατάτας, baby λαχανικά και sour cream – ένα πιάτο που άνετα τοποθετώ στο προσωπικό Hall of Fame μου.

Το καλωσόρισμα που έρχεται σε ένα μικροσκοπικό μπολ, είναι μια κουταλιά της σούπας περίπου, το ονομάζουν Αθηναϊκή Σαλάτα. Με σολομό. Έχει και λίγα αυγά ψαριού πάνω του για εφέ. Στην πραγματικότητα είναι στεγνό ψάρι ανακατεμένο με κάτι σαν μαγιονέζα και λαχανικά. Το προσπερνάς γρήγορα ή το τρως γιατί κάθε καλωσόρισμα σε βρίσκει στην πιο ευάλωτη στιγμή σου, στη στιγμή που πεινάς. Στα πρώτα θα προσπεράσω και τα αδιάφορα τραγανά sticks κοτόπουλο tonkatsu με πικάντικη μαγιονέζα (€11) των οποίων το πανάρισμα ήταν υποδειγματικό, αλλά ως εκεί. Η pizza με φρέσκια mozzarella και βασιλικό (€12) είχε ζωντάνια και φρεσκάδα, όμως η λεπτή ζύμη της ήταν ελαφρώς άψητη και μαλακιά και όχι κριτσανιστή όπως θα όφειλε. Η σαλάτα σπανάκι πάντως, με τα παντζαρόφυλλα και το ζεστό κατσικίσιο τυρί (€13) ήταν μια υποδειγματική χειμωνιάτικη σαλάτα, από αυτές που σε «δροσοζεσταίνουν» και σε εισάγουν ευχάριστα στη βαρύτητα των κυρίως πιάτων. Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω στη ρεβυθάδα με καπνιστή παλαμίδα και γλυκιά κόκκινη κολοκύθα (€13). Αν και πατάει στα γνωστά μονοπάτια των συνδυασμών οσπρίων με αλίπαστα, θα ομολογήσω ότι το γευστικό αποτέλεσμα ήταν πολύ ανώτερο από αυτό που έχουμε συνηθίσει από ανάλογους συνδυασμούς. Το carpaccio μοσχαριού με πεκορίνο τρούφας, μανιτάρια shiitake, chili και crostini ψωμιού παρμεζάνας (€15) αποδείχτηκε άνευρο, παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε με την περιγραφή του.

Τα κυρίως προσφέρουν όλες τις γνωστές επιλογές βασικού υλικού, οπότε δύσκολα δε θα βρείτε κάτι που να συμφωνεί με τις προτιμήσεις σας. Το φιλέτο τόνου με αρωματικό couscous, μικρή σαλάτα mango avocado και σάλτσα yakitori-wasabi (€22) ήταν πνιγμένο στη σάλτσα κι έτσι θα μπορούσε να λέγεται «σάλτσα yakitori-wasabi με κομμάτια φιλεταρισμένου τόνου και αρωματικού couscous». Η μεγάλη ποσότητα της σάλτσας έκανε το πιάτο και αρκετά αλμυρό, όμως θα δώσουμε πόντους στην ύπαρξη του couscous το οποίο μπορεί, να ανακατευτεί με τη σάλτσα και να την απορροφήσει, αφήνοντας τον τόνο να «αναπνεύσει» και να δώσει κάποια ίχνη από τη θαλασσινή του αύρα.

Η λίστα του κρασιού έχει αρκετές επιλογές από τον Ελληνικό αμπελώνα και λίγες από τον ξένο, η πλειοψηφία των οποίων ασφαλείς και προβλέψιμες.

