O Γιάννης Καρακάσης επιβεβαιώνει την πεποίθηση που λέει πως αν είσαι γεννημένος για κάτι, θα το κάνεις τελικά. Και θα είσαι και καλός σε αυτό. Επίσης, όταν είσαι αστέρι σε κάτι, μάλλον μπορείς να κάνεις εξαιρετικά και άλλα πράγματα. Όλα τούτα και πολλά άλλα συνθέτουν τον άνθρωπο που έγινε Master of Wine γιατί μπορούσε ενώ είχε και μακρά καριέρα, επίσης επιτυχημένη, στο Πολεμικό Ναυτικό. Είναι ευφυέστατος, ευγενικός, απόλυτος και, αναμενόμενα, πληθωρικός.
-Τι σπουδές έχετε κάνει;
Όταν ήμουν έφηβος και γιος στρατιωτικού που δεν ήθελα όμως να ακολουθήσω τον ίδιο δρόμο, οι επιλογές μου στο μηχανογραφικό μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις που έδωσα, ήταν δύο: Σχολή Ναυτικών Δοκίμων -που πέρασα τελικά- και ΤΕΙ Οινολογίας. Ο πατέρας μου με πέρασε για τρελό, ειδικά για το ΤΕΙ Οινολογίας, μου είπε, «τι στο καλό είναι αυτό;». Του απάντησα ότι κι εγώ δεν έχω ιδέα αλλά κάτι με τραβάει προς τα κει. Οπότε το κρασί ήταν ενδόμυχα ένα κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο σιγά σιγά άρχισα να το καλλιεργώ.
–Το ότι δηλώσατε το ΤΕΙ Οινολογίας στα 17 σας, χωρίς να ξέρετε τι είναι, μπορείτε τώρα να το εξηγήσετε; Υπήρχε κάτι που σας είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον;
Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ότι μπορώ να θυμηθώ. Υποθέτω ότι ήταν κάτι που διάβασα, η μαγεία της ετικέτας, η μαγεία που έχει ένα κρασί, που δεν είναι μόνο το ίδιο το ποτό σαν ποτό αλλά και όλα τα υπόλοιπα που κρύβονται από πίσω του. Δηλαδή η γεωγραφία, η ιστορία, οι προσωπικές αγωνίες των οινοποιών, τα χαρακτηριστικά μιας χρονιάς. Νομίζω ότι με κάποιο τρόπο αυτά τα μηνύματα υποσυνείδητα με οδήγησαν να πάρω αυτή την απόφαση, που τότε ήταν προφανώς παιδική και αφελής. Μπορεί για παράδειγμα να διάβασα κάπου για το Châteauneuf-du-Pape και τη μεσαιωνική ιστορία του και αυτό να μου έκανε ένα «κλικ». Διότι είχα μεγάλη αγάπη για την ιστορία γενικότερα.
–Ήσασταν καλός μαθητής στο σχολείο;
Ναι, ήμουν πάρα πολύ επιμελής, τελείωσα έβδομος στη σειρά του 1993, που ήμασταν 65 μαθητές. Ήθελα πάντα να διακρίνομαι.
–Πού μεγαλώσατε;
Μεγάλωσα στην Αθήνα, με δύο μικρές εξαιρέσεις, που ήταν ένα χρόνο στην Ουάσιγκτον και ένα χρόνο στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, λόγω μεταθέσεων του πατέρα μου. Το υπόλοιπο κομμάτι είναι νότια προάστια, Άνω Γλυφάδα που την αγαπώ και μένω και τώρα με την οικογένειά μου.
–Θυμάστε κάτι από την παραμονή σας στην Ουάσιγκτον;
Ναι, θυμάμαι, γιατί ήμουν μαθητής της Β’ Γυμνασίου. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία που την αναπολώ με πολύ γλυκά συναισθήματα. Έμαθα πολλά, καλλιέργησα τα αγγλικά μου, συναναστράφηκα με άλλους ανθρώπους, κατάφερα και προσαρμόστηκα στις εκεί συνθήκες και είδα μια διαφορετική ζωή που ήταν πολύ ενδιαφέρουσα.
