H είσοδος του Harry’s Bar. Από εδώ πέρασε και ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ (cipriani.com).

Έσπρωξα την πόρτα του Harry’s Bar μια βραδιά μες στην ομίχλη. Στο μυαλό μου είχε κολλήσει το τραγούδι του Paolo Conte Hemingway. Σε ποιο άραγε τραπέζι καθόταν ο πιο διάσημος πελάτης τούτου του μπαρ στη Βενετία, το οποίο απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του Μέσα απ’ το ποτάμι και τα δέντρα; Εδώ ήταν το άντρο του, εδώ ερχόταν και τά ‘πινε –του σκοτωμού- για να γράψει καλύτερα ή να δειπνήσει με τον τελευταίο του έρωτα.

O Έρνεστ Χέμινγουεϊ, o Giuseppe Cipriani και ο μπάρμαν Ruggero Caumo  πίνοντας εκλεκτό κρασί στο Harry’s Bar (atlas.etihad.com).

Αν είσαι τυχερός, σε υποδέχεται ο Arrigo Cipriani. Σβέλτος, παρά τα 87 του πλέον χρόνια, είναι ο ιδιοκτήτης του μυθικού Harry’s Bar. Με φατσούλα παμπόνηρη, απίστευτα καλοραμμένα κοστούμια, διαθέτει 25 εστιατόρια ανά τον κόσμο (Λονδίνο, Ν. Υόρκη, Μαϊάμι, Βηρυτό…), έχει γράψει καμιά 15αριά βιβλία, υπήρξε πιλότος αυτοκινήτων, χρονικογράφος στην Corriere della Sera, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βενετίας, δάσκαλος καράτε και παραγωγός βότκας μαζί με τον εγγονό τού Ανιέλι. Και δηλώνει υπέρμαχος του «επαναστατικού συντηρητισμού».

O ερίτιμος Arrigo Cipriani (corriere.it).

Ακουμπάει τον αγκώνα του χαμογελαστός στο μπαρ από ξύλο ακαζού όπου ο Claudio, ο μπάρμαν, ετοιμάζει τα Bellini του σε χρώμα απαλό ροζ (αφρώδες λευκό κρασί και φρέσκος χυμός ροδάκινο) για τους Βενετσιάνους θαμώνες, τους κατοίκους των palazzi και τους πελάτες των πολυτελών ξενοδοχείων της λιμνοθάλασσας.

Δεν υπάρχει τίποτα χλιδάτο εδώ, τίποτα το πομπώδες, ούτε τουαλέτες από μάρμαρο (cipriani.com).

Από τότε που ιδρύθηκε το 1931 από τον πατέρα Giuseppe, παλιό μπάρμαν του Europa παραδίπλα (ιδρυτή και του Hôtel Cipriani στο νησί της Giudecca), το Harry’s Bar βρίσκεται αναμφισβήτητα στην κορυφή των υπέρκομψων εστιατορίων της Serenissima. To άκρον άωτον του chic για τους «rich and famous» είναι να έρθουν να δειπνήσουν σ’ αυτό το «μαγαζάκι», όπως έλεγε ο Curnonsky, το χωρίς φτιασίδια και περιττά στολίδια, σχεδόν zen.

Ο χώρος είναι σχεδόν zen. Xωρίς φτιασίδια και περιττά στολίδια (cipriani.com).

Η πατίνα του χρόνου, οι τόσες δεκαετίες επιτυχίας, η μαμαδίστικη cucina σε αστρονομικές τιμές, η χαλαρή ερωτιάρικη ατμόσφαιρα αυτής της trattoria -ανοικτής από τις 7 μ.μ. για το απεριτίφ-, η αφοσίωση της διεθνούς αφρόκρεμας, από τον Χεμινγουέι ως τον Φρανσουά Πινό, χάλκευσαν την απίστευτη φήμη τούτου του «l’ angolo», μοναδικού στο είδος του, μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από το 2001.

Εκεί, μπορείς να πιείς παρέα με τις σκιές του Όρσον Ουέλς, του Ντιάγκιλεφ, του Τσώρτσιλ, του Κοκτώ, του Τσάπλιν, του Ωνάση («που έσπαγε πιάτα»), της Κάλλας  –ίσως και να αφουγκραστείς τους ψιθύρους τους.

Το περιλάλητο Bellini – trademark του Harry’s Bar (atlas.etihad.com).