Πρόβλημα με το αλάτι τους είχαν και τα μοσχαρίσια μάγουλα ragout με risotto τριών δημητριακών, φιστίκι Αιγίνης, cranberry και ροζ πιπέρι (€19). Το πιάτο είναι ζεστό και βαθιά γευστικό, σε ταξιδεύει και σε αγκαλιάζει με στοργή. Όλα αυτά μέχρι την τρίτη-τέταρτη πιρουνιά, όταν συνειδητοποιείς ότι διψάς σαν ναυαγός σε ερημονήσι του Ινδικού και οι μουσώνες ακόμα αργούν. Αυτά τα πιάτα που ποντάρουν σε ζωμούς φτιαγμένους με αγάπη θέλουν προσοχή στο αλάτισμα, καθώς η πολλή αλμύρα είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να αλλοιώσει τις προθέσεις τους. Ο κόκορας μπούτι braise με λαχανικά, φρέσκα cavatelli και αρσενικό Νάξου (€17) δε θα εντυπωσιάσει με τις γαστρονομικές του αρετές, ούτε όμως θα πιστέψεις ότι «έπεσε» άδικα υπέρ εστιών. Ο ίδιος ο κόκορας είναι λίγο στεγνός, αλλά οι περιρρέοντες ζωμοί και τα ενδιαφέροντα ζυμαρικά, βελτιώνουν αρκετά τα πράγματα.

Για το τέλος θα αφήσω το highlight του τραπεζιού, τα πικάντικα μοσχαρίσια Black Angus short ribs με πουρέ πατάτας, baby λαχανικά και sour cream (€25). To κρέας τους διαθέτει όλες τις καρνιβορικές αρετές ώστε να μαγέψει και τον πιο απαιτητικό κρεατοφάγο. Το υποδειγματικό ψήσιμο αφήνει τα υγρά του κρέατος στη θέση τους, ενώ και ο συνοδευτικός πουρές είναι ένα έργο τέχνης μεγάλης μαεστρίας. Τοποθετώ άνετα το συγκεκριμένο πιάτο στο προσωπικό Hall of Fame μου, στο ράφι που γράφει «comfort».

Η λίστα του κρασιού έχει αρκετές επιλογές από τον Ελληνικό αμπελώνα και λίγες από τον ξένο, η πλειοψηφία των οποίων ασφαλείς και προβλέψιμες. Για τα γλυκά δε θα μιλήσω, καθώς δεν τους έδωσα την δέουσα προσοχή, παρατήρησα όμως ότι οι συνδαιτυμόνες μου αναστέναξαν ομόφωνα από απόλαυση, αν σας λέει κάτι αυτό. Στα + το ευγενικό και πρόθυμο σέρβις με τις δόσεις χιούμορ και trendiness που απαιτεί το περιβάλλον.

Το Gaspar θα το επέλεγα για τα μεσημεριανά μου lunch breaks. Ένα πιάτο, ένα ποτήρι κρασί, ένας καφές και πίσω στο γραφείο. Μπορεί να το επέλεγα για να κάνω ένα lunch εργασίας ή για να δω τη φίλη μου τη Ζέτα και να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στον κοινωνικό σχολιασμό, πάνω από ένα πιάτο φαγητό ή δύο. Σίγουρα θα το επέλεγα αν ήθελα να αναπνεύσω λίγο αέρα ανέμελης ευρωστίας και να παίξω see και be seen με ανθρώπους που έχουν εμπειρία σε τέτοια social games. Όμως δύσκολα θα το επέλεγα αν το ενδιαφέρον μου ήταν καθαρά γαστρονομικό. Στο Gaspar η γαστρονομία είναι το άλλοθι. Με λίγη περισσότερη βαρύτητα και έμφαση στο γευστικό μέρος της εξίσωσης, μπορεί να γίνει η κύρια αιτία για να αποκτήσει το all day άλλη διάσταση.

Gaspar
Που: Λυκούργου 8 & Λεωφ. Δημ. Βασιλείου, Φάρος Ψυχικού
Τηλ.: 210 6775011
Τιμή: €40-45
Γεύση: 15/20
Σχέση ποιότητας-τιμής: μέτρια

 

Διαβάστε ακόμα: Στιβαρή ιταλική κουζίνα με πασπάλισμα στυλ στο Nolita Athens

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top