–Αφού τελειώσατε τη σχολή Πολεμικού Ναυτικού, πώς μπήκε στο μυαλό σας η οινολογία;
Η ζωή μου είναι ένας κύκλος 21 ετών στο Πολεμικό Ναυτικό, σε διάφορα πλοία -φρεγάτες, αντιτορπιλικά, πυραυλακάτους-, σε συνδυασμό βέβαια με μια εξειδίκευση που πήρα πολύ νωρίς στην καριέρα μου, που είναι το πτυχίο του χειριστή ελικοπτέρου. Πέταγα, λοιπόν, ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού για 16 χρόνια ενώ παράλληλα είχα καλλιεργήσει την αγάπη μου για το κρασί κάνοντας μαθήματα. Όντας διοικητής της 1ης Μοίρας Ελικοπτέρων, πήρα την απόφαση να φύγω από το Πολεμικό Ναυτικό για να κυνηγήσω το όνειρό μου να γίνω master of wine. Ένα όνειρο βεβαίως που ανοιχτά δεν το παραδέχτηκα ποτέ, γιατί όταν ξεκινάς και είσαι ένα τίποτα, δεν μπορείς να πεις «εγώ στη ζωή μου θέλω να γίνω master of wine». Προτιμώ αυτά τα πράγματα να τα κάνω βήμα βήμα. Οπότε, τελείωσα το Diploma και μετά έλεγα «ας με κάνουν δεκτό στο Ινστιτούτο Masters of Wine». Μετά «να ολοκληρώσω το First Year Assessment». Kατόπιν «να περάσω τουλάχιστον ένα κομμάτι από το μεγάλο διαγώνισμα, μετά και τα δύο κομμάτια από το διαγώνισμα, μετά να τελειώσω το research paper» και τότε συνειδητοποίησα ότι την επόμενη μέρα πια θα μπορούσα να είμαι master of wine. Προσπαθώ πάντα να έχω την μπάλα χαμηλά, οι μεγάλες δηλώσεις δεν μου ταιριάζουν.
–Πώς δεν αφήσατε νωρίτερα το Πολεμικό Ναυτικό; Υπήρχε και εκεί κάτι που σας τραβούσε ή πιστεύατε ότι η ενασχόλησή σας με το κρασί δεν θα ήταν μια «πραγματική» δουλειά;
Το είχα στο μυαλό μου το κρασί αλλά πίστευα ότι θα το ξεκινήσω όταν κλείσω τα 25 χρόνια στο Πολεμικό Ναυτικό, που είναι ένα πρώτο «μαξιλαράκι». Το λατρεύω το Πολεμικό Ναυτικό και του οφείλω πάρα πολλά, γιατί μεγάλωσα με τις αρχές και τα ιδεώδη του, που θα με συνοδεύουν σε όλη μου τη ζωή. Δεν ήταν κάτι που το έκανα εξαναγκαστικά, καθόλου. Έχω απίστευτες αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο και δεν θα τις άλλαζα με τίποτα.
–Έχετε βρεθεί ποτέ σε κίνδυνο εν ώρα πτήσης;
Όταν πετάς ελικόπτερα και έχεις συμπληρώσει 2.000 ώρες πτήσης, θα ήταν ψέμα να έλεγα ότι δεν έχω βρεθεί σε επικίνδυνες καταστάσεις. Οι εκπαιδευτές μας μας έλεγαν ότι όταν γίνεσαι χειριστής, έχεις δύο σάκους: τον σάκο της τύχης και τον σάκο της εμπειρίας. Το θέμα είναι να μην αδειάσει ο σάκος της τύχης, πριν γεμίσει ο σάκος της εμπειρίας. Δηλαδή στην αρχή ο σάκος της εμπειρίας είναι άδειος. Και τι κάνεις εσύ; Αδειάζεις την τύχη σου. Εγώ κατάφερα σε όλες αυτές τις ώρες πτήσης μου να μην δημιουργηθεί ούτε μια γρατζουνιά στο ελικόπτερο ούτε σε κανέναν, σε πολύ δύσκολες εποχές και απαιτητικές πτήσεις ημέρας και νύχτας.
–Είστε σίγουρα ένας πειθαρχημένος άνθρωπος αλλά μέσα από αυτά που λέτε διακρίνω και έναν ρομαντισμό.
Για το πειθαρχημένος, είστε 100% μέσα. Για τον ρομαντισμό δεν μπορώ να το κρίνω αυτή τη στιγμή, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια, έχω την αίσθηση ότι αυτό φθίνει. Βέβαια πρέπει να πω ότι υπήρξα πολύ ρομαντικός. Ίσως είμαι και λίγο ιδεολόγος, πιστεύω στη νίκη του καλού, στον καλό αγώνα -και η εξήγηση γι’ αυτό είναι πίσω, στα αρχικά χρόνια του Πολεμικού Ναυτικού και στο πώς γαλουχήθηκα.
