«Σήμερα θα πάμε για ψώνια». Αυτές ήταν οι λέξεις που άκουσα να βγαίνουν από το στόμα του κολλητού και μ’ έπιασε πανικός. Κάθε φορά που το αποφασίζει ξέρω ότι με περιμένουν πολύωρες βόλτες πάνω-κάτω στα μαγαζιά και, στο τέλος, ποτέ δεν αγοράζει τίποτα. Μόνο γκρινιάζει γιατί δεν βρίσκει τίποτα. Τι να κάνεις όμως; Κολλητός είναι αυτός, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις. Έτσι έκανα την καρδιά μου πέτρα και τον ακολούθησα.
Το ραντεβού μας ήταν στο Κολωνάκι και ως συνήθως είχε αργήσει. Ποσώς με ενόχλησε, γιατί είχα το χρόνο να καταστρώσω το σχέδιό μου και αυτήν τη φορά να τη «βγάλω καθαρή». Ξεκινήσαμε, σκόπιμα, από την Πατριάρχου Ιωακείμ κοιτάζοντας τις βιτρίνες, σχολιάζοντας, και με τον αγαπητό να έχει ήδη αρχίσει την μουρμούρα από τα πρώτα λεπτά. Κάπου στον αριθμό 30, τα πόδια μου κόλλησαν μπροστά σ’ ένα μαγαζί. Όχι, δεν είχε πουκάμισα, μπλούζες και παπούτσια. Ήταν το καινούργιο κατάστημα του τυροκομείου Κωσταρέλου.
Χωρίς να πω κουβέντα στον προπορευόμενο κολλητό, μπήκα μέσα και θρονιάστηκα σ’ ένα από τα τραπεζάκια κοντά στην είσοδο. Έμεινα να παρατηρώ το μακρόστενο, όμορφο, φωτεινό χώρο. Πίσω μου ένας τοίχος από βαρέλια όπου φυλάνε τη φέτα, ενώ από πάνω μου κρέμονταν φωτιστικά φτιαγμένα από τσέρκια. Απέναντι μου, η μπάρα όπου συναρμολογούνται τα πολύ νόστιμα σάντουιτς –γιατί δεν ξέρω αν σας το είπα αλλά γι’ αυτά ήρθα- στήνονται οι πληθωρικές σαλάτες και βγαίνουν οι καφέδες.
Βέβαια, πιο μέσα, η φιλοσοφία του μαγαζιού αλλάζει. Γίνεται παντοπωλείο: ψυγεία φορτωμένα με τα τυριά του τυροκομείου, αλλαντικά, ράφια γεμάτα ζυμαρικά, δημητριακά και ρύζι, σάλτσες, παξιμάδια από μικρούς παραγωγούς, γλυκά του κουταλιού, αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς, χαλβά, βότανα και αφεψήματα, αναψυκτικά. Όλα με ελληνική ταυτότητα.
Και ενώ κοιτάω τον κατάλογο, παρατηρώ με την άκρη του ματιού τον κολλητό να μπαίνει έντρομος στο μαγαζί. «Έλα κάθισε, εδώ έχει ωραία σαντουιτσάκια. Τσιμπάμε κάτι και συνεχίζουμε μετά τα ψώνια», του λέω και αυτός υπακούει, οπότε δίνω εντολή για τα πρώτα σάντουιτς.
Μανούρι, αβοκάντο, αγγούρι, σπανάκι και ελαφριά μαγιονέζα βασιλικού πάνω σε ένα λευκό ψωμί με προζύμι, ήταν το πρώτο που ήρθε στο τραπέζι. Ένας όμορφος και δροσερός συνδυασμός, ειδικά για όσους δίνουν σημασία στις θερμίδες και τα λιπαρά.
Η μαύρη μπαγκέτα με το κασέρι Μουζακίου, το προσούτο Ευρυτανίας μαζί με όμορφα αρωματισμένο βούτυρο, baby σπανάκι και ντομάτα έπαιζε λίγο πιο δυνατά και γευστικά. Βλέπετε το προσούτο είναι ένα από τα αλλαντικά που, θέλεις δεν θέλεις, σε κερδίζει για τη γεμάτη, έντονη γεύση του.
Όμως, εκείνο που με γοήτευσε ήταν το ζεστό σάντουιτς που ήρθε στο τέλος. Δύο φέτες φρυγανισμένου σταρένιου ψωμιού φιλοξενούσαν αυτήν τη συγκλονιστική μαλακή φέτα του Κωσταρέλου, ψητά μανιτάρια, μπέικον, σπανάκι και μια μαγιονέζα τρούφας που η μυρωδιά της σε έπιανε από τη μύτη από μακριά.
Φυσικά, όση ώρα τσιμπολογούσαμε, η μουρμούρα του κολλητού είχε –δόξα τω Θεώ- σταματήσει. Δεν προλάβαινε έτσι και αλλιώς, γιατί ήταν απασχολημένος με το να τρώει εναλλάξ μία το ένα, μία το άλλο. Τον άφησα λοιπόν για λίγο με τη συντροφιά των σάντουιτς (οι τιμές τους κυμαίνονται από τα €3,70 ώς τα €5,50), των οποίων την επιμέλεια έχει κάνει ο chef Χρύσανθος Καραμολέγκος, και κατευθύνθηκα στο βάθος… στάνη.
Δεν μπορούσα να φύγω από αυτό το μαγαζί και να μην πάρω φέτα (τόσο σκληρή όσο και μαλακιά), λίγο πρόβειο γιαούρτι, ένα κομμάτι γραβιέρα, λίγο τσαλαφούτι, ανθότυρο και μελίπαστο για σαγανάκι. Θα ήταν ιεροσυλία.
Φορτωμένος και χαρούμενος με τα τυριά, «μάζεψα» τον δικό μου που αποτελείωνε ότι είχε μείνει στα πιάτα και πήραμε το δρόμο για το σπίτι. «Και τα ρούχα;» με ρώτησε στο δρόμο. «Άλλη φορά, τώρα έχουμε τα τυριά» του είπα και προχώρησα.
//«Κωσταρέλος», Πατριάρχου Ιωακείμ 30-32, Κολωνάκι, τηλ. 210 7259000.
Διαβάστε ακόμα: Ο Λάζαρος Μαλτέζος φτιάχνει άπαιχτο ελληνικό Chèvre στην Εύβοια