«Ο πατέρας μου ποτέ δεν θέλησε να κάνει ένα σπουδαίο εστιατόριο υψηλής κουζίνας, σ’ ένα χώρο κραυγαλέο, με ασημένια μαχαιροπίρουνα και βελούδινες πολυθρόνες Rubelli, έχει πει ο Arrigο. Στην αρχή, έμαθε να δουλεύει το σέικερ, μετά επινόησε το Bellini και το Rossini, μετά σέρβιρε το Daiquiri του στον Έρνεστ που έμενε στο Gritti. Ύστερα, έβαλε στον κατάλογο το croque-monsieur, την pasta de la mamma, τα ψάρια του Rialto, τον αστακό Thermidor, τη γλώσσα Casanova με ολλανδική σος και τα gelati».

Το θαύμα ήταν πως όλη η καλή πελατεία, η εγγλέζικη gentry, οι Guinness, οι λόρδοι, οι βιομήχανοι του Μιλάνου, οι αρτίστες του Guggenheim, οι Βενετσιάνοι της υψηλής κοινωνίας και οι πλούσιοι Αμερικάνοι που κατοικοήδρευαν στα 5άστερα του Grand Canal, οι πάντες ερχόντουσαν στου Harry’s, για να φάνε ταλιατέλες ραγού, ραβιόλι, ριζότα, κοτόπουλο με κάρι και κυρίως το βοδινό καρπάτσο, το οποίο επινοήθηκε από τον Giuseppe για χάρη του αβρού στόματος της κόμισσας Mocenigo που ήταν σε δίαιτα –το όνομα αυτού του άλικου πιάτου οφειλόταν στην περίφημη έκθεση των έργων του Carpaccio.

Κι εκεί, όταν για την Πόλη των Δόγηδων έρθει η ώρα της aqua alta, μπορείς να πιεις παρέα με τις σκιές του Όρσον Ουέλς, του Ντιάγκιλεφ, του Τσώρτσιλ, του Κοκτώ, του Τσάπλιν, του Τρούμαν Καπότε, του Τοσκανίνι, του Βιτόριο Γκάσμαν, του Ωνάση («που έσπαγε πιάτα»), της Κάλλας και των γαλαζοαίματων –ίσως και να αφουγκραστείς τους ψιθύρους τους. Ακόμα και τους κλαυθμυρισμούς του Ζορζ Μπρακ, ο οποίος μάταια παρακαλούσε τον Giuseppe να του σβήσει τα βερεσέδια της βδομάδας έναντι ενός έργου του.

Μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από το 2001 (cipriani.com).

Η Dom Pérignon κοστίζει 280 ευρώ η φιάλη. Τιμή ενός 3άστερου. Μόνο που σ’ ένα τέτοιο εστιατόριο πας 1-2 φορές το χρόνο, ενώ στο Harry’s Bar 3 φορές τη βδομάδα. Ενίοτε για ένα club sandwich, μπακαλιαράκια με κάππαρη και λεμόνι (€58) ή ένα απλό κοκτέιλ (€15). Δεν υπάρχει τίποτα χλιδάτο εδώ, τίποτα το πομπώδες, ούτε τουαλέτες από μάρμαρο. Γι’ αυτό αρέσει στους κοσμοπολίτες. Ναι, οι τιμές είναι ακριβές, αλλά η άσπρη τρούφα της Alba κοστίζει €3.500 το κιλό και στο Harry’s χρειάζονται 60 κ. 70 άτομα είναι το προσωπικό, γιατί δεν κλείνει ποτέ. Ενώ ψωμιά, pasta, παγωτά, γλυκά είναι δικά τους, χειροποίητα. 15 μάγειροι αποτελούνε την ορχήστρα.

Ο Arrigo Cipriani λυπάται που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του: Να στήσει μια osteria όπου οι πελάτες θα έπιναν κρασί μέσα σε φλιτζάνια, όπως άλλοτε. «Πίσω από τον πάγκο θα υπήρχε η κουζίνα, όπου ωραίες γυναίκες με λευκές ποδιές θα ετοίμαζαν πιάτα απλά και νόστιμα. Θα υποδεχόμουν αυτούς που αγαπώ και θα έδιωχνα τους ανεπιθύμητους».

 

//Harry’s Bar, Βενετία, Calle Valaresso, στη γωνιά της αποβάθρας. Τηλ.: 00 39 041 5285777.

 

Διαβάστε ακόμα: Central Cafe: Ο κρυστάλλινος κόσμος της παλιάς Βιέννης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top