–Επίσης πρέπει να πιστεύετε και στα όνειρα, γιατί διαφορετικά δεν θα είχατε κυνηγήσει τα δικά σας.
Ναι, πιστεύω στα όνειρα και πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται, αλλά καλύτερα από το να ονειρεύεται, είναι να προσπαθεί να κάνει πράξεις -και αυτό γίνεται με έργα και όχι με λόγια. Άρα παρακινώ τον οποιονδήποτε που θέλει να κάνει κάτι, να δουλέψει, να κοιτάξει μπροστά και να μην φοβηθεί τίποτα.
-Τι σπουδές έχετε κάνει πάνω στο κρασί;
Tελείωσα το Diploma ως ο καλύτερος της χρονιάς μου, κερδίζοντας και υποτροφία στο Wine & Spirit Education Trust (WSET) στο Λονδίνο και μετά ήμουν ανάμεσα στους δύο πρώτους που τελείωσαν το Master of Wine στην Ευρώπη.
–Τι είναι αυτό που σας κάνει να είστε ανάμεσα στους πρώτους -ένστικτο, ταλέντο, πολλή μελέτη και αφοσίωση;
Είναι και λίγο τρέλα. Πιστεύω ότι είναι μια καλή δόση τρέλας σε συνδυασμό με το ότι είμαι πολύ οργανωτικός, ότι θέλω να εξελίσσομαι και ότι μου αρέσει να είμαι δημιουργικός. Αυτό είναι το οξυγόνο μου. Γιατί ένας master of wine, πέρα από το ότι μπορεί να συμβουλεύσει οινοποιεία ή να είναι κριτής σε διαγωνισμούς, μπορεί να δημιουργεί δικά του οινικά projects, να γράψει βιβλία, να εκπαιδεύσει -είναι μια πολύ δημιουργική δουλειά. Ενα project μου είναι το «50 Great Greek Wines». Μία άλλη δουλειά που είναι πολύ σημαντική για μένα είναι η Σχολή Κρασιού που έχω δημιουργήσει στη Λεμεσό, στην Κύπρο. Επίσης, για τα υπόλοιπα που με ρωτάτε, μπορεί να υπάρχει μια δόση ταλέντου, σίγουρα μεγάλη αφοσίωση, αλλά πλέον πιστεύω ότι βασικό ρόλο παίζει και η αντίληψη -να έχεις μια πανοραμική θέα πραγμάτων. Δηλαδή να μπορείς να αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τα οινικά πράγματα. Να τα αναλύεις με έναν διαφορετικό τρόπο -να βλέπεις τις ευκαιρίες, να διακρίνεις τις δυνατότητες και την εξέλιξη. Όπως όταν ανεβαίνεις ένα βουνό, βλέπεις διαφορετικά τα πράγματα από εκεί ψηλά, έχω την αίσθηση ότι ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια της ενασχόλησής μου με τον χώρο του κρασιού και κατανοώντας το πώς λειτουργούν τα πράγματα εντός και εκτός Ελλάδας, έχω μια πιο ευρεία αντίληψη.
–Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κάνει καλό ένα κρασί και τι συμβαίνει με το κρασί στη χώρα μας;
Αν το δούμε αντικειμενικά, αυτό που κάνει καλό ένα κρασί μετριέται από έναν επαγγελματία, με βάση χαρακτηριστικά όπως η πολυπλοκότητά του, η διάρκεια της επίγευσής του, η ένταση κ.λπ. Αν το δούμε σε προσωπικό επίπεδο, η διάθεσή μας να πιούμε και ένα δεύτερο ποτήρι από αυτό. Πολλές φορές, όταν είμαι με παρέα, μετράω ποιο κρασί μάς άρεσε περισσότερο, από τη φιάλη που έχει αδειάσει πρώτη. Τώρα στην Ελλάδα, δεν έχουμε δει ακόμα ούτε την άκρη του παγόβουνου όσον αφορά τη δυναμική του κρασιού μας, η οποία θεωρώ ότι είναι τεράστια αλλά δεν την έχουμε κατανοήσει. Η σύγχρονη ελληνική οινική βιομηχανία είναι πολύ πρόσφατη. Άρα τώρα έχουμε αρχίσει να αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα. Έχουμε προφανώς τις παθογένειές μας και για να μπορέσουμε να εξελίξουμε τις δυνατότητές μας, δημιουργήσαμε μια πλατφόρμα επικοινωνίας, το «50 Great Greek Wines», το οποίο είναι ουσιαστικά ένα εργαλείο marketing που αφορά όλο το ελληνικό κρασί. Διότι, ας μην κρυβόμαστε, ακόμα κι αν βραβεύονται 50 κρασιά, τα φώτα πέφτουν σε όλο το ελληνικό κρασί. Άρα όλοι ωφελούνται και γι’ αυτό το έκανα. Επίσης συζητάω συνεχώς με τον Γρηγόρη Μιχαήλo, ο οποίος είναι βασικό κομμάτι του «50 Great Greek Wines», για το πώς μπορούμε να το εξελίξουμε και να κάνουμε κάτι μεγαλύτερο.
