Βραβευμένος ως «σεφ της χρονιάς» το 1987 και «μάγειρας του αιώνα» το 1990, ο Ρομπουσόν υπήρξε πατέρας της «Nouvelle Cuisine», συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων αναφοράς, και άφησε πίσω του μια παγκόσμια αυτοκρατορία γαστρονομικών εστιατορίων. (Φωτογραφία: Moritz Thibaud)

Δύο άνθρωποι έφεραν την πατάτα στα πιάτα μας. Ο Antoine-Augustin Parmentier, στρατιωτικός γιατρός του 18ο αι. που μας γνώρισε για πρώτη φορά τον άγνωστο έως τότε κόνδυλο, και ο Joël Robuchon που τον μετέτρεψε σε ολόκληρη τέχνη τη δεκαετία του ’80.

Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύεις ότι δεν θα μας αφήσουν ποτέ. Ωστόσο, ο Ρομπουσόν μας εγκατέλειψε στολισμένος με τα 32 του αστέρια Michelin, τα περισσότερα στον κόσμο, για να λάμψει ολόφωτος στο στερέωμα της γαστρονομίας. Η κληρονομιά, όμως, που άφησε παραμένει ζωντανή, χαρίζοντας τροφή στη μάθηση, χορταίνοντας την τέχνη του savoir-faire και πλουτίζοντας τη γαλλική κουλτούρα μ’ ένα σωρό νέους τίτλους ευγενείας.

Ήταν από κείνες τις γοητευτικές περιπτώσεις ανθρώπων που τους θαυμάζεις γιατί είναι οραματιστές. Από το Παρίσι έως τη Σανγκάη τεχνουργούσε, κάνοντας τη γαστρονομία του Εξαγώνου να αστράφτει σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, εμπνέοντας ταυτόχρονα τις ταλαντούχες νέες γενιές.

Βραβευμένος ως «σεφ της χρονιάς» το 1987 και «μάγειρας του αιώνα» το 1990, ο Ρομπουσόν υπήρξε πατέρας της «Nouvelle Cuisine», συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων αναφοράς, και άφησε πίσω του μια παγκόσμια αυτοκρατορία γαστρονομικών εστιατορίων.

Τίποτα δεν προδίκαζε ότι αυτός ο γιος οικοδόμου, γεννημένου το 1945 στο Πουατιέ, θα έχει μια τέτοια εξέλιξη. Πιτσιρικάς ήθελε να γίνει ιερέας. Παρακολουθώντας, όμως, ένα σεμινάριο στα 12 του χρόνια ανακαλύπτει το πάθος του για τη γαστρονομία.

Στα 29 του, ξεκινά την καριέρα του ως σεφ στο ξενοδοχείο Concorde Lafayette στο Παρίσι, όπου και βραβεύεται ως «ο καλύτερος εργάτης» της Γαλλίας. Στη συνέχεια, γίνεται σεφ στο όχι ιδιαίτερα σέξι ξενοδοχείο Nikko του 15ου διαμερίσματος. Ωστόσο, αρχίζει να στολίζεται με τα πρώτα του αστέρια Michelin. Και προτιμάει να ντύνεται στα μαύρα, κι όχι στα λευκά, για να μαγειρέψει.

Είχε ένα credo και το δικό του στυλ απ’ το οποίο συχνά ξεπηδούσε η μαγεία. Το πιάτο-σήμα κατατεθέν, αυτού του μετρ με τους πάνω από 1.200 υπαλλήλους ανά τον κόσμο, ήταν ωστόσο ένας απλός πουρές πατάτας.

Το 1981, ανοίγει επιτέλους το δικό του εστιατόριο, το Jamin, χτυπώντας με την πρώτη τα τρία αστέρια της ελίτ, το βραβείο του «σεφ της χρονιάς» και για το Gault & Millau του «μάγειρα του αιώνα», αφήνοντας τους πάντες έκθαμβους. Το 1994, στήνει ένα εστιατόριο που φέρει το όνομά του, το οποίο θα χαρακτηριστεί από την International Herald Tribune ως «το καλύτερο εστιατόριο του κόσμου». Η κουζίνα του χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό τελειότητας και απλότητας, χωρίς «φραμπαλάδες»

Όπως είχε προαναγγείλει, στα 51 του χρόνια, βγάζει την ποδιά του, για να μην πεθάνει από καμιά καρδιακή προσβολή, λόγω στρες, όπως κάποιοι από τους συναδέλφους του. Από το 2000 ως το 2009, αφιερώνεται στη μετάδοση της γνώσης του από τηλεοράσεως σε καθημερινή βάση, με συνταγές απλές, φτηνές και εύκολες.