–Τι είναι πιο σημαντικό; Η πρώτη ύλη ή η διαδικασία παραγωγής του κρασιού; Και ποια είναι η αλήθεια για το βιολογικό κρασί;
Η πρώτη ύλη προφανώς είναι πολύ σημαντική. Τα μεγάλα κρασιά ξεκινάνε από το αμπέλι. Μια καλή πρώτη ύλη δεν χρειάζεται να την πειράξει κάποιος πολύ στο οινοποιείο. Όταν έχεις ένα φανταστικό φρούτο, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να διατηρήσεις ένα φανταστικό φρούτο στην οινοποίηση. Για να γίνει αυτό, πρέπει να δώσουμε έμφαση σε όλες τις παραμέτρους της αμπελοκαλλιέργειας -είτε λέγεται κλάδεμα, είτε διαχείριση φυλλώματος, είτε επιλογή κλώνου, είτε επιλογή ή όχι εδαφοκάλυψης και όλα τα υπόλοιπα πράγματα που περιλαμβάνει η αμπελοκαλλιέργεια. Όσον αφορά το αν ένα κρασί είναι βιολογικό ή όχι, θεωρώ ότι η χρήση χημικών σε κρασιά terroir είναι οξύμωρο, γιατί καταστρέφουν οτιδήποτε υπάρχει. Άρα είμαι υπέρ της αμπελοκαλλιέργειας η οποία γίνεται με πάρα πολύ μεγάλη σύνεση, αποφεύγοντας όσο είναι δυνατόν τα χημικά. Τώρα αν ένα κρασί φέρει τη βιολογική ετικέτα ή όχι και τι κρύβεται από πίσω, ή αν οι έλεγχοι γίνονται όπως πρέπει, είναι μια ιστορία την οποία δεν θέλω να αναλύσω. Αυτό που έχω να πω είναι ότι με τη χρήση χημικών, δεν υπάρχει ζωή πουθενά. Άρα τον οποιονδήποτε μικροοργανισμό που επηρεάζει και είναι κομμάτι του λεγόμενου terroir, δεν τον εξαφανίζουμε.
–Ποια είναι η ποσότητα παραγωγής κρασιού στην Ελλάδα;
Λέγεται ότι στη χώρα μας υπάρχουν περισσότερα από 1.000 οινοποιεία -δεν έχω δει το ακριβές νούμερο. Από αυτά τα οινοποιεία, πόσοι εμφιαλώνουν, πόσοι έχουν μια σοβαρή οινοποίηση, πόσοι έχουν εξαγωγική παραγωγή, θα έλεγα ότι είναι της τάξης των περίπου 250-300 οινοποιείων.
–Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό όσον αφορά το κρασί ποιοτικά, πόσο πίσω είναι;
Το εξωτερικό είναι πολύ αφηρημένη έννοια. Εγώ θεωρώ και παράλληλα χαίρομαι πολύ, διότι όλο και περισσότεροι μιλάνε ανοιχτά γι’ αυτό, δηλαδή ότι για την Ελλάδα έχει νόημα να μιλάμε για τα terroir κρασιά της, τη μοναδικότητα και την αυθεντικότητά τους. Άρα τα ελληνικά κρασιά στοχεύουν να συγκριθούν με αντίστοιχα κρασιά χωρών που είναι ανταγωνιστικές, όπως η Αυστρία και η Πορτογαλία. Δεν έχουμε τις ποσότητες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, αυτές είναι οι κυρίαρχες χώρες στο κρασί -και θα είναι πάντα. Εμείς είμαστε πιο περιφερειακή δύναμη και θα μείνουμε περιφερειακή δύναμη, γιατί έχουμε πολύ λίγο κρασί συγκριτικά με αυτές και κάθε χρόνο έχουμε και λιγότερο -κάτι που φυσικά είναι ανησυχητικό και οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων.
–Η Αμερική έχει καλό κρασί;
Η Αμερική προφανώς είναι μια χώρα με τεράστιες ποσότητες και τεράστια αναγνωρισιμότητα, αλλά τα κρασιά της δεν τα θεωρώ ανταγωνιστικά με τα δικά μας και είναι και πολύ ακριβά.
–Γιατί τα κρασιά στα εστιατόρια είναι τόσο ακριβά; Και μιλάω για τη χώρα μας.
Δεν συμφωνώ με αυτή την παρατήρηση, γιατί εξαρτάται και για ποιο σημείο μιλάμε. Μιλάμε για την ταβέρνα του κυρ-Αρίστου, για ένα εστιατόριο που έχει αστέρι Michelin, έχει σομελιέ και έχει επενδύσει σε μια πολύ καλή κάβα, βρίσκεται στη Σαντορίνη ή σε ένα χωριουδάκι στην Κρήτη;
–Θα σας κάνω τότε μια γενικότερη ερώτηση. Το κρασί είναι ένα φθηνό προϊόν, ακριβό ή στοιχίζει όσο πρέπει;
Και εγώ θα σας ρωτήσω κάτι άλλο: Το χταπόδι ή το καλαμαράκι που παίρνουμε σε οποιοδήποτε εστιατόριο είναι σωστά τιμολογημένο ή όχι; Ο κόσμος έχει επικεντρωθεί στο ότι το κρασί είναι ακριβό στο εστιατόριο και δεν λέει κάτι για το αν μια ντοματοσαλάτα είναι ακριβή ή φθηνή στα 11 ευρώ. Από την άλλη, δεν μπορώ να επικροτήσω όταν κάτι έχει εξωπραγματική τιμή. Εγώ θεωρώ ότι μια λογική τιμή στο εστιατόριο πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσια από την τιμή λιανικής. Κακώς έχει βγει η φήμη ότι το κρασί στα εστιατόρια είναι ακριβό. Δεν συμβαίνει παντού αυτό, έχει μεγάλη σημασία, όπως είπα παραπάνω, πού πίνουμε το κάθε κρασί. Γενικά τα περισσότερα εστιατόρια προσπαθούν να κάνουν πολύ τίμιες τιμολογήσεις. Στους ομίλους με τους οποίους συνεργάζομαι και είναι πολύ σημαντικά ονόματα στον χώρο της εστίασης, η όλη προσπάθειά μας είναι να παρέχουμε την καλύτερη εμπειρία στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Θα πρέπει όμως και ο κόσμος να ξέρει και να μην τρέφει αυταπάτες – το κρασί στην υψηλότερή του μορφή είναι ιδιαίτερα ακριβό. Αυτό όμως είναι η κορυφή της πυραμίδας. Όλο το υπόλοιπο είναι ιδιαίτερα προσβάσιμο σε πάρα πολύ κόσμο, που μπορεί να επιλέξει μια πάρα πολύ καλή φιάλη στα 28 ή στα 35 ευρώ, από την οποία θα πιούν τέσσερις άνθρωποι. Αν αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι πιούν μπύρες, θα δώσουν περισσότερα.
–Πόσο σημαντικό είναι το pairing;
Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι αυτό που μεγιστοποιεί την εμπειρία. Είναι αυτό που «ανεβάζει» το φαγητό και δημιουργεί συναισθήματα.
–Θα σας πω κάτι που μπορεί να σας φανεί αστείο, αλλά μια φορά σε ένα εστιατόριο που επέλεξα το pairing, με πείραξε στο κεφάλι πάρα πολύ. Ήταν κάτι που έτυχε σε μένα ή γενικά μπορεί να συμβεί;
Όχι, δεν ήταν κάτι που σας έτυχε και έχω γράψει πολλά άρθρα για το wine pairing. Όταν είμαστε μια παρέα και έχουμε 500 μεζέδες, προφανώς δεν χρειάζεται. Υπάρχουν στιγμές που κάνω wine pairing και άλλες που δεν κάνω. Όταν πας σε ένα εστιατόριο που έχει μια πιο ξεκάθαρη γεύση, εκεί σου δίνεται η δυνατότητα να πας στην αποθέωση μιας οινογαστριμαργικής εμπειρίας, που είναι το pairing.