Ο Joël Robuchon είχε τη φήμη του σκληρού, αν όχι τυραννικού. Δεν ανεχόταν το παραμικρό λάθος στην κουζίνα του, σε σημείο υπερβολής. (Φωτογραφία: © Hotel Metropole Monte-Carlo)

Όλα αυτά τα χρόνια φροντίζει να εμπλουτίσει τις γευστικές εμπειρίες του στο εξωτερικό, ιδίως την Ιαπωνία και την Ισπανία. Πηγές έμπνευσης που θα τον κάνουν να πεθυμήσει τις κουζίνες του. Αλλά όχι αυτές της υψηλής γαστρονομίας. Έτσι γίνεται ο γεννήτορας ενός νέου concept: του Atelier, «όπου η γαστρονομία ριμάρει με τη συντροφικότητα».

Η ιδέα είναι απλή, αλλά επαναστατική: οι πελάτες, καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο πάγκο, με θέα την κουζίνα και τα προϊόντα, γεύονται πιάτα απλά, αλλά εξαιρετικής ποιότητας σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα. Δεν χρειαζόταν να κλείσεις τραπέζι. Η ιδέα του ήρθε όταν επισκέφτηκε τα bars με τα tapas εξομολογείται, στήνοντας τα πρώτα μαγαζιά στο Τόκιο και μετά στο Παρίσι το 2003. Η επιτυχία είναι τεράστια, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί σ’ όλες τις ηπείρους: Λας Βέγκας το 2005, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Χονγκ Κονγκ το 2006 και Ταϊπέι το 2009.

Είχε ένα credo (απόλυτος έλεγχος του συνταιριάσματος των γεύσεων με τα καλύτερα προϊόντα) και το δικό του στυλ απ’ το οποίο συχνά ξεπηδούσε η μαγεία. Το πιάτο-σήμα κατατεθέν, αυτού του μετρ με τους πάνω από 1.200 υπαλλήλους ανά τον κόσμο, ήταν ωστόσο ένας απλός πουρές πατάτας, καθ’ όλα εμβληματικός. Μια συνταγή φοβερά πλούσια σε βούτυρο, της οποίας αποκάλυψε τα μυστικά στην μικρή οθόνη. Επί τρεις δεκαετίες ήταν το πιο περιζήτητο πιάτο στα ρεστοράν του.

Ο Joël Robuchon είχε τη φήμη του σκληρού, αν όχι τυραννικού. Δεν ανεχόταν το παραμικρό λάθος στην κουζίνα του, σε σημείο υπερβολής. Εξοικειωμένος με την ιαπωνική κουζίνα από το 1976, άνοιξε πολλά εστιατόρια εκεί, αναγνωρίζοντας πως είχε προσβληθεί από τον ιό της αισθητικής. «Όσο προχωράω, τόσο πιο λιτός γίνομαι».

Η τελευταία του δημιουργία ήταν φέτος την άνοιξη: ένα σαλόνι τσαγιού-εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο-μπαρ για σάκε στο Παρίσι. Η τέχνη του δεν θα χαθεί με τόσους σεφ που έχει εκπαιδεύσει, μεταξύ των οποίων και τον Gordon Ramsay. Το στενάχωρο είναι ότι μας αφήνει ένας δεύτερος τεράστιος σεφ φέτος. Πρώτος ήταν ο Paul Bocuse στις αρχές του χρόνου, τώρα ήρθε η σειρά του.

 

Διαβάστε ακόμα: Γκιγιόμ Απολινέρ – 100 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου ποιητή με την καρδιά κομμάτια

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top