–Η Εύη Βουτσινά, η μεγάλη «φιλόσοφος» της ιστορίας της ελληνικής κουζίνας, έλεγε ότι το φαγητό είναι συναίσθημα και κυρίως μνήμη. Το κρασί τη δημιουργεί αυτή τη μνήμη ή φέρνει καινούργιες εκπλήξεις στη ζωή μας;
Για ένα φαγητό λέμε ότι είναι νόστιμο, μια λέξη που προέρχεται από το νόστος, που σημαίνει επιστροφή, άρα ανάμνηση. Το συζητούσαμε και πρόσφατα με τον Σπύρο Λιάκο (ιδιοκτήτης των Basegrill, Travolta, Hoocut), που μου έλεγε ότι και για το κρασί λέμε ότι είναι νόστιμο, άρα ότι και αυτό δημιουργεί μνήμη. Πολύ περισσότερο δε όταν το ζούμε ολιστικά, δηλαδή φαγητό και το ανάλογο κρασί. Θυμάμαι όταν ήμουν 18 χρόνων κάτι που μου είχε δημιουργήσει πολύ έντονα συναισθήματα. Ήμουν στο δημαρχείο του Μπορντό και δοκίμαζα μπισκότα με γλυκά κρασιά. Ε, αυτό θα μου μείνει αξέχαστο. Μια μνήμη, ένα συναίσθημα, που σε ακολουθεί πάντα.
–Ενας από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδουμε στα κρασιά είναι η λέξη «μεθυστικό», αλλά με την καλή έννοια.
Εγώ αυτή τη λέξη δεν τη χρησιμοποιώ για το κρασί. Το λεξιλόγιο του κρασιού είναι μια δεξιότητα και δεν δημιουργείται εύκολα. Επειδή είναι ένα προϊόν συγκεκριμένο και αρκετά ιδιαίτερο, θα έλεγα, πολλές φορές εγκλωβιζόμαστε σε κάποιες λέξεις που ποσοτικοποιούν το κρασί -υψηλό, χαμηλό, μέτριο κ.λπ. Είναι όμως άλλες οι λέξεις που στο τέλος της ημέρας ο καταναλωτής θα μπορέσει να καταλάβει, όπως πλούσιο, γεμάτο, κρεμώδες, μεταξένιο, βελούδινο, γιατί όλοι ξέρουμε τι είναι το βελούδο ή το μετάξι αλλά ίσως δεν καταλαβαίνουμε το υψηλό ή χαμηλό στο κρασί.
–Αγαπημένα «οικιακά» κρασιά: Τι πίνετε στην καθημερινότητα στο σπίτι;
Κατ’ αρχάς δεν πίνουμε καθημερινά. Δοκιμάζω σχεδόν καθημερινά ναι – 90% ελληνικά κρασιά. Σαββατοκύριακο που το ρίχνουμε λίγο έξω αρέσει και σε εμένα και στην Έλλη πολύ η Σαμπάνια (παρένθεση τα ελληνικά αφρώδη εξελίσσονται φανταστικά οπότε είναι πλέον μία πολύ αξιόλογη επιλογή). Από Ελλάδα Καρανίκας, Scaperdas Freres και Αθανασίου Fleur d’Amour και από Σαμπάνια αγαπημένος παραγωγός ο Agrapart και φανταστικό value το 7 Crus.
–Αγαπημένα κρασιά για δείπνα: Με α. κρέας, β. ψάρι. γ. για την αρχή δ. για το φινάλε.
Με κρέας φυσικά Ξινόμαυρο ή Μαυροτράγανο και Barbaresco ή Barolo αν και τελευταία με ελκύει πολύ η ιδέα του πιπεράτου Syrah από το Β. Ροδανό σε παραδοσιακό στυλ όπως είναι του Jamet ή του Gonon. Με ψάρι, νομίζω το Riesling και το Ασύρτικο ταιριάζουν γάντι ειδικά σε καθαρές γεύσεις. Αν μπουν σάλτσες και βούτυρα θα πήγαινα σε βαρελάτα λευκά τύπου Νυκτέρι ή Βουργουνδία. Απολαμβάνω πολύ και το sake με τα ωμά στην αρχή. Για το τέλος θα σας εκπλήξω νομίζω, μου αρέσει τελευταία να κλείνω με μερικές σταγόνες απόσταγμα.
//O Γιάννης Καρακάσης έχει δημιουργήσει το www.greatgreekwines.com.
Διαβάστε ακόμα, Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος: «Φτιάχνω κόσμους και προσκαλώ ανθρώπους να μπουν σε αυτούς».